Ο Μπάμπης Τεννές είναι ο προπονητής των ανόδων. Έχει χαρίσει χαμόγελα σε φιλάθλους ομάδων όπως ο Παναιτωλικός, ο Απόλλων Σμύρνης, η Κέρκυρα, η Λαμία, η Καλλονή…
Είναι αυτός που έκανε τη διαδρομή Ρίο-Αγρίνιο να γίνει από 45’… 3,5 ώρες! Ο Μπάμπης Τεννές, μέσω του Gazzetta ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής και της καριέρας του.
Ο έμπειρος προπονητής μίλησε μεταξύ άλλων και για τη «θητεία» του στον Παναιτωλικό, την άνοδο στη Super League μετά από 34 χρόνια, τον Φώτη Κωστούλα, την παραίτησή του πριν τον υποβιβασμό και άλλα πολλά…
Αναλυτικά όσα ανέφερε για τον Παναιτωλικό:
«Πανέξυπνος ο Κομπότης, πήγα στον Παναιτωλικό που τότε ήταν κυνηγημένος από το σύστημα»
Κομπότης;
«Πανέξυπνος παράγοντας. Συνεργαστήκαμε για λίγο, πήγα το Γενάρη. Σώζεται η ομάδα και δεν ανανεώνω. Μετά τον Λεβαδειακό, είχε έρθει η Κέρκυρα. Στην Κέρκυρα συνολικά έμεινα πέντε χρόνια, είναι από τα μέρη που αγαπώ. Το 2010, στα μέσα της χρονιάς ο Παναιτωλικός δεν πηγαίνει πολύ καλά. Εκεί γνωρίζω έναν εξαιρετικό άνθρωπο και είναι άσχημο για το ποδόσφαιρο ότι ο Κωστούλας έφυγε απ’ αυτό. Είχα άριστη συνεργασία μαζί του. Κυνηγημένος ο Παναιτωλικός τότε από το σύστημα, αλλά καταφέραμε να ανέβουμε».
Αυτό το… μαγικό πώς έγινε;
«Η ομάδα είχε ποδοσφαιρικές αρχές. Τα πανηγύρια που έγιναν τότε ήταν λες και είχαμε κατακτήσει το Champions League. Μιλάμε για μια περιοχή που αγαπάει πολύ το ποδόσφαιρο και για πάρα πολλές μέρες όλη η πόλη ήταν μια γιορτή. Τελευταίο ματς που παίζαμε με τον Διαγόρα το γήπεδο είναι τίγκα. Φτάνουμε εκεί βλέπουμε το γήπεδο γεμάτο σημαίες. Η μπάλα κατέβηκε με ελικόπτερο, χορεύτριες. Απίστευτη εκδήλωση. Ήταν 34 χρόνια που είχε να ανέβει η ομάδα. Την επόμενη μέρα ένα φίλαθλος έβαλε 34 αρνιά στο δρόμο να ψήνονται. Από την πλατεία μέχρι το γήπεδο ανά δέκα μέτρα. Απίστευτα πανηγύρια».
«Ο Κωστούλας είχε πει πως αν δεν έφευγα, δεν θα έπεφτε ο Παναιτωλικός»
Σύνθημα εκεί γίνατε;
«Εκείνες τις μέρες έγιναν τρομερές εκδηλώσεις από Δημάρχους, από την τότε ΕΠΑΕ, από ομάδες της περιοχής. Ήταν ένα εορταστικό σκηνικό. Και ξεκινάμε μαζί στην Α’ Εθνική. Κάναμε μια πολύ καλή ομάδα με μεταγραφές όπως ο Χαριστέας. Ήρθε ένα ματς όμως στο β’ γύρο με τη Δόξα Δράμας. Είχαμε 30 τελικές, δοκάρια και το παιχνίδι το χάνουμε. Υπήρξε μεγάλη απογοήτευση και δηλώνω παραίτηση».
Οι άνθρωποι της ομάδας ήθελαν να σας διώξουν;
«Ο Κωστούλας όχι, για τους άλλους δεν ξέρω. Του είπα: “Πρόεδρε, κάτι πρέπει να αλλάξει”. Με αντικατέστησε ο Λεμονής και σε μία συνέντευξη ο Κωστούλας είχε πει: “Αν δεν έφευγε ο Τεννές η ομάδα δεν θα έπεφτε”. Αυτά με τον Παναιτωλικό. Απίστευτα πανηγύρια. Απίστευτες χαρές».
Συγκινείστε νομίζω.
«Είναι ωραίες οι μνήμες. Εβλεπες χαρούμενα πρόσωπα. Κάναμε τρεις ώρες να πάμε στο γήπεδο από το Ρίο που είναι 40 λεπτά. Ενιωθες ότι ήσουν στην πιο πλούσια πόλη, στην πιο χαρούμενη. Και εκεί καταλαβαίνεις την ομορφιά του ποδοσφαίρου».
«Μα κανένας δεν λέει: “Μπάμπης Τεννές”»
Είπατε πριν για το επίθετό σας ότι είναι δισύλλαβο. Εχετε ακούσει που λένε για εσάς «Ο Μπάμπης Ο Τεννές, ο Ελληνοϊρλανδός τεχνικός”;
«Ναι, το έχω ακούσει. Μα κανένας δεν λέει: “Μπάμπης Τεννές”. Όλοι λένε “Ο Μπάμπης Ο Τεννές”. Και ‘γω όταν θέλω να πάρω τηλέφωνο και με ρωτούν “ποιος είσαι” τους λέω “Ο Μπάμπης Ο Τεννές”. Εσύ πώς με λες; Είναι απίστευτο». (γέλια)
Διαβάστε ολόκληρη την συνέντευξη του στο gazzetta.gr και τον δημοσιογράφο Παναγιώτη Δαλαταριώφ:
Πώς θυμάστε τα παιδικά σας χρόνια;
«Δύσκολα, πολύ δύσκολα… Με μεγάλη φτώχεια – όπως ζούσε κι ο περισσότερος κόσμος στην Ελλάδα τότε. Γεννήθηκα το 1953 στην Αθήνα. Καταλαβαίνετε… Ο μπαμπάς μου ήταν αντίθετος με το να παίξω μπάλα, ήθελε μόνο σπουδές. Με πολύ μεγάλη δυσκολία και “κλέβοντας” χρόνο προσπαθούσα να ικανοποιήσω το πάθος μου».
Η μαμά;
«Η μαμά ήταν πιο συγκαταβατική».
Πώς έλεγαν τους γονείς σας;
«Λάμπρος και Αφροδίτη. Τελειώνω το γυμνάσιο και εκεί μου λένε: “Δεν ξαναπαίζεις ποδόσφαιρο αν δεν περάσεις σε κάποια σχολή”. Δίνω εξετάσεις για το Πολυτεχνείο και δεν περνάω. Για να μπορώ να παίξω μπάλα, όμως, τη δεύτερη χρονιά ξαναδίνω και περνάω στην Ανωτάτη Βιομηχανική Πειραιώς, το νυν ΠΑ.ΠΙ. Πέρασα και το έβγαλα κιόλας. Σπούδασα στατιστική και διοίκηση επιχειρήσεων».
Ο μπαμπάς σας τι δουλειά έκανε;
«Ήταν εργολάβος οικοδομών, αλλά τον έχασα νωρίς».
Πιο έντονα τι θυμάστε από την παιδική σας ηλικία;
«Τις δυσκολίες που είχαμε. Είχα και μια αδερφή και αναγκαστικά, παράλληλα με το ποδόσφαιρο, δούλευα και στο γραφείο ενός εμπορικού αντιπροσώπου. Στα 23 μου έχασα τον πατέρα μου».
«Ήμουν ο μοναδικός που έφερνε στην Ελλάδα μολυβάκια για τη ζυγοστάθμιση αυτοκινήτων»
Σας είδε όμως με το πτυχίο. Τον ικανοποιήσατε…
«Με τη δουλειά μου πήγα πάρα πολύ καλά, πήρα και άδεια εμπορικού αντιπροσώπου και έγινα μέτοχος σε δύο μαγαζιά με ανταλλακτικά αυτοκινήτων».
Το εμπόριο πώς ήταν τότε;
«Ήταν καλά. Εγώ ήμουν εμπορικός αντιπρόσωπος ανταλλακτικών γαλλικών και γιαπωνέζικων αυτοκινήτων. Ήμουν ο μοναδικός εισαγωγέας στα αντίβαρα. Τα αντίβαρα ήταν τα μολυβάκια που βάζουν στη ζυγοστάθμιση των τροχών. Ήμουν ο μοναδικός που τα έφερνε».
Πώς προέκυψε αυτό;
«Προέκυψε από μια γνωριμία που είχε γίνει με τον υπεύθυνο, ο οποίος έβγαινε στη σύνταξη. Με είχε συμπαθήσει και μου έδωσε το γραφείο του, το οποίο ήταν στη Λεωφόρο Αθηνών. Και ήμουν καλά. Μετά τα 30 ασχολήθηκα εντελώς τυχαία με το προπονητιλίκι».
«Ο Αλέφαντος πριν τα ματς έψαχνε να βρει για γούρι μια νεκροφόρα»
Το ποδόσφαιρο πώς προέκυψε στη ζωή σας;
«Με θυμάμαι να παίζω από πολύ μικρός. Ξεκίνησα να παίζω στο Ερασιτεχνικό και αργότερα πήρα μεταγραφή από την ομάδα της γειτονιάς μου, στα 17, στον ΠΑΟ Ρουφ. Ο ΠΑΟ Ρουφ ήταν πολύ δυνατή ομάδα της Β’ Εθνικής τότε, με Αλέφαντο προπονητή. Και μετά άλλες 2-3 μεταγραφές που έκανα ήταν στην Καλλιθέα, στη Χαλκίδα που έπαιξα έναν χρόνο και τελειώνοντας την ποδοσφαιρική μου καριέρα πήγα στον Ωρωπό. Στα μέσα της σεζόν φεύγει ο προπονητής. Εγώ ήμουν από τους πιο μεγάλους στην ομάδα και μου είπαν να κάνω τον προπονητή – έτσι πήρα το μικρόβιο του προπονητή».
Αλέφαντος. Τι θυμάστε από εκείνον;
«Κοίταξε, ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε υπερβολικά τη δουλειά του. Η συμπεριφορά του ήταν έξω από τα δικά μου στάνταρ, αλλά ήταν πολύ παθιασμένος με το ποδόσφαιρο. Κυνηγούσε την επιτυχία με κάθε τρόπο και τη διαδρομή που έκανε στο ελληνικό ποδόσφαιρο την άξιζε. Εγώ τον γνώρισα στο προπονητικό του ξεκίνημα».
Θυμάστε κάτι χαρακτηριστικά;
«Δεν μ’ αρέσει να μιλάω για ανθρώπους που έχουν φύγει από τη ζωή».
Δεν θέλω να πείτε κάτι κακό.
«Εντάξει. Αυτά που έχουν βγει προς τα έξω για τις προλήψεις του, ισχύουν».
Σήμερα που κάνουμε τη συνέντευξη είναι Τρίτη και 13. Θυμάστε κάποια χαρακτηριστική πρόληψη που είχε;
«Χαρακτηριστική… Να πω ότι είχε μια συνήθεια: Όταν ξεκινούσαμε από το ξενοδοχείο για το γήπεδο, εκείνος έφευγε πάντα μαζί με τον γενικό αρχηγό του Ρουφ για να πάει να βρει μια νεκροφόρα στο δρόμο. Σ’ ένα ματς, θυμάμαι να έχουμε πάει στο γήπεδο του Ταύρου, 11άδα δεν ξέρουμε και είμαστε όλοι μας με τα σορτσάκια. Ο κύριος Νίκος ακόμη δεν έχει φανεί. Οπότε, 10 λεπτά πριν βγούμε για το ζέσταμα μπαίνει στα αποδυτήρια, βρίζοντας. Μας είπε: “Την είδα (σ.σ. τη νεκροφόρα), μπείτε μέσα, θα κερδίσουμε”. Παίζαμε με την Αναγέννηση Άρτας. Μπήκαμε και κερδίσαμε. Πραγματικά, ήταν ένας πολύ παθιασμένος άνθρωπος».
Εσείς είστε προληπτικός;
«Ναι, αλλά όχι με την έννοια ότι “αμάν πρέπει να φορέσω αυτό, αλλιώς δεν θα πάει τίποτα καλά”. Η πρόληψη που είχα ήταν ότι θα ήθελα να φοράω φόρμα και μάλιστα να έχει μέσα άσπρο χρώμα».
«Στον Ωρωπό μού μπήκε το μικρόβιο της προπονητικής. Είχα πει πως αν δεν γίνω επαγγελματίας προπονητής μέχρι τα 38 μου, θα τα παρατήσω»
Στον Ωρωπό το πρώτο σας προπονητικό άγγιγμα πώς το θυμάστε;
«Ήμουν παίκτης – προπονητής, ήταν πολύ δύσκολο. Είχα τις δουλειές μου, τις επιχειρήσεις, τα μαγαζιά, την προπονητική. Είχα πει στον εαυτό μου: “Εάν σε 6-7 χρόνια δεν καταφέρεις να γίνεις επαγγελματίας προπονητής, θα το κόψεις”. Κάνω το “αγροτικό” μου σε Ερασιτεχνικές κατηγορίες στα Πατήσια, στο Χολαργό, στα Μελίσσια, στη Μικτή Αθηνών».
«Με τον Κυράστα είχαμε παίξει αντίπαλοι στην Α’ Αθηνών»
Πήρατε και Κύπελλο με τη Μικτή Αθηνών.
«Ναι. Και για καλή μου τύχη αυτό το “αγροτικό” συνδυάστηκε και με ανόδους. Άνοδο με τον Χολαργό, άνοδο με τα Πατήσια, άνοδο με τα Μελίσσια, Κύπελλο με τη Μικτή Αθηνών. Από τη Β’ Αθηνών στην Α’ Αθηνών, από την Α’ Αθηνών στη Δ’ Εθνική. Είμαι, ίσως, μαζί με το συγχωρεμένο τον Κυράστα -και ίσως και τον Παράσχο- οι μόνοι που περάσαμε απ’ όλες τις κατηγορίες. Από τα τοπικά, από τη Δ’ εθνική, τη Γ’ εθνική, τη Β’ εθνική, την Α’ εθνική. Θυμάμαι ότι με τον Κυράστα έχουμε συναντηθεί ως αντίπαλοι σε ματς Πατήσια-Εθνικός Ελληνορώσων».
Α’ Αθηνών;
«Ναι, Α’ Αθηνών».
Ήταν ντέρμπι; Πώς ήταν, τότε, τα τοπικά της Αθήνας;
«Πολύ ξύλο. Υπήρχε πολύς κόσμος να το παρακολουθεί, γιατί δεν είχαμε τηλεόραση, δεν υπήρχε τίποτα. Τότε, ένα αθηναϊκό ντέρμπι μπορεί να το παρακολουθούσε πολύ περισσότερος κόσμος απ’ ότι ένα ματς στη Β’ Εθνική που βλέπεις τώρα».
«Εχω κάτσει στον πάγκο δύο ομάδων στον ίδιο αγώνα. Ήταν σαν να παίζω σκάκι με τον εαυτό μου»
Τι θυμάστε χαρακτηριστικά;
«Χαρακτηριστικά θυμάμαι ότι για μία εποχή ήμουν προπονητής και στο Χολαργό και στα Μελίσσια».
Στην ίδια κατηγορία κι οι δύο ομάδες; Πώς γίνεται αυτό;
«Πρόεδρος ήταν κάποιος με τον οποίο είχα πολύ καλές σχέσεις. Μάλιστα, έτυχε σ’ ένα ματς να παίζουν τα Μελίσσια με το Χολαργό. Εχω περάσει απίστευτα πράγματα. Είχα καθίσει τον πάγκο του Χολαργού κι έκανα τις αλλαγές στα Μελίσσια. Εκανα πραγματικά τις αλλαγές – όχι εις βάρος της μίας ή της άλλης ομάδας. Ήταν σαν να παίζεις σκάκι με τον εαυτό σου και να πηγαίνεις από τη μία καρέκλα στην άλλη κάνοντας τις κινήσεις κανονικά».
Ποια ομάδα κέρδισε σ’ αυτό το ματς;
«Νομίζω ο Χολαργός. Εγώ, πάντως, θα ήμουν κερδισμένος ό,τι κι αν γινόταν. Τότε πήρα και το Κύπελλο με τη Μικτή Αθηνών».
Είχατε παίκτες που αργότερα έπαιξαν μπάλα;
«Είχα τον Ηλία Πουρσανίδη, τον Λαγονικάκη κι άλλους παίκτες που έκαναν καριέρα. Όπως σας είπα, είχα πει ότι αν δεν γίνω επαγγελματίας προπονητής ως τα 38 θα το παρατήσω. Και εκεί εμφανίζεται η Καλλιθέα».
Ομάδα που υπηρετήσατε κι ως παίκτης. Ως ποδοσφαιριστής ποιο ήταν το πιο δυνατό σας χαρακτηριστικό;
«Νομίζω ήταν η τεχνική μου. Ήμουν 8άρι και 10άρι, είχα αρκετή τεχνική αλλά και ψυχή. Τα έδινα όλα μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Νομίζω ότι αν δεν υπήρχε στο μυαλό μου η επιβίωση της οικογένειάς μου και το ότι έπρεπε να βγάλω τη σχολή μου, θα είχα κάνει καλύτερη ποδοσφαιρική καριέρα. Θα είχα περισσότερο χρόνο για να δουλέψω και να βελτιωθώ. Όμως, εγώ είχα βάλει σκοπό να βοηθήσω στην επιβίωση της οικογένειάς μου. Είχα χάσει τον πατέρα μου και έπρεπε να φροντίσω τη μητέρα και την αδερφή μου».
«Με τα πρώτα λεφτά μου από το ποδόσφαιρο έφτιαξα τη μάντρα του σπιτιού μου και μια βεράντα»
Ισχύει ότι τότε τα λεφτά που παίρνατε ήταν μια πορτοκαλάδα;
«Ναι, δεν υπήρχαν χρήματα τότε. Και γι’ αυτό είχα δώσει προτεραιότητα στην οικογένειά μου για να τη συντηρήσω».
Ως παίκτης, τα περισσότερα χρήματα που βγάλατε;
«Τα πρώτα χρήματα ήταν από τη μεταγραφή μου στο Ρουφ. Δεν μπορώ να θυμηθώ το ακριβές ποσό».
Πώς αξιοποιήσατε εκείνα τα χρήματα;
«Εφτιαξα τη μάντρα στο σπίτι μου και φτιάξαμε και μια βεράντα που έπρεπε να γίνει. Αυτά».
Είστε ένας άνθρωπος που σας άρεσε η ασφάλεια και να προστατεύετε τους ανθρώπους σας. Αυτό αντιλαμβάνομαι.
«Ναι, αλλά οι συνθήκες με έκαναν έτσι».
«Η σύζυγός μου, η Νότα, ήταν ο “κέρβερος” του σπιτιού»
Με τη σύζυγό σας είστε μαζί από μικρός;
«Ναι. Η σύζυγός μου, η Νότα, με ακολούθησε και στο γραφείο και είχε την επίβλεψη. Μετά φρόντιζε και την οικογένεια. Της οφείλω πολλά, γιατί εγώ τα περισσότερα χρόνια τα έκανα εκτός Αθηνών. Γύρισα όλη την Ελλάδα, λόγω της προπονητικής και αυτή ήταν ο “κέρβερος” του σπιτιού».
Πόσο δύσκολο είναι αυτό στη διαχείριση; Υπάρχουν άνθρωποι που εργάζονται λίγες παραπάνω ώρες και μετά ο/η σύντροφός του/της γκρινιάζει.
«Ήταν πάρα πολύ δύσκολο, γιατί τα παιδιά ήταν μικρά. Τα παιδιά μου σπούδασαν, έβγαλαν ΑΣΟΕΕ. Και οι δύο. Εγιναν καλά παιδιά κι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σύζυγό μου».
Πώς λένε τα παιδιά σας;
«Λάμπρος και Μάρα».
«Στην Καλλιθέα ήμουν συμπαίκτης με Γλέζο και Υβ Τριαντάφυλλο. Όμως, δεν πήγαμε καλά»
Ως ποδοσφαιριστής θυμάστε κάποια έντονα σκηνικά;
«Εντονα σκηνικά… Στην Καλλιθέα είχαμε έναν πρόεδρο που τότε είχε πάρει μεταγραφές τον Λάκη Γλέζο, τον Υβ Τριαντάφυλλο, τον Καραφέσκο, τον Σούλη Παππά. Εκείνη η ομάδα δεν πήγε καλά. Στο πρώτο ματς μέσα στο Ελ Πάσο, υπήρχε κόσμος απ’ έξω που μας περίμενε. Ηταν ομάδα που ξεκίνησε με βλέψεις ανόδου στην Α’ εθνική. Αυτή η ομάδα ήταν ένα μάθημα για μένα. Μια ομάδα δεν χτίζεται μόνο με ονόματα, χρειάζεται και εργάτες. Αυτό το μάθημα το κράτησα».
Προπονητή ποιον είχατε;
«Αλλάξαμε τρεις ή τέσσερις. Είχαμε τον Στριντέλη, μετά ήρθε ο Νεστορίδης και μετά ο Παπαποστόλου».
Πώς είναι να συνυπάρχεις στα αποδυτήρια με παίκτες όπως οι Γλέζος και Τριαντάφυλλος;
«Ήταν φίρμες. Αυτοί έδωσαν μια άλλη αίγλη στην ομάδα και γενικά το όνομα της Καλλιθέας ακούστηκε πολύ, αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά που περίμενε όλος ο κόσμος. Γενικότερα είχα μια καριέρα που δεν αντικατοπτρίζει τις ποδοσφαιρικές μου ικανότητες. Η προπονητική μου καριέρα υπερκαλύπτει τα όσα πέτυχα ως παίκτης. Και όπως είπα δεν είχα το μεγάλο όνομα για να μπω κατευθείαν από βοηθός και να αναλάβω μια “μεγάλη” ομάδα. Αναγκάστηκα να δουλέψω πολύ, να έρθουν οι επιτυχίες και μέσα από τις επιτυχίες να κάνω καριέρα».
«Η Καλλιθέα, λοιπόν, ήρθε στα 38 μου. Αντικαθιστώ τότε τον Παπαεμμανουήλ κι η ομάδα σώζεται με το ζόρι»
Πρόεδρος τότε;
«Ο Σαλευρής. Ο Νίκος Σαλευρής, ο οποίος έδωσε τα πάντα γι’ αυτήν την ομάδα και για πολλά χρόνια.
Από τους μακροβιότερους προέδρους στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Και την επόμενη χρονιά η Καλλιθέα ανέβηκε κατηγορία από τη Γ’ στη Β’ Εθνική. Εκεί πήρα την απόφαση ότι κάνω γι’ αυτό το επάγγελμα».
«Πηγαίνοντας στον Ιάλυσο, πούλησα μαγαζιά και γραφείο. Σε ενδεχόμενη αποτυχία δεν θα είχα τίποτα»
Μέχρι στιγμής πόσες ανόδους μετράμε;
«Αν βάλω και τα ερασιτεχνικά, μιλάμε για 5 ανόδους… Εκεί καταλαβαίνω ότι πραγματικά κάνω για το χώρο και αποφασίζω να πουλήσω τα μαγαζιά μου και το γραφείο του εμπορικού αντιπροσώπου και φεύγω για προπονητής στον Ιάλυσο Ρόδου».
Συγγνώμη, ανεβάσατε την Καλλιθέα και δεν συνεχίσατε;
«Όχι».
Γιατί;
«Είχα μια παρεξήγηση με τον Σαλευρή, ο οποίος μετά με πήρε άλλες δύο φορές στην ομάδα. Πήγα, λοιπόν, στον Ιάλυσο».
Κάνει να πούμε τι παρεξήγηση υπήρξε;
«Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Πάντα ήμουν ένα άτομο που μόλις κάτι στράβωνε, έφευγα κι αυτό βέβαια μου το καταλογίζουν. Αποφασίζω να πάω στον Ιάλυσο Ρόδου. Χωριό. Που σημαίνει ότι σε ενδεχόμενη αποτυχία, γυρίζω και δεν έχω τίποτα. Δεν έχω ούτε τα μαγαζιά ούτε το γραφείο του εμπορικού αντιπροσώπου. Και ψάχνω για δουλειά. Θυμάμαι τη συγχωρεμένη τη μητέρα μου να προσπαθεί με χίλιους τρόπους να με πείσει να μην κάνω αυτό το βήμα. Εγώ το έκανα».
Με τη σύζυγο ήσασταν μαζί;
«Ναι. Εχω ήδη παντρευτεί και έχουμε ήδη το γιο μας. Όταν πήγα στον Ιάλυσο γεννήθηκε κι η κόρη μου».
«Η πρόταση του Καλογιάννη για τον Αθηναϊκό ήταν σαν να μου έπεσε το λαχείο. Από τον Ιάλυσο έστελναν άνθρωπο στο αεροδρόμιο για να δουν ότι θα μπω στο αεροπλάνο»
Άρα το διακύβευμα ήταν μεγάλο.
«Πολύ μεγάλο. Ευτυχώς για ‘μένα τα πράγματα πήγαν καλά. Ο Ιάλυσος από τη Γ’ Εθνική ανέβηκε στη Β’, αφήνοντας έξω το μεγάλο όνομα που ήταν η Ρόδος. Για ένα χωριό 5.000 κατοίκων ήταν σπουδαίο να βλέπουν την ομάδα τους να ανεβαίνει κι ένα ολόκληρο νησί να βλέπει τον Ιάλυσο. Πολλά παιδιά από εκείνη την ομάδα έκαναν καριέρα αργότερα. Κακλαμάνος, Βελλής, Σιδηρόπουλος… Πολλούς απ’ αυτούς τους πήρα εγώ στον Αθηναϊκό. Από τη Γ’ στη Β’ ανεβήκαμε εμείς κι ο Πανηλειακός. Παίρνουμε την άνοδο στη Β’ και τα πήγαμε θαυμάσια. Στη μέση της σεζόν γίνεται μια πρόταση από τον Καλογιάννη, τον οποίο είχα γνωρίσει από τον τότε πρόεδρο του Χολαργού, τον Κοτσιάφτη. Δεκέμβριο προς Γενάρη μού γίνεται η πρόταση να πάω στον Αθηναϊκό. Ήταν σαν να μου έπεσε το λαχείο. Όμως, ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη που μου είχαν από τον Ιάλυσο, που σε κάθε πτήση προς την Αθήνα, έστελναν άνθρωπο στο αεροδρόμιο για να δουν ότι θα μπω μέσα στο αεροπλάνο και δεν θα τους αφήσω. Τελικά, έφυγα όταν άφησα το αυτοκίνητό μου σ’ έναν φίλο που είχα κάνει στη Ρόδο. Του είπα: “Θα φορτώσεις το αυτοκίνητο και θα το βάλεις στο καράβι. Φεύγω για Αθήνα και δεν ξαναγυρίζω”. Και δεν ξαναγύρισα».
Στον πρόεδρο του Ιάλυσου ήταν ξεκάθαρο αυτό;
«Του είχα πει ότι ήταν η φιλοδοξία μου να φτάσω στην Α’ Εθνική. Και πήγα στον Αθηναϊκό αντικαθιστώντας τον Γιάτσεκ Γκμοχ».
Φεύγετε, λοιπόν. Το τελευταίο σας ματς με τον Ιάλυσο ποιο είναι;
«Είναι με την Αναγέννηση Καρδίτσας, εκτός έδρας. Θυμάμαι ότι αντίπαλος ήταν ο Παράσχος. Νομίζω χάσαμε 1-0 και γυρίζοντας στο αεροδρόμιο τους χαιρέτησα όλους και πήγα να αναλάβω τον Αθηναϊκό».
«Ο Γκμοχ είχε πει στον Καλογιάννη: “Εχεις Γκμοχ και παίρνεις Τεννέ; Τι είναι Τεννέ;”»
Κλείνει καλά το κεφάλαιο αυτό;
«Ναι. Μέχρι σήμερα η Ρόδος είναι το αγαπημένο μου μέρος και κάθε καλοκαίρι θα πάω εκεί. Εχω φίλους που με αγαπούν και τους αγαπάω. Και μέχρι σήμερα τον Ιάλυσο τον παρακολουθώ, γιατί ήταν το σκαλοπάτι για να ανέβω στην καριέρα μου.
Υπάρχει μια ιστορία… Αντικαθιστώ τον Γκμοχ και όπως μου είπε ο Καλογιάννης, ο Γιάτσεκ ρώτησε ποιος θα πάει στη θέση του. Ο Καλογιάννης του λέει: “Ο Τεννές”, με τον Γκμοχ να του απαντάει: “Διώχνεις Γιάτσεκ να πάρεις Τεννέ; Τι είναι Τεννέ;”. (γέλια)
Πάω, λοιπόν, στον Αθηναϊκό και στο πρώτο μου ματς παίζουμε με τον Ιωνικό του Μπλαχίν, νικήσαμε 1-0. Αυτό το παιχνίδι το θυμάμαι χαρακτηριστικά. Σώζεται ο Αθηναϊκός, την επόμενη χρονιά πάμε πάρα πολύ καλά. Πάμε και στους “4” του Κυπέλλου».
Η γνώμη σας για τον Καλογιάννη;
«Του χρωστάω πάρα πολλά, μ’ έχει βοηθήσει. Συνεργάστηκα μαζί του 4-5 χρόνια. Είναι ένα άτομο με τρομερή πρόβλεψη. Μπορούσες να διακρίνεις ότι αυτά που έλεγε πως θα γίνουν σε 3-4 μήνες, όντως θα συμβούν. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας Αθηναϊκός με 100-300 εισιτήρια έμεινε στην Α’ Εθνική τόσα χρόνια σερί. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι πήρε μια Κέρκυρα από τη Γ’ Εθνική, την ανέβασε δύο φορές και εκείνη και την κράτησε στην Α’ τόσα χρόνια.
Μετά τον Αθηναϊκό, κάνουμε αμοιβαία ανταλλαγή. Ο Παθιακάκης έρχεται στον Αθηναϊκό και εγώ πάω στον Απόλλωνα Σμύρνης. Εκεί γνώρισα έναν άνθρωπο, τον Κώστα Αλαμάνο, ο οποίος με ευχαριστούσε που του επέτρεπα να μπαίνει στα αποδυτήρια να μιλάει στους παίκτες. Είχε έναν εξαιρετικό τρόπο ομιλίας και πραγματικά τον ακούγαμε με μεγάλη προσοχή. Είχε εξαιρετικό λέγειν, μιλούσε κατευθείαν στη ψυχή του παίκτη. Μπορεί η ομάδα να ήταν κάποιες φορές απλήρωτη, αλλά είχε τον τρόπο να μην διαμαρτύρεται κανένας. Θυμάμαι ότι είχα έντονη συνεργασία μαζί του.
«Στην ανταλλαγή για Ντέμη ζήτησα Παντελή Κωνσταντινίδη κι όχι Δημητριάδη-Καραγιάννη»
Εκείνη την εποχή δίνουμε στην ΑΕΚ τον Ντέμη Νικολαΐδη. Πρόεδρος ο Τροχανάς, ο οποίος μας δίνει για ανταλλάγματα τους Βασίλη Δημητριάδη και Βάιο Καραγιάννη. Είχα πει στον Αλαμάνο: “Κώστα, δεν θα πάρουμε κανέναν απ’ αυτούς. Θα πάρεις τον Παντελή Κωνσταντινίδη”. Τον Κωνσταντινίδη τον είχε δώσει η ΑΕΚ δανεικό στην Καβάλα και έπαιζε ως αριστερός επιθετικός. Πήραμε τον Κωνσταντινίδη, ο οποίος πωλήθηκε μετά 250.000.000 δραχμές στον ΠΑΟΚ».
«Ήθελα Καραγκούνη-Χαλκιά στα ανταλλάγματα για Κόλα κι ο Μαυροκουκουλάκης είπε στον Αλαμάνο: “Ο Τεννές θέλει να σε ρίξει;”»
Αλλο παρόμοιο περιστατικό: Δίνουμε τον Κόλα στον Παναθηναϊκό. Ο Μαυροκουκουλάκης μάς είχε πει ότι θα μας έδινε τον Λούη Χριστοδούλου κι έναν Καρβάλιο. Εγώ ζήτησα τον Χαλκιά και τον Καραγκούνη, που έπαιζαν στην ομάδα Νέων του Παναθηναϊκού τότε. Τα πρώτα τους επαγγελματικά συμβόλαια που υπογράφουν είναι στον Απόλλωνα.
Ο Αλαμάνος μού είχε εκμυστηρευτεί τότε ότι ο Μαυροκουκουλάκης τού είχε πει: “Θέλει να σε ρίξει ο Τεννές;”. Πήραμε τον Χαλκιά και τον Καραγκούνη κι η πορεία τους ήταν εξαιρετική».
«Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η επιθυμία του Ντέμη να πάει στην ΑΕΚ»
Τον Ντέμη τον ήθελε κι ο Ολυμπιακός.
«Θυμάμαι ότι υπήρχε στα γραφεία έντονος προβληματισμός για το πού θα πάει. Το έχει πει κι ο Ντέμης ότι τον ήθελε ο Ολυμπιακός, αλλά νομίζω ότι καθοριστικό ρόλο έπαιξε η επιθυμία του Ντέμη να πάει στην ΑΕΚ. Όχι ότι ο Απόλλων είχε πρόβλημα. Δεν ξέρω τα οικονομικά, αλλά τότε ρόλο έπαιξε η επιθυμία του παίκτη να πάει στην ΑΕΚ».
Πώς θυμάστε τον Ντέμη τότε ως παίκτη;
«Ήταν αυτός που από το πουθενά, από το πουθενά όμως, έστελνε τη μπάλα στα δίχτυα χωρίς να καταλάβεις το πώς. Ο Απόλλων, τότε, είχε εξαιρετική ομάδα. Ηταν κι η χρονιά που βγήκε στην Ευρώπη. Στη συνέχεια, έφυγαν αυτοί οι παίκτες κι ο Απόλλων δημιουργήθηκε από την αρχή. Το καλοκαίρι που πήγα, έφυγαν ο Ντέμης, ο Μητρόπουλος και ο Μπάρνιακ σταμάτησε.
Θυμήθηκα αυτές τις επιλογές ποδοσφαιριστών που με δικαίωσαν. Κι ο Καραγκούνης κι ο Χαλκιάς κι ο Κωνσταντινίδης έπαιξαν μπάλα. Ο Απόλλων τότε πήρε λεφτά και από τον Ντέμη και από τον Κωνσταντινίδη, γιατί τον είχαμε πάρει ελεύθερο».
«Ήμασταν σκληροί. Μπορούσαμε να αποκλείσουμε παίκτη από αποστολή επειδή φορούσε άλλο χρώμα κάλτσας»
Εσείς θέλατε να δουλεύετε πιο πολύ με νέους;
«Ήθελα απλά να μου κάνει σαν παίκτης. Δεν έδινα βάση στην ηλικία. Ήθελα να μπορεί να συμβαδίσει με τα “θέλω” μου. Εμείς τότε ήμασταν και πάρα πολύ σκληροί ως προπονητές».
Δηλαδή;
«Θα μπορούσαμε να αποκλείσουμε έναν ποδοσφαιριστή από την αποστολή γιατί φορούσε διαφορετικό χρώμα κάλτσες απ’ αυτές που του δώσαμε εμείς ως ομάδα» (γέλια)
Πείτε μας τι έχετε κάνει…
«Απίστευτα πράγματα! Υπήρχε τρομερή πειθαρχία. Αργότερα με τα χρόνια άλλαξαν αυτά… Υπήρχε σεβασμός στο θεσμό του προπονητή απ’ όλους, όχι μόνο από τους παίκτες. Και από τους παράγοντες. Εγώ, αργότερα στον Πανηλειακό, γνώρισα τον Σταυρόπουλο, ο οποίος με την International Service ήταν επιχειρηματικά πολύ μεγάλο μέγεθος. Αυτός ο άνθρωπος ζητούσε άδεια για να μπει στα αποδυτήρια να μιλήσει στους παίκτες. “Μπορώ κύριε προπονητά;”. Ρωτούσε».
Εσείς επιτρέπατε γενικά;
«Όχι. Ούτε έξω από την πόρτα δεν άφηνα να περάσει κάποιος».
Πείτε μας, όμως, τι κάνατε στους παίκτες;
«Δεν είμαι χαρούμενος γι’ αυτά που κάναμε τότε στους παίκτες».
«Κάναμε πάρα πολύ σκληρές προπονήσεις. Σηκώναμε τους παίκτες 6.30 το πρωί»
Δηλαδή;
«Και στον τρόπο προπόνησης… Τότε, δεν είχαμε τη δυνατότητα επικοινωνίας. Για παράδειγμα, ο Γκμοχ είχε πάρει πρωτάθλημα με τον Παναθηναϊκό κι η προπόνηση που έκανε ήταν να βάζει τους παίκτες να ανεβάζουν σακιά με άμμο στις ανηφόρες, στη Νάουσα. Και μιλάμε για έναν προπονητή που έχει κάνει πολλά πράγματα στην Ελλάδα. Εμείς μπήκαμε σε μία λογική ότι όσο πιο σκληρά μεταχειριζόμασταν τον παίκτη όλο και περισσότερα θα μας έδινε στον αγωνιστικό χώρο».
Αυτό με τα σακιά το κάνατε και εσείς;
«Τα πρώτα χρόνια ναι».
Τι άλλο σκληρό κάνατε;
«Υπήρχαν βαριές προπονήσεις. Τρεις φορές την ημέρα προπόνηση. Η πρώτη στις 6.30 το πρωί, η δεύτερη στις 10.30-11.00, η τρίτη στις 16.00. Και τρεις προπονήσεις που τα παιδιά δεν μπορούσαν ούτε να περπατήσουν».
Εσείς ως προπονητής είχατε πάρει τα διπλώματα της UEFA; Υπήρχαν από τότε;
«Ναι. Στην πρώτη φουρνιά για το UEFA Pro ήμασταν 18 Έλληνες και 3 Κύπριοι. Ημασταν οι πρώτοι που είχαμε πάει στις σχολές. Μας είχε μαζέψει ο Τέλης Μπατάκης και μας οργάνωσε. Εκείνος είχε κάνει την πρώτη σχολή της UEFA. Οι σχολές μάς έδωσαν πολλά στοιχεία, ερχόντουσαν καθηγητές και από την Ολλανδία. Μας άνοιξαν το μυαλό».
«Στον Κυζερίδη είχα πει να πάει να ξεβάψει τα μαλλιά του. Εψαχνε κουρείο…»
Λέγαμε για καψόνια στους παίκτες.
«Ναι, θα μπορούσαμε να αποκλείσουμε παίκτη για τις κάλτσες, όπως σας είπα. Στον Απόλλωνα το είχα κάνει. Αλλο περιστατικό για το οποίο δεν είμαι χαρούμενος, είναι όταν είχαμε πάει με τον Άρη για προετοιμασία στο Πίνζολο της Ιταλίας. Ο Κυζερίδης είχε βάψει τα μαλλιά του ξανθά και του είπα: “Εάν δεν πας να τα ξεβάψεις, δεν θα έρθεις αποστολή”. Εψαχνε να βρει κουρείο για να τα αλλάξει. Και τα άλλαξε. Αυτό είναι κάτι για το οποίο δεν είμαι χαρούμενος σήμερα. Σκουλαρίκια και τατουάζ; Ούτε να σου μιλήσω».
«Υπήρχαν παίκτες που έλεγαν όταν με έβλεπαν: “Μπλέξαμε”. Καταλαβαίνεις πότε θέλουν να σε “φάνε” ποδοσφαιριστές»
Καψόνια κάνατε;
«Όχι δεν έκανα, αλλά ήμουν λίγο απότομος. Εάν κάτι δεν μου άρεσε έλεγα: “Φεύγεις. Δεν μπορούμε να συνεργαστούμε, πήγαινε να λύσεις το συμβόλαιο”. Με βοήθησε πάρα πολύ το μορφωτικό επίπεδο, γιατί τότε παρουσίασα έναν διαφορετικό τρόπο συμπεριφοράς. Εμείς κρινόμαστε και από τα 3λεπτα της τηλεόρασης. Είχα βγάλει την εικόνα του ήρεμου. Ήμουν όμως τελείως διαφορετικός μέσα στα αποδυτήρια. Δεν μπορούσα να διανοηθώ απειθαρχία. Όλες μου οι ομάδες κι όλοι μου οι παίκτες ήταν απόλυτα πειθαρχημένοι σ’ αυτό που είχαμε βάλει ως στόχο. Και νομίζω ότι αυτό μέχρι τώρα με συνοδεύει. Υπήρχαν πολλοί παίκτες που όταν έβλεπαν ότι θα με έχουν προπονητή έλεγαν “μπλέξαμε”».
Γιατί;
«Γιατί ακριβώς δεν θα υπήρχαν μέσα στα αποδυτήρια διαφορετικές φωνές. Όταν κάπως περιορίζεις τις ελευθερίες των παιδιών δεν είσαι και πολύ αρεστός».
Λέγεται ότι αν οι παίκτες θέλουν να «φάνε» τον προπονητή, θα το κάνουν. Το έχετε βιώσει αυτό;
«Ναι, το έχω βιώσει».
Ερχονται και το λένε ή το καλαβαίνεις;
«Το καταλαβαίνεις όταν τους μιλάς και βλέπεις την αντίδρασή τους. Θα δεις το πώς θα σε κοιτάξουν, πώς θα σου απαντήσουν. Θα καταλάβεις αν θα σε ακούσουν ή αν θα σε απορρίψουν. Αν ένας παίκτης σε απορρίψει είναι σαν να σου λέει με τον τρόπο του: “Δεν πάει καλά η συνεργασία μας”. Και όταν δεν πάει καλά μια συνεργασία πρέπει ή εσύ να φύγεις ή ο παίκτης. Δεν υπάρχει μέση λύση. Το να προσπαθήσεις να συμβιώσεις εκεί, στην πορεία το πρόβλημα θα γίνει μεγάλο για την ομάδα».
Εσείς αυτό πώς το διαχειρίζεστε;
«Εχω φύγει από ομάδα γιατί έχω καταλάβει ότι πλέον δεν με παίρνει άλλο. Εχω διώξει ποδοσφαιριστές από την ομάδα γιατί καταλάβαινα ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε μαζί. Αυτά όμως είναι στη διαδικασία. Θυμάμαι μια φορά στον Απόλλωνα… ».
«Εκανα αλλαγή τον Μπούσι. Πέταξε τη φανέλα του και την άλλη μέρα τον έδιωξα από την ομάδα»
… Συγγνώμη. Σε ποια απ’ όλες τις φορές στον Απόλλωνα; (γέλια)
«Τότε, επί Αλαμάνου… Εχω έναν παίκτη, τον Μπούσι, ο οποίος έκανε καλή καριέρα. Τον κάνω αλλαγή, βγαίνει και πετάει κάτω τη φανέλα. Την επόμενη μέρα πήγα στον Αλαμάνο και του είπα: “Ο Μπούσι φεύγει”. Ο Μπούσι ήταν καλός παίκτης. Όμως, η απόφαση του προπονητή ήταν πάνω απ’ όλα. Ε, την επόμενη μέρα ο Μπούσι έφυγε».
Με τον Μπούσι μιλήσατε ξανά;
«Ναι, ξαναμίλησα όταν ήταν προπονητής στις Ελπίδες της Αλβανίας. Νομίζω και εκείνος είχε καταλάβει το λάθος του. Στα τόσα χρόνια…».
Φαντάζομαι ότι θα έχετε διαβάσει ή ακούσει τι είπε ο Γιώργος Παπανδρέου για εσάς στο Gazzetta. Θέλετε να απαντήσετε;
«Θα σου πω ότι όταν έχεις συνεργαστεί με τόσες πολλές ομάδες και τόσους πολλούς ποδοσφαιριστές θα ήταν αφύσικο να τα έχεις καλά με όλους. Όταν τα έχεις καλά με όλους κάτι δεν πάει καλά με εσένα.
Στην προκειμένη, αυτό που θέλω να πω είναι: Επειδή οι κακίες θα μείνουν και θέλω να κρατάω μόνο τα καλά, είναι κάτι που με πείραξε, με ενόχλησε, αλλά έτσι ένιωσε, έτσι αισθάνθηκε κι αυτά είπε. Αν πρέπει να δώσω μια απάντηση είναι ότι εγώ στα τόσα χρόνια προσφυγή δεν έχω κάνει για να φύγω από κάπου που δεν με ήθελαν. Αν το ξέρω καλά, ο συγκεκριμένος δεν έχει κάνει μία και δύο. Αυτό νομίζω είναι μια απάντηση σ’ αυτά που έχει πει».
Σας χαρακτήρισε «κομπλεξικό». Εχετε εμμονές;
«Θα σου πω κάτι. Εχεις δύο παιδιά και μπορεί στο ένα να έχεις λίγη παραπάνω συμπάθεια παρόλο που είναι και τα δύο παιδιά σου. Όταν έχεις 25 παίκτες, σίγουρα θα έχεις παραπάνω αδυναμία σε κάποιους και ας πούμε “αντιπάθεια” σε κάποιους άλλους. Είναι απόλυτα φυσιολογικό, γιατί είναι και ανθρώπινο. Δεν μπορείς να τα έχεις με όλους καλά. Δεν γίνεται. Όταν, λοιπόν, με κάποιον δεν μπορείς να συνεργαστείς και σου δημιουργεί και πρόβλημα, εκεί η αντιπάθεια γίνεται ακόμα μεγαλύτερη. Άρα θα πρέπει να κόψεις τη συνεργασία μαζί του, γιατί θα μεγαλώνει το πρόβλημα εις βάρος της ομάδας. Δεν νομίζω να έχω αδικήσει μόνο έναν ή δύο παίκτες. Εχω αδικήσει πολλούς ποδοσφαιριστές στην καριέρα μου».
«Δεν έχω ζητήσει συγγνώμη σε παίκτες που αδίκησα»
Εχετε σηκώσει το τηλέφωνο να ζητήσετε «συγγνώμη»;
«Όχι. δεν το έχω κάνει. Όμως εκείνους που θα έχω αδικήσει, όταν αργότερα έγιναν προπονητές ή μπήκαν σε κάποια πόστα ίσως να κατάλαβαν την αντίδρασή μου σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο. Είναι τέτοια η δουλειά μου που δεν γίνεται να μην αδικήσεις».
Εσείς έχετε νιώσει αδικημένος από συμπεριφορές προέδρων, παραγόντων και παικτών;
«Πάρα πολλές φορές και είναι απόλυτα φυσιολογικό. Και το λέω ξανά ότι δεν γίνεται να αρέσουμε σε όλους. Όταν αρέσεις σε όλους κάτι δεν πάει καλά σε εσένα. Κι αυτό είναι νόμος».
Την αδικία πως τη διαχειρίζεστε;
«Τίποτα, πάμε παρακάτω. Και ύστερα από τόσα χρόνια δεν θέλω να θυμάμαι άσχημες συμπεριφορές».
«Βίωσα την αδικία με όποιον “μεγάλο” έπαιξα. Μετά τον Απόλλωνα είμαι Παναθηναϊκός»
Ας επιστρέψουμε στο κεφάλαιο «Απόλλων Σμύρνης».
«Κατ’ αρχάς να σου πω ότι η ομάδα μου είναι ο Απόλλων Σμύρνης. Το πατρικό μου είναι στα 500 μέτρα από τη Ριζούπολη».
Άρα Απόλλων είστε πριν πάτε στη ομάδα;
«Ναι».
Το είχατε ονειρευτεί ότι θα είστε προπονητής της ομάδας σας;
«Όχι δεν μπορούσα να το φανταστώ».
Απόλλων από παιδάκι και τίποτα άλλο; Γιατί οι περισσότεροι υποστηρίζουν και μία «μεγάλη» ομάδα.
«Η πρώτη μου προπόνηση έγινε στη Ριζούπολη σε ηλικία 14 ετών με τον Γιώργο Καμάρα. Εκεί έγινε η πρώτη μου προπόνηση. Με τον Γιώργο Καμάρα έχουμε και κάποια μακρινή συγγένεια, γιατί είμαστε κι οι δύο από τη Ρούμελη».
Συμπάθεια σε «μεγάλη» ομάδα δεν υπάρχει;
«Κοιτάξτε, εκείνη την εποχή, είχε ταυτιστεί ο Απόλλων Σμύρνης με τον Παναθηναϊκό και λόγω του Καμάρα. Και επειδή ο Απόλλων ήταν προσκύμμενος στον Παναθηναϊκό, ο οποίος είχε κάνει και την πορεία εκείνη την εποχή, μπορώ να πω ότι αν είναι να επιλέξω μια δεύτερη ομάδα, αυτός είναι ο Παναθηναϊκός. Στην πορεία – κι αυτό νομίζω ότι είναι ένα μεγάλο μου πλεονέκτημα – δεν ταυτίστηκα ποτέ μου με μία ομάδα. Και δεν ανέλαβα μεγάλη ομάδα Όσες φορές έπαιξα κόντρα στους “μεγάλους”, βίωνα την αδικία. Αυτό συνέβη απέναντι στον Παναθηναϊκό του Βαρδινογιάννη, στον Ολυμπιακό του Κόκκαλη, στην ΑΕΚ του Μελισσανίδη. Τη βίωνα και είχα μια αποστροφή μετά για τη “μεγάλη” ομάδα. Οι “μικρές” ομάδες αυτά που ζούσαν ήταν… τι να πω».
«Είχα πρόταση για τον πάγκο της Εθνικής Ελλάδας, αλλά καλύτερα που δεν έγινε»
Είχατε ποτέ πρόταση από μεγάλη ομάδα;
«Είχα πρόταση να αναλάβω την Εθνική Ελλάδας. Το 1995-1996, αλλά τελικά δεν έγινε και νομίζω καλύτερα γιατί εγώ τότε είχα τη δραστηριότητα σε καθημερινή βάση».
Το εξωτερικό υπήρξε ποτέ στα τραπέζι σας;
«Όχι, δεν το ήθελα. Είχα οικογένεια, δύο παιδιά εδώ. Δούλευα στην επαρχία, τα παιδιά πήγαιναν σχολείο και δεν μπορούσα να τα πάρω μαζί μου. Είχαμε συμβόλαια μικρά σε διάρκεια, τα οποία δεν ήξερες και πότε θα λυθούν χωρίς αποζημίωση – που ποτέ δεν ζήτησα εγώ».
Αυτό που είχε γίνει με τον Απόλλωνα τι ήταν; Θέλετε να το λύσουμε;
«Η μοναδική αντιδικία που υπήρξε ήταν με τον Απόλλωνα και αφορούσε ένα πριμ ανόδου που έχασα στα δικαστήρια».
Υποβιβασμό έχετε μετρήσει μόνο μία φορά;
«Μία φορά. Στην Κέρκυρα. Πηγαίνω, η ομάδα υποβιβάζεται, μένω, την ανεβάζω ξανά και την ξαναανεβάζω δύο χρόνια αργότερα».
30 χρόνια, 22 ομάδες, 13 άνοδοι, 1 υποβιβασμός
Να μετρήσουμε λίγο τι έχετε κάνει στην καριέρα σας;
«Είναι 30 χρόνια καριέρας. Νομίζω ότι έχω αναλάβει 16 ομάδες σε επαγγελματικό επίπεδο και μαζί με τα ερασιτεχνικά πρέπει να είναι 22. Εχω επτά ανόδους από Β’ σε Α’ άλλες δύο από Γ’ σε Β’ και άλλες τέσσερις στα ερασιτεχνικά. Συνολικά, μετράω 13 ανόδους».
Άρα έχουμε σε 30 χρόνια, 22 ομάδες, 13 ανόδους και έναν υποβιβασμό. Αυτόν τον έναν υποβιβασμό πώς τον βιώσατε;
«Εχει υποβιβαστεί κι ο Απόλλων στα χέρια μου, αλλά είχα πάει στο τέλος της χρονιάς. Τότε που δεν μπορούσε με τίποτα να σωθεί, αν και παραλίγο να σωθούμε. Δεν θεωρώ όμως ότι ήταν ομάδα που έπεσε στα χέρια μου. Μόνο η Κέρκυρα έπεσε στα χέρια μου».
Τι πήγε λάθος και πέσατε;
«Δεν έγινε κάτι λάθος. Τότε έγινε μια σύμπραξη με το goal average. Είχε παίξει Καλαμαριά-ΑΕΛ, κέρδισε η ΑΕΛ εκεί, στο Ξάνθη-Ηρακλής κέρδισε ο Ηρακλής στην Ξάνθη, με αποτελέσματα που τότε δεν ήταν απολύτως φυσιολογικά και εμείς είχαμε τελευταίο ματς με τον Παναθηναϊκό στη Λιβαδειά. Τιμωρημένος ο Παναθηναϊκός και φέραμε ισοπαλία 2-2. Ισοβαθμήσαμε με Ηρακλή και Καλαμαριά και πέσαμε με τη διαφορά τερμάτων εμείς. Ήταν καλή χρονιά και πολύ δυνατή».
«Εφυγα από την Καλαμάτα για το “Τεννε-θύελλα”»
Και κλείνει το πρώτο κεφάλαιο στο βιβλίο που λέγεται «Απόλλων».
«Ναι και πάω στην Καλαμάτα. Άλλη μεγάλη ιστορική ομάδα. Εκεί συναντώ τον Παπαδόπουλο, ο οποίος είχε μεγαλουργήσει στο εξωτερικό. Μεγάλο οικονομικό μέγεθος.
Στην Καλαμάτα κάθισα 3-4 μήνες. Η ομάδα ήταν στα πολύ καλά της, αρχίζουμε να πηγαίνουμε καλά και είχα μεγάλη αποδοχή από τον κόσμο. Πηγαίναμε πολύ καλά αλλά το πρωτοσέλιδο μιας ιστορικής τοπικής εφημερίδας ήταν η αφορμή να λυθεί η συνεργασία μου.
Δηλαδή;
«Το πρωτοσέλιδο αυτό το έχω κρατήσει. Ελεγε “Τεννε-θύελλα” σάρωσε τη Νέα Σμύρνη.
Όταν είσαι μετανάστης και έχεις έρθει εδώ να φροντίσεις τον τόπο σου, πρέπει όλα να είναι γύρω από εσένα. Δεν μπορεί να πάρει μερίδιο επιτυχίας ένας ξένος. Ο ίδιος δημοσιογράφος που το έγραψε με πήρε τηλέφωνο την άλλη μέρα και μου είπε: “Συγγνώμη σε έκαψα”. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε, τον ευχαρίστησα γι’ αυτό που είχε γράψει. Μου είπε: “Με πήρε ο κυρ Σταύρος και με ρώτησε αν θα αλλάξουμε το όνομα της ομάδας”. Του είπε: “Τη Μαύρη Θύελλα θα την πούμε Τεννε-θύελλα;”. Και έτσι λύθηκε η συνεργασία μας».
Σας το είπε ο ίδιος;
«Εβαλε τον υπεύθυνο ποδοσφαιρικού τμήματος, τον Ηλία Δαμίλο, να μου πει ότι η ομάδα θα πάει σ’ ένα ξενοδοχείο διαφορετικό από εκείνο που πηγαίναμε. Του είπα: “Κοίταξε να δεις, αυτό το κάνει για σπάσιμο σε εμένα”; Μου απάντησε “ναι”. Ε, εκεί του είπα να ετοιμάσει τη λύση του συμβολαίου μου. Μέναμε στο Filoxenia που ήταν δικό του, ενώ ήθελε να πάει να μείνουμε σ’ ένα χωριό 30 λεπτά μακριά όλο στροφές».
«Στον Πανηλειακό αντικατέστησα τον Κυράστα. Και στους παίκτες με παρουσίασε ο… Κυράστας»
Τρομερό. Η Καλαμάτα τότε ποιον είχε προπονητή πριν πάτε;
«Τον Ζαϊρζίνιο που έπαιζε με τον Πελέ.
Αυτόν αντικατέστησα κι η ομάδα πήγαινε καλά, πήγαινε να σωθεί. Η ομάδα είχε Μπελεβώνη, Κουτσουρέ, Χάγκαν, Κελπέκη… Αλλά έτσι χάλασε η συνεργασία με την Καλαμάτα. Μετά πήγα για λίγο στην Ελευσίνα. Πολλά οικονομικά προβλήματα, δεν έχουμε να πούμε κάτι εδώ. Μετά πάω στον Πανηλειακό. Και το σπουδαίο σ’ αυτό είναι ότι αντικαθιστώ τον συγχωρεμένο τον Κυράστα και στην ομάδα εμένα με παρουσιάζει ο Κυράστας. Αυτό δεν έχει ξαναγίνει».
Θυμάστε τι είχε πει για εσάς ο Κυράστας;
«Καλά λόγια, πιθανόν είχε πει: “Είναι καλύτερος από μένα”. Μετά, εκείνος πήγε στον Παναθηναϊκό. Αυτό που έκανε ο Γιάννης τότε δεν γίνεται σήμερα στις μέρες μας. Ίσα ίσα, πλέον, μόνο κακία βγάζουμε για συναδέλφους μας, παρά να πάμε κιόλας να παρουσιάσουμε έναν συνάδελφο στην ομάδα από την οποία φεύγουμε».
«Με τον Κοντομηνά υπήρχε χλίδα στον Άρη. Είμαι από τους λίγους που ξεκίνησαν και τελείωσαν σεζόν σ’ αυτήν την ομάδα. Κατόρθωμα»
Κεφάλαιο Άρης.
«Το 2000, είναι η μοναδική φορά που οι έξι “μεγάλες” ομάδες έχουν Ελληνες προπονητές. Ο Παναθηναϊκός έχει τον Αναστασιάδη, ο Ολυμπιακός έχει τον Μαντζουράκη, η ΑΕΚ έχει τον Παθιακάκη, ο Μπάγεβιτς είναι στον ΠΑΟΚ, ο Ηρακλής έχει τον Κυράστα και εγώ είμαι στον Άρη».
Τον Μπάγεβιτς τον βάζετε στους Ελληνες, ε; (γέλια)
«Ε, ναι. Ο Σερβοέλληνας τεχνικός δεν λέμε; Είναι η μοναδική χρονιά που κι οι έξι ομάδες έχουν Έλληνες στον πάγκο τους. Με τον Κυράστα τότε μιλούσαμε, ήμασταν δύο ξένοι στην ίδια πόλη. Σε μία πόλη που γενικά… βράζει. Υπήρχε μία αμοιβαία εκτίμηση. Μετά τον Πανηλειακό, πηγαίνω στον Άρη, η ομάδα με το μεγαλύτερο εκτόπισμα απ’ όσες προπόνησα».
Πώς ήταν εκεί τα πράγματα;
«Χλίδα. Κοντομηνάς. Χλίδα σε συμβόλαια, σε παροχές… Να φανταστείτε ότι φιλικά ματς στην περίοδο της προετοιμασίας πήγαμε και δώσαμε στα Κανάρια Νησιά. Δεν μπορείς να φανταστείς».
Για τον Αγαθοκλέους ισχύει ότι δόθηκαν τρελά λεφτά;
«Ναι, 500.000.000 δραχμές και δανεικούς στον Αθηναϊκό τον Χαριστέα και Θεοδωρίδη. Πηγαίνω στον Άρη και τους έφερα πίσω. Ο Αγαθοκλέους είχε γίνει μεταγραφή πριν πάω εκεί. Εγώ είπα να επιστρέψουν οι Θεοδωρίδης – Χαριστέας στον Άρη και έπαιξαν και έκαναν καριέρα».
Στο Άρη τι συμβόλαιο υπογράφετε; Μην πείτε λεφτά αν δεν θέλετε.
«Υπέγραψα για έναν χρόνο. Εκανα κατόρθωμα. Σ’ όλη την ιστορία του Άρη θα βρείτε 4-5 προπονητές που έβγαλαν όλη τη χρονιά. Να ξεκινήσουν τη σεζόν και να την ολοκληρώσουν. Εγώ είμαι ένας απ’ αυτούς. Ξεκίνησα και τερμάτισα, γιατί υπήρχε πολύ μεγάλη εκτίμηση στο πρόσωπό μου από τον Κοντομηνά. Δύσκολη ομάδα, πολύ δύσκολη ομάδα.
Όταν έχεις κάνει προπονητής στον Άρη είναι σαν να τα έχεις ζήσει όλα. Όταν είχαμε χάσει 3-0 σ’ ένα ματς, για μία εβδομάδα δεν είχαμε βγει από το σπίτι. Αντίστοιχα, όμως, έρχεται ένα ματς Άρης-ΠΑΟΚ 4-0. Η μεγαλύτερη νίκη που έχει κάνει ο Άρης απέναντι στο μεγάλο αντίπαλο στο γήπεδό του και στην ιστορία του. Νομίζω ότι η λέξη “βασιλιάς” ήταν πολύ λίγη για εμάς, για το τι βιώσαμε εκείνη την εβδομάδα που είχαμε νικήσει τον ΠΑΟΚ.
Κατ’ αρχάς βγαίνεις από το γήπεδο και σε περιμένουν χιλιάδες άτομα. Δεν μπορείς να πας στο αυτοκίνητό σου. Τα συγχαρητήρια, οι αγκαλιές, να σε σηκώνουν στον αέρα. Αν υπήρχε η δυνατότητα, θα σε πήγαιναν σπίτι σου στους ώμους τους».
Άρα στον Αρη έχετε βιώσει τα πιο ωραία σκηνικά;
«Εχω βιώσει απίστευτα πράγματα! Εχω ένα όνομα… Το Τεννές είναι δισύλλαβο και πάει με όλα τα συνθήματα. Σε παιχνίδι με τον Ηρακλή του Κυράστα, χάνουμε 2-0. Φώναζαν όλοι οι Ηρακληδείς: “ΠοΥtSeS μπλε στον κWλο του Τεννέ”. Πάμε μέσα στο Καυτανζόγλειο και νικάμε 0-2. “Τώρα είναι μπλε, ο ποΥtSoS του Τεννέ”, φώναζαν οι δικοί μας. Και να με έχει πιάσει εμένα η τηλεόραση να προσπαθώ να κρύψω το πρόσωπό μου και να λένε: “Δεν συμφωνεί ο κύριος Τεννές μ’ αυτά τα συνθήματα”.
Μέσα στην Τούμπα, όλο το γήπεδο, 25.000 ΠΑΟΚτσήδες ενώ χάναμε 2-0 φώναζαν: “Εεεε, μη διώξετε ποτέ, εεε, τον Μπάμπη τον Τεννέ”.
«Είχα έξι σέντερ φορ. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ…»
Υπήρχε τρομερή αντιπαλότητα. Εκείνες τις εποχές, ήταν απίστευτες οι καταστάσεις. Καταλαβαίνεις τι έχω περάσει. Να μην μπορώ να κοιμηθώ το βράδυ… Είχα έξι σέντερ φορ. Ίβιτς, Αγαθοκλέους, Λιολίδης, Κυζερίδης, Χαριστέας, Κυπαρίσσης… Και ήταν κι ο Μπατίστα ο οποίος σταμάτησε για ένα πρόβλημα με τα πόδια του. Και να θέλω σε κάποια ματς να παίξω με έναν ή δύο επιθετικούς. Καταλαβαίνεις για τι άγχος μιλάμε και τι στρες! Και παρόλα αυτά έβγαλα μια ολόκληρη χρονιά. Να έχεις τον Μάρκο, τον Κούτση, τον Μπα που είχε έρθει από την Ξάνθη…».
Ίβιτς;
«Είχε έρθει μεταγραφή από μια ιταλική ομάδα. Προσωπικότητα».
«Είχα Χρυσή Κάρτα και μου έλεγαν: “Καλά, ρε, γιατί στη δώσαμε;”»
Μου είπατε για χλίδα. Κατ’ αρχάς, ήταν το μεγαλύτερο συμβόλαιο της καριέρας σας; Και πείτε μου κάποιον όρο που βάλατε που να δείχνει ότι όντως υπήρχε χλίδα.
«Ναι, ήταν το μεγαλύτερο συμβόλαιο της καριέρας μου. Και δεύτερον, οι παροχές ήταν απίστευτες. Είχα Χρυσή Κάρτα – εγώ ήμουν μετρημένος. Μου έλεγαν: “Καλά ρε στη δώσαμε για να ψωνίζεις”. Μπορούσες να πάρεις ό,τι ήθελες. Το σημερινό μου τηλέφωνο είναι αυτό που έχω από τότε. Μεζονέτα στο Πανόραμα… Ό,τι μπορείς να φανταστείς το είχαμε».
Η χρονιά πώς πήγε;
«Τρομερό ξεκίνημα με διπλό στον ΟΦΗ, “Χ” στον Παναθηναϊκό… Δεν κατέληξε καλά. Τερματίσαμε 6οι ή 7οι αλλά τότε έβγαιναν Ευρώπη μόνο τρεις. Ήταν μια χρονιά με μηδέν προβλήματα, όλοι οι παίκτες πληρωμένοι.
Θυμάμαι ότι ο Κοντομηνάς είχε βάλει πρόεδρο τον Σπύρου, τον καρδιοχειρουργό, ο οποίος πέθανε. Εστελνε το λίαρ τζετ του, μας έπαιρναν από τη Θεσσαλονίκη, σε 25′ ήμασταν στο Ελληνικό, μας περίμεναν δύο αυτοκίνητα και 3 μηχανές για να πάμε “σφαίρα” στα γραφεία που είχε απέναντι από το Χίλτον, να πούμε πέντε μ@λ@κιες με τον Σπύρου και τον κύριο Δημήτρη και να επιστρέψουμε. Κατεβαίναμε για πλάκα στην Αθήνα. Πράγματα που δεν νομίζω ότι τα συναντά κάποιος εύκολα ακόμα και σήμερα».
«Να έχει δώσει δισεκατομμύρια και μερίδα κόσμου να τον βρίζει άσχημα»
Και πώς τελειώνει η συνεργασία με τον Άρη;
«Ο Κοντομηνάς έδινε την ομάδα και έτσι ολοκληρώθηκε η συνεργασία μας».
Πώς ήταν η τελευταία συνάντησή σας;
«Εγινε στα γραφεία της ομάδας. Θυμάμαι να μου λέει: “Μπάμπη θα φύγω από την ομάδα, άρα λύνεται η συνεργασία μας”. Αυτοί που πήραν την ΠΑΕ διέλυσαν την ομάδα. Να έχει δώσει δισεκατομμύρια και μερίδα κόσμου να τον βρίζει άσχημα, λέγοντας το σύνθημα: “Κοντομηνά μπ@n# πούλα την ΠΑΕ”».
Ο Αρης, λοιπόν, ήταν ό,τι καλύτερο έχετε ζήσει…
«Ναι και ό,τι πιο δύσκολο από άποψη διαχείρισης. Εχω πει πως όταν είσαι στον Άρη και καταφέρνεις να βγάζεις μία ολόκληρη χρονιά, δεν είναι απλό κατόρθωμα, αλλά είναι κάτι που δεν γίνεται. Όπως είπα, στην ιστορία του Άρη ολόκληρη χρονιά πρέπει να έχουν βγάλει 4-5 άτομα».
«Στον Ψωμιάδη είπα: “Επειδή θα μπαίνεις στα αποδυτήρια δεν συνεργάζομαι μαζί σου»
Μετά τον Άρη;
«Είχα ένα πέρασμα από τον Ολυμπιακό Λευκωσίας».
Η μοναδική φορά που σας είδαμε σε ομάδα εκτός Ελλάδας.
«Ναι, αλλά δεν μου άρεσε καθόλου. Μετά έρχεται η Καλλιθέα, στην Α’ εθνική. Πάλι με Αλαμάνο… Ομάδα με Γκέκα, Σκαρμούτσο και πολλούς άλλλους.
Μετά την Καλλιθέα έρχεται ο Ακράτητος. Η ομάδα είχε πέσει και την επόμενη χρονιά την ανέβασα. Ενα σημαδιακό ματς ήταν μέσα στις Σέρρες. Ήταν: Ή εσείς ή εμείς και νικήσαμε 1-0. Το καλοκαίρι παίρνει την ομάδα ο Ψωμιάδης και κάναμε ραντεβού. Μου λέει τα δικά του. Του είπα: “Επειδή είσαι ένα άτομο που θα μπαίνει στα αποδυτήρια, όπως θα μπεις εσύ θα βγω εγώ και δεν μπορούμε να συνεργαστούμε”. Και δεν συνεργαστήκαμε. Αργότερα, προσπάθησε να με πάρει και στην Καβάλα μέσω του γιου του. Κάναμε ραντεβού στο Ψυχικό με τον Σταύρο, ο οποίος μου είχε φέρει κι ένα πακέτο με λεφτά».
Πόσα;
«Δεν ξέρω γιατί δεν το άνοιξα. Μου είπε “Αυτό είναι μόνο για να πεις ναι”. Δεν πήγα και μετά ήρθε η Κέρκυρα. Ανεβαίνει η Κέρκυρα, με την οποία έχω δύο ανόδους και μία πτώση. Πέρασα για λίγο από Λεβαδειακό και Εθνικό Αστέρα».
«Πανέξυπνος ο Κομπότης, πήγα στον Παναιτωλικό που τότε ήταν κυνηγημένος από το σύστημα»
Κομπότης;
«Πανέξυπνος παράγοντας. Συνεργαστήκαμε για λίγο, πήγα το Γενάρη. Σώζεται η ομάδα και δεν ανανεώνω. Μετά τον Λεβαδειακό, είχε έρθει η Κέρκυρα. Στην Κέρκυρα συνολικά έμεινα πέντε χρόνια, είναι από τα μέρη που αγαπώ. Το 2010, στα μέσα της χρονιάς ο Παναιτωλικός δεν πηγαίνει πολύ καλά. Εκεί γνωρίζω έναν εξαιρετικό άνθρωπο και είναι άσχημο για το ποδόσφαιρο ότι ο Κωστούλας έφυγε απ’ αυτό. Είχα άριστη συνεργασία μαζί του. Κυνηγημένος ο Παναιτωλικός τότε από το σύστημα, αλλά καταφέραμε να ανέβουμε».
Αυτό το… μαγικό πώς έγινε;
«Η ομάδα είχε ποδοσφαιρικές αρχές. Τα πανηγύρια που έγιναν τότε ήταν λες και είχαμε κατακτήσει το Champions League. Μιλάμε για μια περιοχή που αγαπάει πολύ το ποδόσφαιρο και για πάρα πολλές μέρες όλη η πόλη ήταν μια γιορτή. Τελευταίο ματς που παίζαμε με τον Διαγόρα το γήπεδο είναι τίγκα. Φτάνουμε εκεί βλέπουμε το γήπεδο γεμάτο σημαίες. Η μπάλα κατέβηκε με ελικόπτερο, χορεύτριες. Απίστευτη εκδήλωση. Ήταν 34 χρόνια που είχε να ανέβει η ομάδα. Την επόμενη μέρα ένα φίλαθλος έβαλε 34 αρνιά στο δρόμο να ψήνονται. Από την πλατεία μέχρι το γήπεδο ανά δέκα μέτρα. Απίστευτα πανηγύρια».
«Ο Κωστούλας είχε πει πως αν δεν έφευγα, δεν θα έπεφτε ο Παναιτωλικός»
Σύνθημα εκεί γίνατε;
«Εκείνες τις μέρες έγιναν τρομερές εκδηλώσεις από Δημάρχους, από την τότε ΕΠΑΕ, από ομάδες της περιοχής. Ήταν ένα εορταστικό σκηνικό. Και ξεκινάμε μαζί στην Α’ Εθνική. Κάναμε μια πολύ καλή ομάδα με μεταγραφές όπως ο Χαριστέας. Ήρθε ένα ματς όμως στο β’ γύρο με τη Δόξα Δράμας. Είχαμε 30 τελικές, δοκάρια και το παιχνίδι το χάνουμε. Υπήρξε μεγάλη απογοήτευση και δηλώνω παραίτηση».
Οι άνθρωποι της ομάδας ήθελαν να σας διώξουν;
«Ο Κωστούλας όχι, για τους άλλους δεν ξέρω. Του είπα: “Πρόεδρε, κάτι πρέπει να αλλάξει”. Με αντικατέστησε ο Λεμονής και σε μία συνέντευξη ο Κωστούλας είχε πει: “Αν δεν έφευγε ο Τεννές η ομάδα δεν θα έπεφτε”. Αυτά με τον Παναιτωλικό. Απίστευτα πανηγύρια. Απίστευτες χαρές».
Συγκινείστε νομίζω.
«Είναι ωραίες οι μνήμες. Εβλεπες χαρούμενα πρόσωπα. Κάναμε τρεις ώρες να πάμε στο γήπεδο από το Ρίο που είναι 40 λεπτά. Ενιωθες ότι ήσουν στην πιο πλούσια πόλη, στην πιο χαρούμενη. Και εκεί καταλαβαίνεις την ομορφιά του ποδοσφαίρου».
«Μα κανένας δεν λέει: “Μπάμπης Τεννές”»
Είπατε πριν για το επίθετό σας ότι είναι δισύλλαβο. Εχετε ακούσει που λένε για εσάς «Ο Μπάμπης Ο Τεννές, ο Ελληνοϊρλανδός τεχνικός”;
«Ναι, το έχω ακούσει. Μα κανένας δεν λέει: “Μπάμπης Τεννές”. Όλοι λένε “Ο Μπάμπης Ο Τεννές”. Και ‘γω όταν θέλω να πάρω τηλέφωνο και με ρωτούν “ποιος είσαι” τους λέω “Ο Μπάμπης Ο Τεννές”. Εσύ πώς με λες; Είναι απίστευτο». (γέλια)
«Εγωιστικά πήγα τον Μονεμβασιώτη στα δικαστήρια»
Για τον Κωστούλα μού είπατε τα καλύτερα. Για τον Μονεμβασιώτη;
«Δεν έχω να σου πω άσχημα πράγματα. Κοίτα να δεις κάτι σημαντικό: Θεωρώ τον Αλαμάνο τον καλύτερο πρόεδρο και τον πιο σημαντικό. Μετά, τον Απόλλωνα τον ανέλαβαν δύο άτομα με μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Ο Βελλής κι ο Μονεμβασιώτης. Ο Βελλής, ένα άτομο που ανέβασε την ομάδα στην Α’ αλλά μόλις ανέβηκε, αυτή έπεσε. Και μόλις έπεσε την πώλησε. Θεωρείται επιτυχημένος στον Απόλλωνα με μία παρουσία στην Α’ μόνο. Ο Μονεμβασιώτης παίρνει την ομάδα, την ανεβάζει στην Α’, πέφτει, μένει την ξαναανεβάζει στην Α’, πέφτει και ξαναμένει. Κι όμως, θεωρείται αποτυχημένος από τον κόσμο».
Πληρώνει την κόντρα με μερίδα οπαδών;
«Στην επταετία στην ομάδα έχει καταφέρει πράγματα που δεν έχουν καταφέρει άλλοι αλλά κάπου το χάνει. Γιατί; Γιατί νομίζω ότι δεν έχει καταφέρει να βρει συνεργάτες για να στηρίξουν το project του. Είναι ένας εκρηκτικός χαρακτήρας που μπορεί να διαλύσει τα πάντα στο πρώτο άσχημο αποτέλεσμα. Αυτό το πληρώνει. Να του φταίνε όλοι και όλα στην πρώτη στραβή… Κι αυτός ο εκρηκτικός χαρακτήρας είναι που τον κάνει αντιπαθητικό σε μεγάλη μερίδα κόσμου. Γιατί μετά έρχονται οι αντιπαραθέσεις. Δεν έχει βρει τους ανθρώπους που θα τον πλαισιώσουν με σωστές απόψεις για να περπατήσει η ομάδα. Και είναι άδικο αυτό γιατί έχει δώσει πολλά».
Όπως μιλάμε δεν μου κάνετε για άνθρωπος που πήγατε τον Απόλλωνα στα δικαστήρια για οικονομικό λόγο. Για ένα πριμ όπως μου είπατε. Σας ενόχλησε κάτι στη μεταξύ σας σχέση;
«Με πείραξε. Η ομάδα ανέβηκε μαζί μου, στο διπλό παιχνίδι με την Ξάνθη. Ανεβαίνει όπως ανεβαίνει και περιμένω ότι η συνεργασία μας για την επόμενη χρονιά είναι δεδομένη και στο ραντεβού που κάνω μαζί του, μου λέει ότι θα μου δώσει το μισό πριμ. Εγώ εγωιστικά τότε είπα: “Όχι, θα μου το δώσεις ολόκληρο, μη σου πω και παραπάνω”. Μου απάντησε αρνητικά και εκεί υπήρξε η σύγκρουση και φεύγω. Μου έστειλε κι ένα εξώδικο για να πάω να εισπράξω το μισό πριμ. “Δεν πεινάω, δεν θα πάω να το εισπράξω”, είπα. Και πήγαμε στα δικαστήρια της ΕΠΟ. Νομικός εκπρόσωπος του Απόλλωνα ο Γκαγκάτσης, με τις όποιες καλές σχέσεις είχε. Και το έχασα. Θα μπορούσα να πάω στα Εργατικά και εκεί θα το κέρδιζα αλλά δεν πήγα. Ήταν θέμα εγωισμού και τίποτα άλλο. Με τον Μονεμβασιώτη υπάρχει σχέση αγάπης και μίσους. Στα δύσκολα εμένα παίρνει, 3-4 φορές με πήρε και πάντα λέει ότι εγώ φεύγω. Όχι ότι με διώχνει, αλλά η αλήθεια είναι ότι κάπου τα τσουγκρίζουμε. Εντονος χαρακτήρας το ίδιο έντονος και εγώ και δεν τα βρίσκουμε».
«Μετά τον Απόλλωνα ξανά Λαμία και μετά πάλι στον Απόλλωνα. Δηλαδή, το αυτοκίνητο πήγαινε μόνο του»
Ναι, πώς γίνεται όμως να παίρνει κάποιον που τον πήγε στα δικαστήρια;
«Ναι, με ξαναπήρε. Θεωρώ ότι θα πρέπει να είμαι από τους λίγους που με δέχεται ως προπονητή. Ξέρει από ποδόσφαιρο, δεν είναι πρόεδρος άσχετος και μπορεί να έχει εκτιμήσει τις ικανότητές μου και όταν βρίσκεται στα δύσκολα με καλεί, ποντάροντας και στο συναίσθημά μου για τον Απόλλωνα. Και εγώ, ενώ ξέρω ότι είναι προδιαγεγγραμένο το τέλος μου, πηγαίνω. Υπάρχει σχέση αγάπης και μίσους, αλλά είναι άδικο να θεωρείται τελείως αποτυχημένος ένας πρόεδρος που έχει ανεβάσει την ομάδα δύο φορές, την έχει κρατήσει δύο φορές και έχει βάλει του κόσμου τα λεφτά. Και την ίδια ώρα να θεωρείται σούπερ επιτυχημένος ο Βελλής που την ανέβασε μία φορά, έπεσε η ομάδα και “γεια σας”». (γέλια)
Και μετά…
«Μετά ξεκινάει το γαϊτανάκι… Πάω στη Λαμία. Εκεί συνεργάζομαι με τον Πανουργιά Παπαϊωάννου, τον οποίο εκτιμώ πάρα πολύ. Για 2,5 χρόνια κάναμε παρέα και είμαστε φίλοι. Δεν μιλάμε για μία τυπική σχέση προέδρου – προπονητή. Ανεβαίνουμε, για πρώτη φορά στα χρονικά της η Λαμία στην Α’ Εθνική. Μένουμε στην Α’ Εθνική με το μικρότερο μπάτζετ από οποιαδήποτε άλλη ομάδα και το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς φτιάχνουμε την καλύτερη ομάδα που είχε ποτέ ο σύλλογος, φέρνοντας τον Μπαράλες, τον Μπερτόγλιο, τον Αντέτζο, τον Σαράνοφ, τον Πίτι, τον Επστάιν… Φτιάχνουμε την καλύτερη ομάδα που είχε η Λαμία μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ξεκινάει η χρονιά, 3-4 ματς κάτι δεν πήγε καλά και φεύγω από την ομάδα. Μετά από ‘μένα ανέλαβε ο Χάβος και η ομάδα πήγε πολύ καλά. Μετά επιστρέφω στον Απόλλωνα. Μετά τον Απόλλωνα ξανά Λαμία και μετά πάλι στον Απόλλωνα. Δηλαδή, το αυτοκίνητο πήγαινε μόνο του».
Είχε μάθει;
«Ριζούπολη και ΔΑΚ Λαμία, το αυτοκίνητο πήγαινε χωρίς οδηγό. Αν είχε φωνή θα μου έλεγε: “Καλά ρε δεν ντρέπεσαι λίγο”».
Μ’ αυτά τα πήγαινε – έλα δεν έχετε νιώσει ότι ίσως αδικείτε και τον εαυτό σας;
«Ξέρεις κάτι; Όταν έχεις αναπτύξει σχέσεις με κάποιους ανθρώπους και σου ζητάνε να βοηθήσεις, δεν γίνεται να αρνηθείς. Αν μου το ζητούσαν κάποια άλλα ονόματα, που δεν θέλω να συνεργαστώ, δεν θα πήγαινα όσα χρήματα και αν μου έδιναν. Όταν όμως στο ζητάνε άτομα που έχεις σχέσεις δεν είναι εύκολο να πεις: “Όχι δεν έρχομαι”. Κι αυτό έχει συμβεί μ’ αυτούς τους δύο. Μία ο ένας μία ο άλλος».
Αυτό το «πινγκ πονγκ» πώς το διαχειριστήκατε; Η γυναίκα σας δεν σας είπε να μην πάτε;
«Πολλές φορές. “Πάλι στον Απόλλωνα; Τι θες και πας;”, μου έχει πει».
Ίσως να είναι και λόγω του άσπρου στη φόρμα. (γέλια)
«Και η Λαμία έχει άσπρο».
Γι’ αυτό το είπα.
«Όχι, είναι οι δύο ομάδες που τα τελευταία 5-6 χρόνια, έκαναν αυτές τις αλλαγές. Δεν έχω παράπονο».
Άρα, η πόρτα είναι ανοιχτή;
«Δεν ξέρω αν είναι ανοιχτή, δεν το λέω έτσι. Αλλά όταν υπάρχουν άτομα που δεν έχεις να καταλογίσεις κάτι κακό, δεν έχεις λόγο να μην πας».
«Εχω ρίξει την Ξάνθη στο μπαράζ με τον Απόλλωνα και μετά πήγα να την ανεβάσω κόντρα στον Παναιτωλικό που είχα ανεβάσει»
Δεν ήταν όμως μόνο αυτές οι ομάδες τα τελευταία χρόνια.
«Ήταν κι η Ξάνθη, που την ανέλαβα 6η-7η και χάσαμε την άνοδο με το goal average στα ματς με Παναιτωλικό. Νικήσαμε 2-1 στην έδρα μας και χάσαμε στο Αγρίνιο 1-0».
Η κατάσταση διοικητικά πώς ήταν τότε στην Ξάνθη;
«Εσκασε λίγο πιο μετά το διοικητικό με τον Μπιλ Πάπας… Επειδή όμως το είχα καταλάβει, με το που τελειώνει το δεύτερο ματς δηλώνω παραίτηση και φεύγω. Χαρακτηριστικό ήταν ότι έχω ρίξει την Ξάνθη στο μπαράζ με τον Απόλλωνα και μετά πήγα να την ανεβάσω και να ρίξω την ομάδα που είχα ανεβάσει στην Α’ Εθνική».
«Δεν υπήρχε περίπτωση παίκτης μου να κάθεται σταυροπόδι. Ούτε πιρούνι δεν ακουγόταν»
Η ιεροτελεστία που έχετε ως προπονητής στην ομάδα ποια είναι;
«Γι’ αυτό πρέπει να ρωτήσεις παίκτες μου. Κατ’ αρχάς δεν υπήρχε περίπτωση να μπω στα αποδυτήρια και να κάθεται παίκτης μου σταυροπόδι. Δεν γινόταν! Όχι να μιλάνε στα κινητά, όχι να μιλάνε στο τραπέζι όταν έτρωγαν. Ούτε το πιρούνι δεν ακουγόταν. Διαφορετικά χρόνια, υπήρχε πειθαρχία».
«Δεν μπορείς να μπαίνεις στα αποδυτήρια και να λες “πάμε να τους γ@μΗσουμε”»
Πού μαλακώσατε στην πορεία;
«Πρώτα απ’ όλα άλλαξε η συμπεριφορά τω ποδοσφαιριστών. Εκείνη την εποχή είχαν βγάλει το λύκειο ή το εξατάξιο πέντε-έξι παίκτες. Τα περισσότερα παιδιά ήταν δουλειά και γήπεδο. Αργότερα ήρθαν παιδιά με καλύτερο μορφωτικό επίπεδο. Το πώς μιλάς και το πώς μπαίνεις στη ψυχή του παίκτη για να δώσει πράγματα είναι πολύ σημαντικό. Η ψυχολογία στο ποδόσφαιρο είναι ένα πολύ μεγάλο μέρος για να μπορεί να αποδώσει. Είναι οι ικανότητές του, είναι και εσύ ως προπονητής τι του δίνεις αλλά παίζει ρόλο το πώς προετοιμάζεται ψυχολογικά ένας παίκτης. Άρα δεν μπορείς να μπαίνεις στα αποδυτήρια και να λες: “Βγαίνουμε να τους γ@μΗσουμε”».
Αυτά τα λέγατε;
«Αυτά εγώ δεν τα έλεγα ποτέ. Ούτε στο τοπικό. Είχα πάντα έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης και αυτό ήταν που με κράτησε εμένα όλα αυτά τα χρόνια. Πιστεύω ότι ένας προπονητής πρέπει να είναι πολυτάλαντος. Ενα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα που πρέπει να έχει είναι η διαχείριση των αποδυτηρίων. Ίσως είναι πολύ σημαντικότερο και από μία αλλαγή ή από το αν θα διαβάσει καλά το παιχνίδι. Σημαντικότερο είναι το να έχεις κεντρίσει έστω και λίγο στη ψυχή του του παίκτη σου».
«Στα αποδυτήρια, στο ημίχρονο, δεν λες στον παίκτη σου “τι κάνεις; Σ’ έχει κάνει ποΥτ@ν@ ο αντίπαλός σου”»
Ποιο ημίχρονο θυμάστε να έχετε μπει μέσα στα αποδυτήρια και να το έχετε γυρίσει με την ομιλία σας;
«Πάρα πολλά. Ειδικά αν το ματς έχει στραβώσει, αυτό το λίγο του ημιχρόνου, έχει μεγάλη σημασία. Αν πρέπει να αντιστρέψεις πράγματα, δεν γίνεται να μπεις στα αποδυτήρια και να πεις στους παίκτες σου: “Τι μ@λ@κι@ έκανες” ή “σε έχει κάνει ποΥτ@ν@ ο αντίπαλός σου”. Εκεί πρέπει να προσπαθήσεις να τον κάνεις να βγει καλύτερος απ’ ό,τι είναι ήταν. Πρέπει να τον κάνεις να μη νιώσει άσχημα, πρέπει να του δώσεις να καταλάβει ότι κάτι δεν πήγε καλά. Ο παίκτης δεν έχει ποτέ στο μυαλό του ότι αυτός φταίει. Πολλοί λίγοι έχουν το γνώθι σαυτόν. Πάντα θα πουν: “Μα δεν με στήριξε ο επιθετικός, μα δεν μου έδωσε τη μπάλα εκεί, δεν μάρκαρε, το γήπεδο ήταν χάλια, η μπάλα ήταν έτσι”. Αν επικεντρωθείς στο να κάνεις παρατήρηση, έχασες. Και δεν είναι 15 λεπτά, είναι το πολύ ένα 10λεπτο. Και εκεί πρέπει να περάσεις πράγματα. Και παίζει ρόλο το κατ’ ιδίαν. Για παράδειγμα: “Δεν πήγαν καλά τα πράγματα Παναγιώτη. Πρέπει να πάνε καλύτερα. Πώς θα πάνε; Αν κλείσεις λίγο καλύτερα, αν τρέξεις καλύτερα, αν προσπαθήσεις παραπάνω”».
«Στο ξεκίνημά του είχα κάνει αλλαγή στην αλλαγή τον Καραγκούνη»
Μιλάτε μ’ αυτόν τον τόνο που μου μιλάτε τόση ώρα;
«Όχι. Αν ο προπονητής δεν έχει αυξομείωση στον τρόπο ομιλίας του, δεν κερδίζει το ενδιαφέρον. Ο καλύτερος ομιλητής που υπάρχει στα πρώτα 20-25 λεπτά, πρέπει να σταματήσει. Δεν μπορούν να τον παρακολουθήσουν αν μιλάει 1-1,5 ώρα με το ίδιο ύφος. Ελεγα, λοιπόν, πως ένα από τα μεγαλύτερα προτερήματα ενός προπονητή είναι το πώς θα διαχειριστεί τα αποδυτήρια. Το πώς έναν αδικημένο, κατά τη γνώμη του, ποδοσφαιριστή να τον κάνει να αισθανθεί καλά. Είναι πολύ δύσκολο. Και εκεί είναι οι διαφορές μας. Δεν είναι στις προπονητικές ασκήσεις ούτε στον τρόπο προσέγγισης. Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, ναι, παίζει ρόλο η αντίληψη και να δεις τι πρέπει να αλλάξεις».
Θεωρείτε ότι είστε καλός στο να γυρίζετε ένα ματς όταν κάτι δεν πάει καλά;
«Νομίζω ότι η πορεία δείχνει πως κάτι κάνω καλά, γιατί διαφορετικά το σύστημα θα με είχε βγάλει απέξω. Εχω πάει τουλάχιστον δύο φορές σε πέντε ομάδες. Στην Καλλιθέα πήγα και γύρισα, η Κέρκυρα με ξαναζήτησε, η Λαμία το ίδιο, ο Απόλλων… Αυτό σημαίνει ότι κάτι γίνεται καλά».
Μπορείτε να θυμηθείτε άλλη αλλαγή, εκτός του Μπούσι, με τον παίκτη να στραβώνει;
«Πάρα πολλές. Καταλάβαινε όμως ότι δεν τον παίρνει. Ειδικά ο παίκτης που τον βγάζεις όταν η ομάδα χάνει, νομίζει ότι του ρίχνεις φταίξιμο. Εχω παρεξηγηθεί με παίκτες και τους έχω στεναχωρήσει επειδή τους έκανα αλλαγή στην αλλαγή. Τον Καραγκούνη τον είχα κάνει αλλαγή στην αλλαγή στα πρώτα του χρόνια».
Πώς αντέδρασε;
«Ήταν μικρός… Εντάξει, δεν είναι ό,τι καλύτερο και για σένα. Όμως, όταν βλέπεις ότι εκείνη τη στιγμή η ομάδα χρειάζεται κάτι άλλο κι ο μόνος κρίκος που δεν λειτουργεί καλά είναι αυτός που έβαλες, δεν μπορείς να πεις ότι “δεν θα τον στεναχωρήσω, αλλά η ομάδα θα χάσει”».
Εκείνη τη στιγμή, εξάλλου, είναι σαν να παραδέχεστε και το δικό σας λάθος.
«Βέβαια. Πολλές φορές έχω κάνει αλλαγή στο 25′, στο 30’… Δεν μπορείς να περιμένεις. Κάνεις ένα σχεδιασμό και δεν σου βγαίνει. Δεν πρέπει να κάνεις κάτι να τον αλλάξεις; Τρώμε ένα φαγητό και δεν μας αρέσει. Ε, δεν θα βάλουμε λίγο αλάτι, λίγο πιπέρι; Αν το αφήσουμε έτσι, δεν θα μας αρέσει μέχρι το τέλος. Κάτι πρέπει να κάνεις, γιατί στο τέλος της ημέρας αυτό που μένει είναι το αν νίκησες ή έχασες. Και για να κάνεις ανόδους πρέπει να νικάς. Δεν κάνεις ανόδους αν χάνεις. Και για να κερδίζεις πρέπει να ξέρεις τι γίνεται. Δεν μπορείς να λες: “Δεν πειράζει μωρέ, αν έχουν κάνει 10 φάσεις από τα αριστερά”. Πειράζει, γιατί την 11η θα στην κάνουν γκολ. Κάτι πρέπει να κάνεις».
«Αν πάω σε μια ομάδα, θα υπάρχουν παίκτες που με ξέρουν και θα πουν στους άλλους: “Μάγκες αφήστε τις μ@λ@κιες, μ’ αυτόν δεν μας παίρνει»
Υπάρχει ματς που έχετε μανουριάσει με παίκτη;
«Πολλές φορές. Είναι δύσκολο να συμβαδίσουν 11 διαφορετικές σκέψεις σε αυτό που εσύ θέλεις. Είναι δύσκολο. Αναγκαστικά έρχονται στιγμές που λες: “Ρε γαμώτο όλη την εβδομάδα στην προπόνηση κάναμε αυτό. Γιατί το “εγώ” σου καλύπτει αυτό που έχουμε συμφωνήσει όλοι μαζί”. Βλέπεις ένα φάουλ υπέρ σου. Ανεβαίνουν οι στόπερ και έχεις προγραμματίσει ότι το χτυπάει ο “Μπάμπης” και προσπαθεί τη μπάλα να τη φέρει στο πέναλτι ή στο δεύτερο δοκάρι. Και αντί για τον “Μπάμπη” πάει ο “Παναγιώτης” και πάει να το εκτελέσει απευθείας. Τρελαίνεσαι. “Γιατί αγόρι μου;”, του λες και σε τρελαίνει δύο φορές όταν σου λέει: “Είχα εμπιστοσύνη στο πόδι μου, πίστευα ότι θα το βάλω”.
Περιστατικό πρόσφατο. Παίζουμε με τον Ατρόμητο στα play out. Πέναλτι χτυπάει ή ο Μπρούνο Αλβες ή ο Μαρτίνες. Είμαστε 0-0 και κερδίζουμε πέναλτι στο 89′ και πάει ο Παμλίδης και το χτυπάει. “Γιατί ρε Άλβες τον άφησες; Γιατί ρε Μαρτίνες τον άφησες;”, μου απάντησαν πως τους είπε ότι έχει εμπιστοσύνη. Χτυπάει και το χάνει. Στο 89′ το χάνει, στο 91′ τρώμε γκολ με τον Κουλούρη. Δεν πρέπει να είσαι εκτός εαυτού; Παθαίνεις “εγκεφαλικό”… Θα μου πεις: “Είσαι σίγουρος ότι θα το έβαζε ο Άλβες ή ο Μαρτίνες;”. Η απάντηση είναι “όχι” αλλά αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να γίνει. Τρέχα Παμλίδη μόνος σου από Δευτέρα. Στεναχωριέσαι, αλλά…».
Το συμβόλαιο του Παμλίδη ζητήσατε εσείς να λυθεί;
«Όχι, η διοίκηση το ήθελε. Τρελάθηκε ο Μονεμβασιώτης επειδή έχασε το πέναλτι. Ήταν ένα ματς που παιζόταν η σωτηρία του Απόλλωνα».
Εχετε χάσει αποδυτήρια;
«Πώς το εννοείς;».
Να μιλάτε και να μη σας σέβονται οι παίκτες, με το που μπείτε στα αποδυτήρια να νιώσετε ότι θέλουν να σας «φάνε».
«Όχι, αυτό δεν το έχω βιώσει. Σου είπα γιατί. Τα παιδιά ήξεραν ότι αν κάνουν κάτι τέτοιο, δεν θα υπήρχε επιστροφή. Και καμιά φορά η φήμη προηγείται της παρουσίας. Αν πεις ότι ο Τεννές πάει στον Ηρακλή, κάποια άτομα θα έχουν συνεργαστεί μαζί μου και θα πουν: “Μάγκες αφήστε τις μ@λ@κιες, μ΄αυτόν δεν μας παίρνει”. Δυσαρεστημένους ποδοσφαιριστές όμως έχω αντιμετωπίσει πολλούς».
«Αν μου πεις να σου ανεβάσω ομάδα με 200.000 ευρώ, θα σου πω “δεν είμαι ικανός ανέβασέ την εσύ”»
Όταν θα αναλάβετε μια ομάδα είναι ξεκάθαρο ότι εσείς θα κάνετε την επιλογή των παικτών;
«Αν είμαι από την αρχή της σεζόν, ναι. Όταν πηγαίνω στα μέσα της χρονιάς πάει να πει ότι συμφωνώ με το υλικό που υπάρχει, αλλιώς δεν θα πήγαινα. Όταν έχω την ευκαίρια των επιλογών στην αρχή, σίγουρα πρέπει να έχεις την έγκρισή μου για οποιαδήποτε μεταγγραφή. Πάντα όμως με τη σύμφωνη γνώμη της διοίκησης της ομάδας και το μπάτζετ. Δεν μπορείς να μου πεις “ανέβασε την ομάδα” και να μου έχεις μπάτζετ 200.000 ευρώ. θα απαντήσω: “Δεν είμαι ικανός, ανέβασε την εσύ”. Όχι πως αν είναι 600.000-700.000 ευρώ θα ανέβεις, αλλά δεν μπορείς να πας για άνοδο χωρίς επιθετικό ή τερματοφύλακα».
Εχετε νιώσει «μάγος» σε κάποια ομάδα; Γιατί μαγικό με τον Απόλλωνα πήγε να γίνει.
«Μαγικό με την Ξάνθη πήγε να γίνει. Η Ξάνθη ήταν ομάδα που το ρόστερ της δεν μου άρεσε. Μεγάλοι παίκτες σε ηλικία, βαριά κορμιά που εγώ είμαι λάτρης της ταχύτητας. Και πήγα. Οργάνωσα την ομάδα με τέτοιο τρόπο ώστε να πηγαίνει στη μονομαχία το παιχνίδι και όχι στα τρεξίματα και στην τεχνική. Μας βγήκε και σε 19 ματς κάναμε μόνο μία ήττα. Αυτή με τον Εργοτέλη που μας στοίχισε. Και από 6οι – 7οι φτάσαμε να πάμε 2οι. Μάγος; Δεν υπάρχει, μωρέ, αυτή η λέξη».
Αρέσει στην Ελλάδα.
«Ναι, ανέλαβα την Καλλονή. Ήταν στη μέση της βαθμολογίας και ανέβηκε. Ανέλαβα τη Λαμία και αφήσαμε απέξω τον ΟΦΗ και τον Άρη και ανέβηκαν ο Απόλλων κι η Λαμία. Ότι έχουν γίνει αποτελέσματα που δεν τα περίμενε κανένας, έχουν γίνει. Ανέλαβα τον Παναιτωλικό και αφήσαμε έξω τον ΟΦΗ».
Τον εαυτό σας τον πουλήσατε; Κεφαλαιοποιήσατε την επιτυχία που είχατε;
«Όχι, ποτέ. Θα σας πω κάτι: Υπάρχουν συνάδελφοι που πήραν κάποιες χρονιές 10 δραχμές το μήνα για παράδειγμα. Όμως τα πήραν μία χρονιά, τα επόμενα χρόνια δεν πήραν τίποτα. Εγώ μπορεί να έπαιρνα 5 ή 6 δραχμές αλλά να τα παίρνω για 30 χρόνια. Ποιος πήρε πιο πολλά; Νομίζω ότι η διάρκεια είναι εκείνη που καθορίζει την αξία».
«Δεν με παίρνουν τώρα για να εξελίξω ποδοσφαιριστή. Εμένα θα με πάρουν γιατί θα υπάρχει ένας στόχος, η άνοδος»
Εχετε χάσει λεφτά;
«Δεν υπάρχει συνεργασία που να φύγεις στο τέλος και να μη χάσεις. Φυσικά και με κάποιους προέδρους δεν έχασα ούτε δραχμή. Ήταν ο Κωστούλας, ο Κοντομηνάς, ο Παπαϊωάννου… Είναι πολλοί λίγοι και είναι φυσιολογικό. Όταν είναι να πάρεις 100 δραχμές από μια ομάδα και παίρνεις 85, ε, χάρισε τα υπόλοιπα. Είναι γυφτιά. Κάλεσε τη διοίκηση και πες: “Πλήρωσε τους συνεργάτες μου, έλα να βρούμε και τι είναι να πάρω εγώ και να το λήξουμε”. Εγώ πάντα κάτι αφήνω. Υπάρχει και ομάδα που δεν πήγε καλά η συνεργασία μας, πήρα μεγάλη προκαταβολή και μου είπαν γύρισε πίσω χρήματα. Ήταν η Καλαμάτα. Κάποια πριμ, κάποιους μισθούς, πάντα θα αφήσεις».
Το ότι σας καλούν στα δύσκολα είναι κάτι που σας αδικεί ή το έχετε κερδίσει;
«Θα στο αντιστρέψω. Αν βγει προς τα έξω ότι μια ομάδα που είναι για άνοδο πάει να πάρει τον Τεννέ, αυτομάτως αυτή η ομάδα θα πεις ότι πάει για άνοδο ή όχι; Αμέσως η ομάδα γίνεται φαβορί για να ανέβει. Θα πεις ότι θα το παλέψει. Άρα γιατί να με αδικούν εμένα; Εμένα δεν με παίρνουν προπονητή για να εξελίξω ποδοσφαιριστή, να κάνει μεταγραφή… Τώρα δεν θα πήγαινα. Εμένα θα με πάρουν γιατί θα υπάρχει ένας στόχος, η άνοδος. Και θα επικεντρωθούμε όλοι σ’ αυτό».
«Με ρωτάνε: “Γιατί κόουτς δεν ήταν επιτυχημένη η αλλαγή σας;”. Αν ήξερα ότι δεν θα ήταν θα την έκανα ρε παιδιά;»
Γιατί δεν πηγαίνετε σε συνεντεύξεις Τύπου;
«Τα τελευταία 7-8 χρόνια δεν πάω σε συνεντεύξεις Τύπου γιατί δεν με βρίσκει σύμφωνο αυτό που γίνεται. Οι συνάδελφοι που πηγαίνουν, γιατί έχουν και υποχρέωση να πάνε, κάνουν μια αναμετάδοση αυτού που είδαν όλοι. Αυτό που γίνεται είναι μια δημοσιογραφική αναφορά. Αυτό που γράφει ο δημοσιογράφος στην περιγραφή του παιχνιδιού, αυτό λέει κι ο προπονητής. Δεν έχω ακούσει δημοσιογράφο να πει: “Για ποιον λόγο κάνατε αλλαγή σχηματισμού; Για ποιο λόγο βγάλατε αυτόν τον παίκτη; Για ποιον λόγο βάλατε αυτόν τον παίκτη; Τι περιμένατε να γίνει;”.
Πάμε σε μια συνέντευξη Τύπου, κάνουμε έναν μονόλογο, λέμε: “Τα πράγματα πήγαν καλά ή δεν πήγαν καλά, κάναμε αυτό ή δεν κάναμε αυτό, καληνύχτα και γεια σας”. Αυτό δεν με αντιπροσωπεύει. Και γι’ αυτό κιόλας στέλνω τον συνεργάτη μου».
«Καταλαβαίνω ότι το “αίμα” έχει αξία»
Λέμε συνήθως ότι παίκτες και προπονητές μιλούν και απαντούν με τον ίδιο τρόπο. Η πιο χαζή ερώτηση πού σας έχει γίνει ποια είναι;
«Η πιο χαζή; Δεν ξέρω αν είναι χαζή. Γενικά, τις περισσότερες ερωτήσεις των δημοσιογράφων τις θεωρώ άστοχες. Αυτή που με είχε ενοχλήσει, μετά από άσχημο αποτέλεσμα, ήταν: “Σκέφτεστε να παραιτηθείτε”; Είναι ερωτήσεις που με ενοχλούν, αλλά το καταλαβαίνω ότι το “αίμα” έχει αξία. Δεν ενδιαφέρονται για το τι σκέφτηκες εσύ κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, κάτω από την πίεση, κάτω από το χρόνο, το αποτέλεσμα. Κοιτάζουν το αποτέλεσμα και αναλόγως αυτού είτε σε αποθεώνουν είτε σε καταδικάζουν. Και εμείς αναγκαστικά, κάνουμε μία αναδρομή του τι είδε όλος ο κόσμος στα προηγούμενα 90 λεπτά. Ε, αυτό δεν είναι συνέντευξη Τύπου».
«Δεν υπάρχει βαθιά γνώση στους νέους δημοσιογράφους»
Εσείς ως προπονητές ξέρετε να αναλύσετε καλύτερα του τι πήγε λάθος και ίσως αυτό να μπορείτε να το μεταδώσετε στην αρχή. Μήπως είναι και λάθος ότι δεν γίνονται ανοιχτές προπονήσεις ώστε κι οι δημοσιογράφοι να ξέρουν τι δουλεύετε και τι πήγε καλά ή όχι;
«Είναι 100% αυτό που λες. Όμως, δεν υπάρχει η βαθιά γνώση – ειδικά στα νέα παιδιά που έρχονται, ώστε να μπορούν να σου κάνουν ερωτήσεις και να σε ενδιαφέρουν. Και να ενδιαφέρουν και την ομάδα αλλά και τον κόσμο. Ανάλογα με το αποτέλεσμα είναι κι η ερώτησή τους.
Νίκησες; “Κόουτς, πήγε καλά το αποτέλεσμα. Τι νομίζεις ότι θα γίνει στο επόμενο παιχνίδι;”. Εχασες; “Κόουτς, δεν πήγε καλά το ματς, χάσατε ένα ματς που είχατε υπολογίσει να νικήσετε;”. Μένεις άφωνος. Δεν ξέρεις τι πρέπει να πεις και το αποφεύγω. Είχε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον, η ανάλυση που κάναμε κάθε Τρίτη στους δημοσιογράφους της ομάδας. Μιλούσαμε για το ματς που έγινε και για το ματς που ήταν να έρθει. Είχε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Δεν γίνονται ερωτήσεις, γιατί πολλά δεν τα πιάνουν. Δεν έχω δει να με ρωτάνε: “Γιατί ακολούθησες αυτήν την τακτική; Γιατί άλλαξες τακτική; Γιατί έγινε αυτό το λάθος;”. Δεν τα πιάνουν ειδικά εκείνη τη στιγμή, είναι τα πάντα καρφωμένα στο αποτέλεσμα. Τι να σου αναλύσω; Όταν νικάς σε ρωτάνε και το άλλο: “Οι παίκτες ακολούθησαν το πλάνο;”».
Ποιο είναι αυτό που γράφτηκε και σας ενόχλησε περισσότερο;
«Είναι πολλά αυτά που έχουν γραφτεί. Όμως, από ένα σημείο και μετά σταμάτησα να δίνω σημασία. Κατάλαβα ότι αυτό είναι που πουλάει. Το άλλο που ρωτάνε: “Κόουτς δεν ήταν επιτυχημένη η αλλαγή σας;”. Αν ήξερα ότι δεν θα ήταν, θα την έκανα ρε παιδιά; Πες μου το διαφορετικά. Άσε με εμένα να απαντήσω, μη με ρωτάτε έχοντας βγάλει το συμπέρασμα.
Λένε, λένε, λένε και στο τέλος σε ρωτάνε: “Συμφωνείτε κόουτς;”. Τους λες ένα ξερό “ναι” και σε κοιτάνε καλά καλά» (γέλια)
Νομίζω ότι ήταν και λάθος που σας είχε γραφτεί ότι εσείς φταίγατε που είχε παίξει ένας επιπλέον ξένος παίκτης. Αναφέρομαι στο ματς Πανελευσινιακός-Απόλλων Σμύρνης, όπου είχε παίξει ο Φατιόν.
«Ήταν 100% λάθος που μου έριξαν το φταίξιμο. Συμφωνώ μαζί σου».
Εχετε φύγει νευριασμένος από ερώτηση;
«Πολλές φορές, πολλές φορές… Εχω σε εκτίμηση τον Χρήστο Σωτηρακόπουλο και τον Αλέξη Σπυρόπουλο. Είχα πάει και στη σχολή δημοσιογραφίας που έχει ο Χρήστος και του είχα πει: “Γιατί ρε Χρήστο δεν τους μαθαίνετε τι να ρωτάνε;”. Η απάντηση ήταν: “Παρασύρονται ανάλογα τι οπαδοί είναι”».
«Στη παντοκρατορία του Θωμά Μητρόπουλου ούτε μίλησα μαζί του στο τηλέφωνο. Οι παίκτες δεν “πιάνονται”, τους χρησιμοποιούν λαμόγια»
Στην Ελλάδα μας αρέσει να τα λέμε «όλα στημένα». Σε τι βαθμό ισχύει αυτό;
«Σίγουρα υπάρχουν κάποιες σκιές, αλλά νομίζω ότι τα περισσότερα απ’ αυτά που λέγονται δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Απ’ όταν μπήκε το στοίχημα στη ζωή μας έχουν αλλάξει συμπεριφορές παραγόντων, παικτών και προπονητών, αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι τα περισσότερα απ’ όσα λέγονται δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια».
Σας έχει ζητηθεί ποτέ να βάλετε άλλους παίκτες, να κάνετε παρεμβάσεις που θα οδηγήσουν σε υποψίες;
«Νομίζω ότι η πορεία μου απαντάει σ’ αυτήν την ερώτηση. Το όνομά μου δεν έχει αναμειχθεί ποτέ σε κάποια τέτοια ιστορία. θα ήταν και είναι πολύ δύσκολο να με προσεγγίσει κάποιος και να μου πει ότι τα πράγματα πρέπει να γίνουν έτσι. Θα ήξερε εκ των προτέρων ότι δεν θα γίνει αυτό που θα μου πει και πως την επόμενη στιγμή θα είχα φύγει από την ομάδα ή δεν θα ήμουν στο χώρο».
Εδώ δεν στήσατε το ματς που ήσασταν στον πάγκο των δύο ομάδων που έπαιζαν μαζί. (γέλια)
«Θα σου πω και κάτι ακόμα. Υπήρξε ένα μεγάλο διάστημα παντοκρατορίας του Θωμά Μητρόπουλου. Όλοι, σχεδόν, περνούσαν από το γραφείο του. Εγώ τον κύριο Μητρόπουλο δεν τον έχω συναντήσει ποτέ στη ζωή μου, δεν του έχω μιλήσει καν στο τηλέφωνο. Αυτό μπορεί να λέει πολλά».
Πώς μπορείτε να καταλάβετε ότι ένας ποδοσφαιριστής είναι «πιασμένος»;
«Δεν πιστεύω ότι πιάνονται οι παίκτες. Τους χρησιμοποιούν διάφορα λαμόγια. Χρησιμοποιούν το όνομά τους και μια ενδεχομένως κακή τους απόδοση. Αυτό βγαίνει προς τα έξω, χωρίς ο ποδοσφαιριστής να το ξέρει. Σας είπα ότι απ’ όταν μπήκε το στοίχημα στη ζωή μας, έχουν αλλάξει πολλά και δεν είναι για το καλό του ποδοσφαίρου».
«Στο Ηρόδοτο έχω φάει ξύλο. Σε πολλές έδρες με έχουν φτύσει και μου έχουν πετάξει καφέδες»
Οι πιο δύσκολες έδρες στις οποίες έχετε αγωνιστεί;
«Πάντα δυσκολευόμουν να πάρω αποτέλεσμα από τον Ολυμπιακό στο Καραϊσκάκη, δύσκολη έδρα τα παλιά χρόνια ήταν ο ΟΦΗ. Νομίζω ότι μετά που μπήκε το ποδόσφαιρο στην τηλεοπτική ζωή, υπάρχει μια ευθύνη και μια προσοχή για το πως αντιμετωπίζουμε τους φιλοξενούμενους. Παλαιότερα υπήρχε ο κίνδυνος να σε τραμπουκίσουν, να σε προπηλακίσουν. Τώρα δεν γίνονται στον ίδιο βαθμό αυτά».
Εχετε ζήσει τέτοια περιστατικά;
«Βέβαια, ειδικά στις πιο μικρές κατηγορίες. Εχουν γίνει πολλά σκηνικά. Στον Ηρόδοτο είχα φάει ξύλο… Ήταν πιο άγριες οι καταστάσεις. Υπήρχαν προπηλακισμοί. Νόμιζαν ότι έτσι θα πέσει το ηθικό σου.
Η Τούμπα ήταν πολύ δύσκολη έδρα, ο Άρης επίσης. Στα γήπεδα που δεν είχαν στίβο και έχουν και κόσμο, η ατμόσφαιρα ήταν πολύ έντονη. Το να φάω καφέδες, φτυσιές, βρισίδια… Παντού. Θυμάμαι έδρες όπως ο Ιωνικός, η Προοδευτική».
Σε ομάδα που προπονήσατε και επιστρέψατε ως αντίπαλος, δεχτήκατε τέτοια συμπεριφορά;
«Ναι, αλλά είχε να κάνει με το να κάμψουμε το ηθικό του αντιπάλου, δεν ήταν κάτι προσωπικό με εμένα».
Πού;
«Και στην Κέρκυρα και στον Παναιτωλικό, ομάδες που έχω ανεβάσει. Υπήρχαν άνθρωποι που λειτουργούσαν βάσει της επιθυμίας να νικήσει η ομάδα τους. Και δεν είναι άξια λόγου».
«Δεν έχω πει ποτέ: “Πάμε στα μπουζούκια”, ακολουθούσα όμως. Καζίνο έχω πάει 3-4 φορές»
Απωθημένο υπάρχει;
«Εχω ζήσει καλά. Εχω ζήσει αρκετές ευχάριστες στιγμές αλλά και αρκετές δυσάρεστες. Στο τέλος της ημέρας μένουν τα καλά».
Αν σας ζητήσω να γράψετε μια λίστα με τις πιο ευχάριστες και τις πιο δυσάρεστες;
«Λίστα ή βιβλίο; Είναι πάρα πολλές… Και μία ήττα είναι μια δυσάρεστη στιγμή και αυτό το αποτέλεσμα θα επηρεάσει τη ζωή σου όλη την εβδομάδα μέχρι να έρθει η επόμενη Κυριακή. Το νικητήριο αποτέλεσμα εύκολα διαχειρίζεται, η ήττα δύσκολα ξεπερνιέται. Και επηρεάζει την οικογένειά σου και τη ζωή σου. Όχι μόνο εσένα. Αν χάσεις ένα παιχνίδι που το θεωρούσες σημαντικός, μετά δεν έχεις διάθεση ούτε να φας. Με τη νίκη είσαι ικανός και να μην κοιμηθείς».
Είστε άνθρωπος που πήρατε τους παίκτες σας να διασκεδάσετε στα μπουζούκια; Δεν μου το βγάζετε αυτό.
«Με προτροπή δική μου δεν έχει γίνει. Όμως, αποφάσιζαν οι αρχηγοί. Μου έλεγαν: “Κόουτς θα πάμε στον Σφακιανάκη, θέλουμε να έρθεις”. Γινόταν».
Εσείς γουστάρατε να πηγαίνετε;
«Όχι ότι τρελαινόμουν, αλλά δεν ήμουν κι αρνητικός».
Δεν έχετε πει ποτέ να πάτε;
«Με την ομάδα όχι. Τραπέζι για φαγητό όμως πάρα πολλές φορές. Στα μπουζούκια ακολουθούσα».
Τι σας άρεσε να ακούτε;
«Λαϊκά. Όταν έχεις ακούσει Μητροπάνο, Τερζή, Αλεξίου…».
Ζημιές έχετε κάνει;
«Όχι, δεν ήμουν των άκρων. Καζίνο είναι ζήτημα να έχω πάει 3-4 φορές. Μπουζούκια πήγαινα 5-6 φορές το χρόνο. Κι αυτό πιο πολύ για να ακούσω κάποιον τραγουδιστή που μου άρεσε».
Μας είπατε για τα τατουάζ και τα σκουλαρίκια ότι δεν ήταν ανεκτά. Τώρα που όλοι έχουν έχετε την ίδια αντίληψη;
«Δεν μου αρέσουν. Δεν θα έκανα, δεν θα ήθελα να κάνει ο γιος μου και ευτυχώς δεν έκανε. Όμως είναι κάτι πολύ φυσιολογικό πλέον».
«Στη Ζάκυνθο μού είχε πει κάποιος: “Κάτσε κάτω, μας κόβεις τη θέα”. Μου άρεσε και γέλασα»
Χαβαλέ κάνετε με τους παίκτες σας;
«Ναι, πολλές φορές – ειδικά όταν καταλαβαίνω ότι είναι παιδιά που δεν θα τους πειράξει».
Θυμάστε κάτι;
«Όταν διώχνουν τη μπάλα άσχημα ή σουτάρουν άσχημα λέω αυτά που λέγονται: “Φοράς δύο δεξιά παπούτσια, έχω κάνει λάθος δεν είσαι σέντερ φορ, εσύ είσαι στόπερ”. Όμως, αυτά λέγονται σε παιδιά που τα σηκώνουν».
Εσάς σας έχουν πλάκα;
«Ναι και το ευχαριστήθηκα κιόλας. Και μάλιστα όχι από τους παίκτες. Είμαι ή με τον Απόλλωνα ή τη Λαμία στη Ζάκυνθο. Η κερκίδα είναι απέναντι και εγώ κάθομαι μπροστά στον πάγκο. Από απέναντι κάποιος φώναξε: “Κάτσε κάτω ρε Μπάμπη, μας κόβεις τη θέα, δεν βλέπουμε”. Γέλασε όλος ο πάγκος και γέλασα κι εγώ μαζί».
Ποιοι είναι οι απαράβατοι κανόνες που υπάρχουν στον εσωτερικό κανονισμό του Μπάμπη Τεννέ;
«Η συμπεριφορά των ποδοσφαιριστών εντός αγωνιστικών χώρων και στα αποδυτήρια. Εκεί είναι που τρελαίνομαι. Με το να τσακωθούν δύο παίκτες μεταξύ τους. Μία φορά όταν είχαν τσακωθεί δύο παίκτες, τους έδιωξα από την προπόνηση και τους κάλεσα στο γραφείο μου μετά. Μπήκαν μέσα. Βγαίνω έξω από το γραφείο και τους κλειδώνω. Τους είπα: “Σκοτωθείτε εδώ, λύστε τα. Αφού δεν είστε άνθρωποι να τα βρείτε με τα λόγια, πλακωθείτε εδώ”. Μετά από 5′ που άνοιξα την πόρτα ήταν μια χαρά».
«Με χαροποιούσε όταν μου έλεγαν ότι φέρθηκα τίμια στην ομάδα τους»
Το πιο ωραίο που σας έχει πει κάτι κάποιος; Πού σας άγγιξε ως άνθρωπο;
«Όταν μου έλεγαν ότι ήταν πολύ τίμια η συμπεριφορά μου απέναντι στην ομάδα τους. Ήταν αυτό που ήθελα να ακούσω πιο πολύ και από το αν πήγε καλά η ομάδα ή θαυμάσια ο παίκτης. Αυτό με χαροποιούσε πιο πολύ απ’ οτιδήποτε άλλο. Ετσι χτίζονται οι σχέσεις».
Προπονητές με τους οποίους είστε φίλοι;
«Δεν υπάρχουν πολλές φιλίες στο χώρο μας. Τα παλιά χρόνια ήταν καλύτερα. Κατ’ αρχάς εγώ δεν πηγαίνω στα γήπεδα, κάθομαι στην τηλεόραση και το βλέπω. Και ποτέ δεν πάω να δω παιχνίδι που “τρίζει” καρέκλα συναδέλφου. Αν πηγαίνει καλά ένας συνάδελφος μπορεί να πάω. Υπάρχει αυτή η ανθρωποφαγία, που ξεκινάει και από εμάς. Πρέπει να λες για το συνάδελφό σου: “Μακάρι να πάει καλά και το καλοκαίρι εδώ είμαστε”».
Ο Κυράστας είναι ο τελευταίος σας φίλος; Από το χώρο εννοώ.
«Όχι δεν είναι ο τελευταίος. Υπάρχουν κι άλλα παιδιά με τα οποία έχω καλές σχέσεις. Εχω πάρα πολύ καλή οικογενειακή σχέση με τον Καλαϊτζίδη. Εχω με όλους αυτούς που ήμασταν στο πρώτο γκρουπ του UEFA Pro. Με τον Τάκη Λεμονή μένουμε κοντά. Μπορεί να μη βγαίνω έξω να πιούμε καφέ, αλλά και με τον Παράσχο και με τον Αναστασιάδη και με τον Γιοβάνοβιτς υπάρχει αλληλοεκτίμηση και αλληλοσεβασμός. Τα νέα παιδιά έχουν τρομερή ανασφάλεια. Προσπαθούν να στηρίξουν τη δουλειά τους μέσα από τις καλές σχέσεις που δημιουργούν είτε με τους δημοσιογράφους είτε με τους προέδρους. Το μοναδικό που θα σε κρατήσει στη θέση του είναι η δουλειά σου και τίποτα άλλο».
«Δεν προπονώ για να ζω, η προπονητική είναι η ζωή μου»
Τώρα γιατί δεν είστε σε κάποιον πάγκο;
«Γιατί εγώ δεν ενδιέφερα τις ομάδες που με ενδιέφεραν. Ενδιαφέρθηκαν κάποιες ομάδες, που όμως δεν ήθελα εγώ να πάω. Δεν υπήρξε ταύτιση».
Περιμένουμε επιστροφή σας στους πάγκους;
«Κάπου το έχω ακούσει και το υιοθετώ: “Δεν το κάνω για να ζήσω, αλλά αυτό είναι η ζωή μου”. Δεν καίγομαι να πηγαίνω να δουλέψω για να βιοποριστώ. Όμως, αν αυτο δεν το κάνω, είναι σαν να μη ζω. Κάτι λείπει από τη ζωή μου. Όταν αυτό σου δίνει ζωή, δύσκολα το αποχωρίζεσαι και βάζεις “Χ”».
Μέχρι τότε τι κάνετε;
«Περνάω πολύ ευχάριστα με τον τρίχρονο εγγονό μου, τον Χάρη Τεννέ. Για ‘μένα που έχω γυρίσει όλη την Ελλάδα για τη δουλειά μου, είναι πολύ σημαντικό να απολαμβάνω τις οικογενειακές στιγμές μου όταν δεν είμαι σε κάποιον πάγκο. Αυτό κάνω και τώρα».