Ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής Χρήστος Ασημάκης για τον οποίο ο Παναιτωλικός αποτέλεσε ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα, ενώ τίμησε με την παρουσία του και τις φανέλες της ΑΕ Μεσολογγίου και πολλών ακόμη ομάδων, μίλησε στο agriniara.gr για την τεράστια καριέρα του στα γήπεδα της Αιτωλοακαρνανίας.
Μιλώντας στους δημοσιογράφους Γιάννη Τσιρώνη και Μπάμπη Τσιρώνη, ο κ. Ασημάκης αποκάλυψε άγνωστες πτυχές της ποδοσφαιρικής του ζωής, όπως τη μεγάλη χαμένη του ευκαιρία στον Παναιτωλικό όταν ήταν 21 ετών, τη δοκιμή στον ΠΑΟΚ που του είχε προσφερθεί και ουδέποτε αξιοποίησε ο ίδιος, όπως και για σημαντικά πρόσωπα που γνώρισε σε αυτή την μεγάλη διαδρομή, όπως ο Γιάννης Κυράστας, τον οποίο είχε προπονητή στην ΑΕ Μεσολογγίου.
Ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής αναφέρθηκε στις εντυπωσιακές του επιδόσεις σε προχωρημένη ποδοσφαιρική ηλικία, σε εθνικές κατηγορίες, αλλά και στο τοπικό ποδόσφαιρο, την διαδρομή που ακολούθησε για να εκπληρώσει το όνειρό του, όπως και για όσα μετάνιωσε σε αυτό το μεγάλο ταξίδι.
Αναλυτικά η συνέντευξή του:
Το ξεκίνημα στο Παναιτώλιο
Πως ξεκίνησες την ενασχόλησή σου με το ποδόσφαιρο;
«Αρχικά, όπως όλοι, ξεκίνησα και εγώ να παίζω μπάλα στην αλάνα. Πρώτη φορά σε ομάδα αγωνίστηκα 17 ετών στον Ολυμπιακό Παναιτωλίου στο Α’ τοπικό. Στο πρώτο παιχνίδι που έπαιξα, πήγαμε 1-1 και το γκολ το έβαλα εγώ.
Είχαμε προπονητή από το χωριό τον Κώστα Καζάκο. Εκείνη τη στιγμή ήμουν ο μόνος πιτσιρικάς στην ομάδα και δεν πίστευα ότι θα με έβαζε. Παίζαμε στη Ματαράγκα με τον Αράκυνθο. Είχαμε προηγηθεί με το δικό μου γκολ και τελικά το παιχνίδι έληξε 1-1.
Όπως μπήκα για πρώτη φορά σε εκείνο το παιχνίδι, μετά δεν ξαναβγήκα ούτε αλλαγή».
Τι θέση έπαιζες τότε;
«Δεξί εξτρέμ έπαιζα. Μετά έπαιξα και σέντερ φορ. Όλες τις θέσεις μπροστά. Κάθε χρονιά έβαζα από 20 γκολ και πάνω. Τότε το τοπικό ποδόσφαιρο ήταν πολύ δυνατό. Μιλάμε για το 1976-77. Το Παναιτώλιο είχε πολύ καλή ομάδα, αλλά όλες οι ομάδες τότε στο τοπικό ήταν πολύ ισχυρές.
Τότε έπαιζα μπροστά με τον Χρήστο Ζωγράφο. Παίζαμε πολύ καλά μαζί. Μου έβγαζε 20 μπαλιές, τις 15 τις έβαζα γκολ.
Η κάψα μου η μεγάλη όμως από τότε ήταν να παίξω μια μέρα στον Παναιτωλικό».
Η παραλίγο δοκιμή στον ΠΑΟΚ
Πότε έπαιξες πρώτη φορά στον Παναιτωλικό;
«Πήγα πρώτα φαντάρος και όταν γύρισα άρχισα να κάνω προπονήσεις στον Παναιτωλικό. Ήταν νομίζω το 1983. Τότε είχα μία πρόταση να πάω να δοκιμαστώ 15 ημέρες στη Θεσσαλονίκη. Κάποιος με είδε και με πήρε τηλέφωνο τότε ένας φίλος του Κούδα. Μέσω εκείνου θα μπορούσα να είχα δοκιμαστεί.
Εγώ όμως τότε ήθελα να πάω στον Παναιτωλικό και δεν πήγα να δοκιμαστώ στον ΠΑΟΚ. Προπονητής στον Παναιτωλικό ήταν τότε ο Χρήστος Ζαντέρογλου και ήταν η χρονιά που πήγαν στην ομάδα ο Νταλακούρας, ο Αποστολάκης, ο Δήμου και άλλοι. Παίζαμε ένα φιλικό στη Βόνιτσα με τον Αμβρακικό. Είχα πάει και μάλιστα είχα βάλει και γκολ. Είχαμε πάει 1-1. Τότε ο Παναιτωλικός είχε πάρει από τη Βόνιτσα τον Καλαντζή και αυτό ήταν παιχνίδι που θα γινόταν στο πλαίσιο της συμφωνίας των δύο ομάδων για τη μεταγραφή.
Η μεταγραφή που άργησε… 10 χρόνια
Τι έγινε και δεν σε απέκτησε τότε ο Παναιτωλικός;
«Ο Ζαντέρογλου με ήθελε. Έκανα προπονήσεις όλη τη χρονιά στον Παναιτωλικό, αλλά το δελτίο μου ήταν στον Ολυμπιακό Παναιτωλίου και δεν με άφησαν να πάω. Τελικά η μεταγραφή χάλασε.
Τότε ο Παναιτωλικός ήταν Β’ Εθνική και ο Ζαντέρογλου με έβαζε και στα φιλικά. Περίμενα λοιπόν ότι θα γινόταν η μεταγραφή. Για κακή μου τύχη όμως ο προπονητής άλλαξε και ήρθε ο Κουτσογιάννης. Εκείνος δεν με ήθελε όσο ο Ζαντέρογλου και ο πρώτος που ήρθε να με πάρει ήταν ο Ευστρατίου από τον ΑΟ Αγρινίου που είχε ανέβει τότε στο περιφερειακό.
Εγώ όμως δεν ήθελα να πάω στον ΑΟ Αγρινίου γιατί έκανα προπονήσεις με τον Παναιτωλικό. Περίμενα λοιπόν, αλλά τίποτε. Τελικά το πήρα απόφαση και ήμουν έτοιμος να πάω στον Τρίκαρδο Κατοχής με προπονητή τον Δαβουρλή. Μόλις έμαθε όμως ο Κουτσογιάννης ότι θα πήγαινα εκεί, ήρθαν και με βρήκαν άνθρωποι της ομάδας και μου είπαν να πάω στον Παναιτωλικό».

Η χαμένη ευκαιρία επί Κουτσογιάννη
Τελικά ο Κουτσογιάννης δεν σε ήθελε;
«Με κάλεσαν και πήγα προετοιμασία στο Καρπενήσι. Όταν γυρίσαμε όμως σε ένα φιλικό στο Αγρίνιο, συνέβη ένα περιστατικό με τον Κουτσογιάννη, καλά να είναι ο άνθρωπος εκεί που βρίσκεται, αλλά εμένα μου κακοφάνηκε και όταν τελείωσε το παιχνίδι, έφυγα.
Ίσως να έκανα λάθος τότε. Μετά από δύο μήνες περίπου έφυγε ο Κουτσογιάννης. Ίσως αν είχα μείνει στον Παναιτωλικό, τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Αν είχα περιμένει τότε και είχα μείνει στον Παναιτωλικό, ίσως είχα πάρει την ευκαιρία».
Θεωρείς ότι ήταν μία μεγάλη χαμένη ευκαιρία για εσένα;
«Ναι. Το μεγαλύτερο κακό για εμένα ήταν που έφυγε ο Ζαντέρογλου. Εκείνος με ήθελε και πιστεύω ότι θα είχα παίξει. Εκεί έχασα μία μεγάλη ευκαιρία γιατί ήμουν 21 ετών και όλα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Δεν πειράζει όμως. Καλά πέρασα».
Που κατέληξες εκείνη τη χρονιά μετά από όλα τα παραπάνω;
«Επέστρεψα στον Ολυμπιακό Παναιτωλίου. Σκέφτηκα ότι για εμένα τελείωσε ο Παναιτωλικός. Άνοιξα το μαγαζί που έχω και σήμερα (σ.σ. Ηλεκτρολογείο Αυτοκινήτων «Ασημάκης» στην Παρ. Ηρακλείτου στο Αγρίνιο) το οποίο πήγαινε καλά και εγώ έπαιζα στο τοπικό. Εκεί όμως κάθε χρονιά έβαζα 30 γκολ, ακόμη και 40 γκολ σε μία χρονιά στο Α’ τοπικό.
Το 1987 έβαλα 45 γκολ στο Α’ τοπικό και ήρθε μεγάλη πρόταση από την ΑΕ Μεσολογγίου. Η μεταγραφή μου τότε στοίχισε 1.3 εκατομμύρια δραχμές. Πολλά λεφτά για την εποχή. Με ήθελε και ο Παναιτωλικός τότε, αλλά η ΑΕΜ έδωσε πάρα πολλά χρήματα και η μεταγραφή είχε κλείσει. Και οι δύο ομάδες ήταν τότε στο περιφερειακό (Δ’ Εθνική)».
Το «κεφάλαιο» ΑΕΜ και ο Γιάννης Κυράστας
Ποιος ήταν προπονητής σου τότε στο Μεσολόγγι;
«Τότε προπονητής στην ΑΕΜ ήρθε ο Γιάννης Κυράστας. Πρώτο παιχνίδι λοιπόν, ένα φιλικό με μία ομάδα Β’ κατηγορίας της Κύπρου, κερδίσαμε 3-0 και όλα τα γκολ τα έβαλα εγώ. Ο Κυράστας εντυπωσιάστηκε. Εγώ βέβαια ήμουν ήδη 27 ετών. Δεν ήμουν πιτσιρικάς.
Εκείνη τη χρονιά είχα κάνει πολύ καλά παιχνίδια. Είχα βάλει 25 γκολ στη Δ’ Εθνική και μάλιστα είχα βραβευθεί στην Πάτρα ως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της κατηγορίας».
Τι θυμάσαι από εκείνον;
«Θυμάμαι μία φορά που είχε έρθει στις 2:00 τα ξημερώματα στο σπίτι μου γιατί δεν είχα πάει σε ένα γεύμα της ομάδας πριν από ένα ματς κόντρα στον Εργοτέλη. Χτύπησε η πόρτα και όταν άνοιξα είδα έναν φίλο μου από το Παναιτώλιο που τους έδειξε που ήταν το σπίτι και δίπλα του ο Γιάννης Κυράστας. “Κυρ’ Γιάννη, τι θες τέτοια ώρα εδώ”; Του είπα.
“Ήρθα να δω γιατί δεν ήρθες στο γεύμα της ομάδας”. Μου είπε. Με αγάπαγε πολύ. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος και προπονητής».
Κάποιο άλλο περιστατικό από τότε με τον Κυράστα;
«Παίζαμε ένα παιχνίδι στον Εθνικό Αστέρα. Είχαν βγάλει αίμα ακόμη και τα μπούτια μου από τα χτυπήματα. Εγώ κόντευα 28χρονών. Στο τέλος του αγώνα με φώναξαν ο Κυράστας και ο Καρανίκας ο πρόεδρος, γιατί ήθελε να μου μιλήσει ο Καλογεράς του Παναθηναϊκού. Εκείνος μου είπε, “αγόρι μου, θες να παίξεις επαγγελματικό ποδόσφαιρο”; Εγώ τον κοίταξα και γέλασα. Του είπα, “τώρα να παίξω”;
Δεν ήξερε ότι ήμουν ήδη 28 χρονών. Νόμιζε ότι ήμουν πιτσιρικάς. Τέτοιες περιπτώσεις υπήρχαν πολλές».
«Σε τέτοιο “ψηστήρι” ούτε ο Σαραβάκος δεν θα έλεγε “όχι”»
Σε πήγαινε πολύ δηλαδή ο Κυράστας;
«Θυμάμαι είχα κάνει ένα εξαιρετικό παιχνίδι τότε στην Αμαλιάδα. Είχα βάλει τρία γκολ και κερδίσαμε 1-3. Του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση που στα 27 μου έπαιζα σε αυτή την κατηγορία. Το επόμενο παιχνίδι ήταν στη Ρόδο και δεν ήθελα να πάω με το αεροπλάνο. Με “έψηνε” λοιπόν ο Κυράστας για να δεχθώ.
Κάποια στιγμή, αφού δεν έβλεπε “φως”, γύρισε και μου είπε: «Σε τέτοιο “ψηστήρι”, ούτε ο Σαραβάκος δεν θα μου έλεγε “όχι”» (σ.σ. γέλια).
Παθιακάκης και ξανά Κουτσογιάννης
Την επόμενη χρονιά σου στο Μεσολόγγι τι έγινε;
«Την επόμενη χρονιά ο Κυράστας έφυγε και ήρθε ο Γιάννης Παθιακάκης. Εγώ εκείνη τη χρονιά είχα πετύχει πάλι κοντά στα 20 γκολ. Δεν θυμάμαι ακριβώς τον αριθμό».
Τι θυμάσαι από εκείνον;
«Όταν πήγα στο Μεσολόγγι, είχα υπογράψει “εν λευκώ”. Τη δεύτερη χρονιά λοιπόν, όλοι έπαιρναν πολλά χρήματα, αλλά εγώ όχι. Τότε είχε έρθει και ο Βασίλης Ξανθόπουλος από τον Παναιτωλικό.
Πέρασαν λίγες ημέρες και δεν είχα πάει για προπονήσεις. Με πήρε λοιπόν τηλέφωνο ο Παθιακάκης και με ρώτησε, “γιατί”. Του απάντησα ότι έβαλα τόσα γκολ, αλλά δεν παίρνω τα χρήματα που πρέπει και κανόνισε να συναντηθούμε μαζί με τον πρόεδρο. Μου είπε λοιπόν ο πρόεδρος ότι θα πάρω όσα χρήματα έπαιρνε και ο Ξανθόπουλος. Συμφώνησα λοιπόν.
Τότε ο Παθιακάκης του είπε να μου δώσει και προκαταβολή. Μου φέρθηκε πολύ έντιμα».
Με τον Κουτσογιάννη ξανά συναντήθηκες;
«Την δεύτερη χρονιά στην ΑΕΜ, ο Γιάννης Παθιακάκης αποχώρησε μετά από λίγα παιχνίδια και τον διαδέχθηκε ο Κουτσογιάννης. Η αλήθεια είναι ότι εγώ τότε δεν ήθελα να συνεργαστώ μαζί του αλλά ήμουν αρχηγός της ομάδας, δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Μετά από λίγο καιρό όμως τα βρήκαμε. Πιστεύω ότι κατάλαβε και αυτός το λάθος του και όλα άλλαξαν.
Με αγαπούσε πολύ και η συνεργασία μας ήταν εξαιρετική. Είχαμε 15 αγωνιστικές αήττητοι με τον Κουτσογιάννη στον πάγκο της ΑΕΜ. Παρόλα αυτά, εγώ είχα χάσει ήδη την ευκαιρία τότε στον Παναιτωλικό με το περιστατικό που είχε συμβεί».
Μόνιμος σκόρερ κόντρα στον Παναιτωλικό
Τότε η ΑΕΜ βρισκόταν πολύ συχνά στην ίδια κατηγορία με τον Παναιτωλικό. Τι συνέβαινε σε εκείνα τα ματς;
«Σε όλα τα παιχνίδια πρωταθλήματος στο Μεσολόγγι κόντρα στον Παναιτωλικό, τρεις χρονιές που ήμουν εκεί, σκόραρα κάθε χρονιά».
Πως αισθανόσουν σε αυτά τα παιχνίδια, ως Παναιτωλικός που σκόραρε κόντρα στην αγαπημένη του ομάδα;
«Τι να κάνω. Ήταν η δουλειά μου. Από ένα σημείο και έπειτα το ξεπέρασα. Εγώ ήθελα να σκοράρω σε κάθε ματς».
Θυμάσαι κάτι χαρακτηριστικό από εκείνα τα παιχνίδια;
«Θυμάμαι σε ένα παιχνίδι με μάρκαρε ο Κώστας Κωνσταντόπουλος. Είχαμε δώσει ομηρικές μάχες. Σε ένα ματς, 0-0, στο 70ο λεπτό κάνει αλλαγή ο Παναιτωλικός και βγάζει τον Κώστα από το γήπεδο. Όταν είδα την αλλαγή σκέφτηκα ότι θα μπορέσω να σκοράρω. Λίγο αργότερα, έβαλα γκολ με κεφαλιά και η ΑΕΜ κέρδισε 1-0 τον Παναιτωλικό.
Το θυμάμαι ακόμα και όταν βλέπω τον Κώστα του το λέω καμιά φορά. Θυμάσαι του λέω που σε έκανε αλλαγή και έβαλα γκολ; (σ.σ. γέλια)».
Τα ντέρμπι Αγρίνιο – Μεσολόγγι
Πως ήταν εκείνα τα παιχνίδια τότε;
«Ήταν ντέρμπι. Θυμάμαι μία χρονιά είχαμε έρθει στο Αγρίνιο με την ΑΕΜ και είχε 10.000 κόσμο. Και στο Μεσολόγγι είχε πάρα πολύ κόσμο όταν ερχόταν τότε ο Παναιτωλικός. Η ατμόσφαιρα σε εκείνα τα παιχνίδια ήταν καταπληκτική».
Εσύ, ως Αγρινιώτης, που όμως ήσουν αρχηγός της ΑΕΜ, ήσουν αποδέκτης αποδοκιμασιών στο Αγρίνιο;
«Θυμάμαι ένα περιστατικό. Την Κυριακή παίζαμε με τον Παναιτωλικό στο Αγρίνιο. Την Παρασκευή, δύο μέρες πριν τον αγώνα, ήμουν για καφέ με μία παρέα σε μία καφετέρια. Πριν αρχίσει το παιχνίδι, κατεβαίνω από το λεωφορείο και βλέπω δύο άτομα που με έβριζαν. Κοιτάω προς τα εκεί και τι να δω… Ήταν αυτοί με τους οποίους έπινα καφέ την Παρασκευή! (σ.σ. γέλια)».
Υπήρχαν και ευρύτερες αποδοκιμασίες;
«Θυμάμαι σε εκείνο το παιχνίδι είχα βάλει γκολ και το σκορ ήταν 1-1 στο Αγρίνιο. Στο Α’ ημίχρονο ήμουν πολύ καλός. Σε μια στιγμή, με έβριζε όλη η εξέδρα του Παναιτωλικού. Δεν φταίω εγώ που έπαιζα στην ΑΕΜ. Εγώ τη δουλειά μου έκανα. Απλά κοιτούσα στην εξέδρα που με έβριζαν και δεν μπορούσα να πω κάτι».

Όρθιοι από αριστερά: Μωρίκης, Μαχαίρας, Ζαβογιάννης, Ψεύτης, Ασημάκης, Δημόπουλος
Κάτω από αριστερά: Ταράσης, Χαϊδάκης, Κερασιώτης, Ντρέλιας, Γαλής
Επιτέλους «καναρίνι»
Στον Παναιτωλικό, τελικά, πως έπαιξες;
«Ήταν η τέταρτη χρονιά μου στην ΑΕΜ και είχαμε παίξει 4-5 παιχνίδια. Η ομάδα είχε αποκτήσει πολλούς παίκτες. Κάποιους ακόμη και από τον Παναιτωλικό. Προπονητής ήταν ο Γαλανός, ο οποίος δεν με εμπιστευόταν όσο οι προηγούμενοι. Ήταν το 1991 αν θυμάμαι καλά. Εγώ ήμουν 31 ετών. Παίξαμε τότε ένα παιχνίδι στο Ναύπλιο και είχα σκοράρει το νικητήριο γκολ, 1-2.
Μετά το παιχνίδι είχα μιλήσει με τον Κότσαλο που ήταν τότε προπονητής στον Παναιτωλικό και εκείνος με ήθελε. Οι δύο ομάδες τότε στην Γ’ Εθνική».
Ήταν εύκολο να φύγεις από την ΑΕΜ;
«Στην ΑΕΜ πρόεδρος ήταν ο Αντωνίου. Πήγα και τον βρήκα και του είπα ότι ήθελα να φύγω. Εκείνος με ρώτησε τι θα έκανα αν έφευγα και του απάντησα ότι θα σταμάταγα το ποδόσφαιρο και θα πήγαινα στο Παναιτώλιο, ώστε να με αφήσει να φύγω. Τον ρώτησα λοιπόν τι θα ήθελε για να με αφήσει ελεύθερο και μου απάντησε ότι ήθελε 1 εκατ. δραχμές.
Στον Παναιτωλικό τότε πρόεδρος ήταν ο Κανατσούλης. Του μετέφερα τις απαιτήσεις της ΑΕΜ και εκείνος μου έδωσε μια επιταγή με τα χρήματα για να πάρω το δελτίο. Συναντήθηκα με τον γραμματέα της ομάδας και εκείνος μου είπε ότι ο πρόεδρος της ομάδας ήθελε εκτός από τα χρήματα, να υπογράψω μια υπεύθυνη δήλωση ότι δεν θα πήγαινα στον Παναιτωλικό».
Και εσύ τι έκανες;
«Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα κάτι άλλο. Πήρα το χαρτί και του έκανα μία υπεύθυνη δήλωση στην οποία έγραψα ότι “θα πάω στο Παναιτώλιο”. Βέβαια αυτό έχει πολλές ερμηνείες… Παραδείγματος χάρη, “πάω στο Παναιτώλιο να κοιμηθώ” (σ.σ. γέλια). Κάπως έτσι πήρα τελικά το δελτίο και κατάφερα να γίνω ποδοσφαιριστής του Παναιτωλικού».
Άνοδος στη Β’ Εθνική
Θυμάσαι το πρώτο σου επίσημο παιχνίδι με τη φανέλα του Παναιτωλικού;
«Η μοίρα έφερε έτσι τα πράγματα να είναι το πρώτο μου παιχνίδι στο Μεσολόγγι κόντρα στην ΑΕΜ, ως ποδοσφαιριστής του Παναιτωλικού. Θυμάμαι είχα και ένα δοκάρι. Εκείνη τη χρονιά, σε μισό πρωτάθλημα, είχα πετύχει 17 γκολ με τη φανέλα του Παναιτωλικού. Στο παιχνίδι στο Αγρίνιο είχαμε κερδίσει με 1-0 την ΑΕΜ και μάλιστα με δικό μου γκολ».
Δεν υπήρχαν αντιδράσεις από την ΑΕΜ που τελικά πήγες στον Παναιτωλικό;
«Υπήρχαν αντιδράσεις αλλά εγώ αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να παίξω για τον Παναιτωλικό και τα κατάφερα».
Χρονιά ανόδου για τον Παναιτωλικό;
«Ναι, καταφέραμε να ανέβουμε στη Β’ Εθνική. Ο Παναιτωλικός είχε κάνει μεταγραφές για να ανέβει κατηγορία. Και εγώ γι’ αυτό είχα πάει, για να ανεβάσουμε την ομάδα. Ήμουν ήδη 31 ετών. Δεν ήμουν μικρός, αλλά είχα δυνάμεις.
Την επόμενη χρονιά σε μεγαλύτερη κατηγορία ήμουν πάλι βασικός. Πρόλαβα να παίξω έντεκα παιχνίδια. Ο Κότσαλος που ήταν τότε προπονητής έκανε μία ομιλία σε όλους τους ποδοσφαιριστές σε ένα παιχνίδι κόντρα στον Ηρακλή για το Κύπελλο Ελλάδας και είχε κάνει ειδική αναφορά σε εμένα.
Είχε πει τότε σε όλους ότι “τον Ασημάκη τον πήρα για να με βοηθήσει να ανέβω Β’ Εθνική, αλλά όσο θα είμαι εγώ προπονητής, θα είναι βασικός γιατί του αξίζει να παίζει”. Συνέχισα λοιπόν να παίζω, μέχρι που στα μισά της σεζόν παραιτήθηκε η διοίκηση και άλλαξε και ο προπονητής. Είχε έρθει ο Καραπατής».
Η αποχώρηση από το Αγρίνιο
Αποχώρησες λόγω των διοικητικών δυσκολιών τότε στην ομάδα;
«Ήταν δύσκολα χρόνια. Μου χρώσταγαν και κάποια χρήματα, περίπου 1 εκατομμύριο δραχμές. Δεν τα πήρα ποτέ και ούτε τα ζήτησα. Μίλησα με τον Κώστα Καραπατή και του ζήτησα να φύγω. Εκείνος μου απάντησε, “που να πας; Είσαι βασικός”! Τελικά έλυσα το συμβόλαιό μου και πήγα στον Παναιγιάλειο γιατί είχα ένα καλό φίλο στο Αίγιο».
Σε ποια κατηγορία τότε ο Παναιγιάλειος;
«Στη Δ’ Εθνική. Αλλά οργανωτικά δεν υστερούσε σε σχέση με τον Παναιτωλικό τότε. Είχε γήπεδο με χόρτο και οι συνθήκες ήταν πολύ καλές. Δεν ήταν μικρή ομάδα».
Πόσο έμεινες εκεί;
«Μισή σεζόν έπαιξα εκεί αλλά έκανα πολύ καλά παιχνίδια. Πέρασα πάρα πολύ καλά στο Αίγιο. Το μετάνιωσα που δεν έμεινα και άλλη χρονιά. Μου έκαναν πρόταση αλλά δεν συνέχισα εκεί».
«Μετάνιωσα που έφυγα από τον Παναιτωλικό»
Εκτός από την απόφαση να μη συνεχίσεις στον Παναιγιάλειο, έχεις μετανιώσει κάποια άλλη απόφαση;
«Μετάνιωσα που έφυγα εκείνη τη χρονιά από τον Παναιτωλικό γιατί η ομάδα έπεσε από την Β’ Εθνική. Πιστεύω αν είχα μείνει θα είχα βοηθήσει. Τα πράγματα όμως ήταν δύσκολα οικονομικά και στο Αίγιο πήρα καλά χρήματα. Περίπου 4 εκατομμύρια δραχμές τότε».
Γιατί δεν συνέχισες στον Παναιγιάλειο;
«Ήθελα να σταματήσω. Με “έσπρωχναν” όμως να συνεχίσω. Τότε είχε πάει στον Άρη Αιτωλικού προπονητής ο Τάκης Λιάσκος και μου είπε “έλα κάτω”. Εγώ του είπα “ρε Τάκη, είναι μακριά”. Εκείνος επέμεινε. “Θα έρθεις να με βοηθήσεις”, μου είπε. Πήγα λοιπόν στο Αιτωλικό και την πρώτη μέρα ήμασταν μόλις έξι άτομα στην προπόνηση.
“Ρε Τάκη, τι είναι αυτά”, του λέω. Εκείνος συνέχισε, “θα έρθουν και άλλοι, υπομονή”. Την επόμενη ημέρα οι έξι έγιναν επτά κλπ. Εγώ τότε του είπα ότι “για να συνεχίσω να έρχομαι θέλω αυτά τα λεφτά”. Του είπα λοιπόν ένα ποσό, για να μου πει ότι είναι πολλά, να μη μου τα δώσουν και να μη ξαναπάω. Έλα όμως που όσα ζήτησα μου τα έδωσαν.
Κάπως έτσι συνέχισα να παίζω ποδόσφαιρο».
Μεγάλη καριέρα στα τοπικά πρωταθλήματα
Τελικά πόσα χρόνια έπαιξες ακόμα;
«Έπαιξα πολλά χρόνια ακόμα! Μετά πήγα στην ΑΕΚ Αγίου Κωνσταντίνου στο τοπικό. Έπειτα στον Ολυμπιακό Παναιτωλίου για άλλα δύο χρόνια. Επέστρεψα στο Αιτωλικό με προπονητή τον Γιάννη Μακρή στα 38 μου.
Ο Γιάννης στη συνέχεια παραιτήθηκε και εγώ σκεφτόμουν επιτέλους να σταματήσω, αλλά ανέλαβε προπονητής ο Χρήστος Δημητρίου και μου είπε “δεν θα φύγεις”. Θα σταμάταγα αλλά έμεινα για τον Χρήστο.
Ήμουν 38 χρονών, αλλά έβαλα 23 γκολ εκείνη τη χρονιά και τερματίσαμε πρώτοι στην κατηγορία. Παίξαμε μπαράζ για να ανέβουμε στο περιφερειακό. Τελικά χάσαμε και δεν ανεβήκαμε τότε».
Και μετά;
«Μετά ο Γιάννης Μακρής πήγε στην Παραβόλα και με ήθελε πάλι στην ομάδα του. Τον ακολούθησα και στον Απόλλωνα Δοκιμίου όταν ήμουν 40 χρονών.
Στο Δοκίμι είπα στον Γιάννη ότι θα παίξω σε λίγα παιχνίδια. Όμως εκείνη τη χρονιά πολλοί ποδοσφαιριστές δεν ερχόντουσαν σε κάποια παιχνίδια και τελικά έπαιξα σε όλα! Τελείωσε η χρονιά και είχα βάλει 30 γκολ στα 40 μου»!

(Νίκη του Άρη 2-0 με δικά του γκολ)
«Είχα φτάσει 43 ετών αλλά έτρεχα»
Συνέχισες να παίζεις κι άλλο;
«Εννοείται… Μετά επέστρεψα στον Ολυμπιακό Παναιτωλίου, ξανά με σκοπό να κλείσω την καριέρα μου. Κάναμε όμως πρωταθλητισμό και παίξαμε μπαράζ με το Αντίρριο στη Ναύπακτο για να ανέβουμε στο περιφερειακό. Χάσαμε και δεν ανεβήκαμε.
Το καλοκαίρι όμως ήρθε ο μακαρίτης ο Γιάννης Τραγόμαλος στο μαγαζί και με ζήτησε στην ΑΕΚ Αγίου Κωνσταντίνου. Αρχικά δεν ήθελα, αλλά τελικά πήγα. Έπαιξα 2-3 χρόνια εκεί.
Κάποια στιγμή φοβήθηκα μη πάθω τίποτα. Είχα φτάσει 43 ετών αλλά έτρεχα ακόμη σαν να μην πέρασε μια μέρα».
Πως κατάφερες να παίζεις ακόμα σε τέτοια ηλικία;
«Έκανα καλή ζωή. Πρωινές προπονήσεις. Πήγαινα στο μαγαζί. Δεν έπινα, ούτε κάπνιζα. Είχα πολλές δυνάμεις… Και τώρα αν παίξω μπάλα, θα τρέχω»!
Βασικός μέχρι 52 ετών!
Τελικά που έκλεισες την καριέρα σου;
«48 ετών πήγα στην Παντάνασσα που ήταν προπονητής ο Πάνος Δήμου. Με ρώτησε λοιπόν ο Πάνος, “που θες να παίξεις”; Του απάντησα, “βάλε με λίμπερο”.
Ξεκίνησα λοιπόν και έπαιξα 3-4 παιχνίδια ως λίμπερο. Μετά από ένα ξενύχτι που είχα πάει σε έναν γάμο στην Αθήνα, γύρισα 7:00 το πρωί. Ο αγώνας ήταν ένα ντέρμπι με την Παραβόλα. Εγώ τους είπα, “παιδιά, προσέξτε λιγάκι γιατί είμαι από ξενύχτι”. Εντάξει μου είπαν και μπήκα ξανά να παίξω λίμπερο.
Σε εκείνο το παιχνίδι κερδίζαμε 2-0, αλλά μας είχαν ισοφαρίσει σε 2-2 και σε μία φάση, παίρνω τη μπάλα από έναν πιτσιρικά και εκείνος έπεσε κάτω.
Βλέπω τότε κάποιον να με βρίζει έξω από το γήπεδο. “Εμένα βρίζεις”; Τον ρώτησα… “Ναι ρε, εσένα”. Μου απάντησε εκείνος.
Γυρίζω τότε στον Πάνο Δήμου και του λέω, “βάλε με στην επίθεση”. Το δέχθηκε ο Πάνος και έβαλε κάποιον άλλο πίσω και εμένα μπροστά. Τελικά έβαλα δύο γκολ και έβγαλα και μία ασίστ. Το παιχνίδι έληξε 5-2, εξαιτίας εκείνου του τύπου που με έβρισε.
Στην Παντάνασσα έπαιξα τελικά τρία χρόνια».
Αφιέρωμα στην εφημερίδα «Τα Νέα»
Περίμενε, δηλαδή δεν σταμάτησες στην Παντάνασσα;
«Όχι, έπαιξα και μία ακόμη χρονιά. 52 ετών και έπαιζα ακόμα. Τότε με πήρε τηλέφωνο κάποιος από την εφημερίδα “Τα Νέα” και του είχαν πει ότι υπήρχε ποδοσφαιριστής που ήταν 52 ετών στην Αιτωλοακαρνανία και ήθελε να μου κάνει αφιέρωμα. Με ρώτησε λοιπόν, “πόσο παίζεις; 10 λεπτά»; Και του απάντησα, «δεν παίζω 10 λεπτά… Παίζω δύο ημίχρονα»…
Εκείνος αφού άκουσε την απάντησή μου, μου είπε, «πλάκα μου κάνεις»; Ζήτησε λοιπόν να του στείλω φωτογραφία. Του την έστειλα και μόλις την είδε μου είπε, “στείλε μου και την ταυτότητα γιατί δεν θα πιστεύουν οι αναγνώστες ότι είσαι 52 ετών”.
Τελικά σταμάτησα το ποδόσφαιρο στα Ρουσέικα που ήταν ένας φίλος μου και είχα πάει για να βοηθήσω. Δεν είχα πρόβλημα με τις δυνάμεις μου. Θα μπορούσα να έπαιζα κι άλλο».
Μια ζωή ποδοσφαιριστής
Μετά το τέλος στο τοπικό, τέλος και το ποδόσφαιρο;
«Όχι. Όποτε μπορώ παίζω. Κάποτε είχα πρόβλημα και στο πρωτάθλημα επαγγελματιών γιατί ήμουν 50 χρονών αλλά έπαιζα Α’ τοπικό και κάποιοι διαμαρτύρονταν. Αφού ήμουν 50 ετών όμως.
Παίζεις και με τους παλαίμαχους;
«Με τους παλαίμαχους έχουμε μία καλή ομάδα. Βρίσκουμε φίλους, ακόμα και στις αντίπαλες ομάδες. Περνάμε καλά».
«Με την κόρη μου παίζουμε μαζί ποδόσφαιρο»
Έχεις τρία παιδιά. Παίζουν ποδόσφαιρο;
«Έχω δύο γιους και μία κόρη. Τα αγόρια δεν παίζουν ποδόσφαιρο, αλλά η κόρη μου παίζει στην ομάδα γυναικών του Παναιτωλικού (σ.σ. Σίσσυ Ασημάκη). Καμιά φορά μάλιστα παίζουμε και μαζί ποδόσφαιρο!
Σε πολλά παιχνίδια παίζουμε με φίλους και η Σίσσυ είναι δεξί μπακ και εγώ δεξί εξτρέμ. Μάλιστα σε ένα παιχνίδι παλαίμαχων στη Λιβαδειά φέτος, είχε έρθει μαζί μου.
Κάποια στιγμή μου φωνάζουν από τον πάγκο, “αλλαγή”. Κοιτάω να δω ποιος θα με αντικαταστήσει και τελικά ζήτησαν να παίξει η Σίσσυ»!
Για το ποδόσφαιρο γυναικών τι άποψη έχεις;
«Μου αρέσει πολύ. Υπάρχουν κάποιες κοπέλες που παίζουν εξαιρετικό ποδόσφαιρο. Θυμάμαι μια χρονιά στο Αίγιο είχε έρθει η ομάδα γυναικών της Μπαρτσελόνα. Είχε παίξει και με ελληνικές ομάδες και έπαιζαν σε αυτές κάποιες εξαιρετικές ποδοσφαιρίστριες»!
Ανεπάρκεια χιαστού
Τραυματισμούς στην καριέρα σου δεν είχες;
«Όχι. Και φαντάσου ότι όλα αυτά τα έκανα παίζοντας με ανεπάρκεια χιαστού από 23 ετών»!
Τι εννοείς;
«Σε ένα παιχνίδι Παναιτωλικός – Επίλεκτοι Αιτωλοακαρνανίας, ένα παιδί που τότε έπαιζε στον Παναιτωλικό με τραυμάτισε σοβαρά στο γόνατο. Έκανα φυσικοθεραπείες, μάζευε όμως υγρό και είχα πρόβλημα».
Και πως το αντιμετώπισες;
«Πριν πάω στην ΑΕΜ, ήταν ένα παιχνίδι Παναχαϊκή – Ολυμπιακός. Στον Ολυμπιακό έπαιζε ο Πέτρος Μίχος. Του ζήτησα λοιπόν αν θα μπορούσε να με δει ο δικός τους φυσικοθεραπευτής. Στον Ολυμπιακό τότε ήταν ο Πρίφτης. Πήγα και με είδε.
Πήγα στο δωμάτιο του Πέτρου Μίχου στην Πάτρα και ήρθε ο φυσικοθεραπευτής που με εξέτασε.
Αφού με είδε, μου είπε: “Φίλε, χρειάζεσαι εγχείρηση. Μη πάρεις λεφτά από το ποδόσφαιρο γιατί δεν βγάζεις σεζόν». Και του απάντησα, «εντάξει».
Ο ένας στο εκατομμύριο
Εσύ τι έκανες μετά;
«Εκείνη τη χρονιά, πριν πάω στην ΑΕΜ, είχα βάλει 45 γκολ στο τοπικό. Ξεκίνησα λοιπόν και έκανα βάρη με τα πόδια. Αν ρωτήσετε τον Καλφούντζο τον φυσικοθεραπευτή πως έπαιξε μπάλα ο Ασημάκης, θα σας πει. Ένας στο εκατομμύριο παίζει μπάλα έτσι, με τέτοιο γόνατο. Εγώ έπαιξα».
Δεν αντιμετώπισες ποτέ πρόβλημα τραυματισμού, παρά το πρόβλημά σου;
«Έπαιζα 50-60 παιχνίδια κάθε χρονιά. Ποτέ δεν αντιμετώπισα πρόβλημα. Ποτέ δεν βγήκα με τραυματισμό από κάποιο παιχνίδι. Θλάση δεν έπαθα ποτέ. Παρά το πρόβλημα στο γόνατο, όλες οι χρονιές μου ήταν γεμάτες».
Τα πόδια σου στη “φωτιά” τα έβαζες;
«Εγώ ως ποδοσφαιριστής έφαγα πολύ ξύλο στα γήπεδα. Οι αντίπαλοι δεν έλεγαν “μαρκάρετε τον Ασημάκη”. Έλεγαν “χτυπάτε τον να βγει έξω”. Με χτύπαγε ποδοσφαιριστής και μου έλεγε, “δεν στο ‘σπασα ακόμα”; Τέτοια άκουγα»…
«Βαριά» η φανέλα του Παναιτωλικού
Ποδοσφαιρικά, ποιο ήταν το όνειρό σου;
«Το όνειρό μου ήταν να παίξω στον Παναιτωλικό και έγινε πραγματικότητα, έστω και με 10 χρόνια καθυστέρηση. Ο Παναιτωλικός είναι μεγάλη ομάδα. Είναι πολύ μεγάλη υπόθεση για εμάς τους Αγρινιώτες να παίξουμε στον Παναιτωλικό. Κάθε Αγρινιώτης θέλει να παίξει στον Παναιτωλικό».
Τότε ήταν έντονο το τοπικό στοιχείο. Σωστά;
«Όταν έπαιζα εγώ στον Παναιτωλικό, ήταν στην ενδεκάδα οκτώ Αγρινιώτες».
Θα μπορούσε σήμερα να συμβεί κάτι ανάλογο, ακόμη και σε μικρότερο βαθμό;
«Τότε ήταν πολύ ανεβασμένο το επίπεδο του τοπικού ποδοσφαίρου. Τώρα δυστυχώς είναι χαμηλότερο. Εγώ πιστεύω ότι από τις ακαδημίες δεν βγαίνουν όσα παιδιά έβγαιναν παλιότερα στην αλάνα».
Άρα δεν υπάρχει το ταλέντο;
«Ο Παναιτωλικός έχει απαιτήσεις. Έχει άγχος. Είναι βαριά η φανέλα του Παναιτωλικού. Ο κόσμος έχει απαιτήσεις. Έχουμε δει πολλούς ποδοσφαιριστές να φεύγουν από το Αγρίνιο και να κάνουν καριέρα αλλού. Εδώ όμως δεν μπορούν να παίξουν. Αυτό οφείλεται στις απαιτήσεις που υπάρχουν».
«Από τον κόσμο έχω εισπράξει αγάπη»
Εσένα σε επηρέαζαν οι απαιτήσεις του κόσμου;
«Φυσικά. Τους ακούς όλους όταν είσαι στο γήπεδο. Στα πρώτα παιχνίδια στον Παναιτωλικό θυμάμαι στιγμές που περνούσε η μπάλα κάτω από τα πόδια μου και είχα άγχος».
Έχεις αποβληθεί ποτέ σε αγώνα;
«Μόνο μία φορά τη χρονιά που είχα βάλει τα 45 γκολ με τον Ολυμπιακό Παναιτωλίου, πριν πάω στην ΑΕΜ. Παίζαμε στο Αγγελόκαστρο και ένα αντίπαλος με τραβούσε για 15 μέτρα. Γύρισα και τον κοίταξα. Τότε ένας άλλος με έβρισε και τον έβρισα και εγώ. Ο διαιτητής απέβαλε εμένα. Κανονικά έπρεπε να φάω τρεις αγωνιστικές για απευθείας κόκκινη, όμως υπήρχε παρατηρητής και είδε το λάθος. Έφαγα μόνο μία αγωνιστική».
Από τον κόσμο τι έχεις εισπράξει;
«Αγάπη. Όπου και να πάω. Μέσα στο γήπεδο ακόμα και όταν με χτυπούσαν δεν αντιδρούσα. Έχω παντού φίλους».