Ο Δημήτρης Κωνσταντόπουλος «έφαγε με το κουτάλι» τα γήπεδα της Αγγλίας για περίπου 12 χρόνια , αλλά πλέον έχοντας αφήσει πίσω την ποδοσφαιρική του καριέρα, αναλαμβάνει ρόλο προπονητή τερματοφυλάκων στον Παναιτωλικό. Για το παρόν, το παρελθόν, αλλά και το μέλλον του, μιλά στο SDNA.
Ο «Dimi» όπως ήταν γνωστός στο «Νησί» πέρασε τα περισσότερα χρόνια της καριέρας του, αγωνιζόμενος κάτω από τα γκολποστ, σε αγγλικές ομάδες. Κόβεντρι, Χαρτλπουλ Γιουνάιτεντ, Σουόνσι, Νότιγχαμ, Κάρντιφ και Μίντλεσμπρο ήταν οι σταθμοί του, σπάζοντας με την τελευταία και ρεκόρ. Αν και ξεκίνησε παίζοντας μπάσκετ και ποδόσφαιρο, τελικά προτίμησε το δεύτερο, πραγματοποίησε το όνειρό του, που ήταν να αγωνιστεί στα αγγλικά πρωταθλήματα, κάνοντας όπως μας λέει αρκετά «restart».
Έχοντας κρεμάσει πια τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, ανοίγει το κεφάλαιο της προπονητικής, αρχικά ως προπονητής τερματοφυλάκων και πλέον επιστρέφει στην Ελλάδα για τον Παναιτωλικό.
Ο Δημήτρης Κωνσταντόπουλος μιλά στο SDNA για τη νέα καριέρα που ξεκινά, για το πως προέκυψε η πρόταση του Παναιτωλικού, για τα χρόνια στη Μίντλεσμπρο, όπου έζησε το δικό του «όνειρο», αλλά και για τη δύσκολη περίοδο με την ΑΕΚ.
«Είχα μία πρόταση από τον Παναιτωλικό για προπονητής τερματοφυλάκων. Ο στόχος είναι κάποια στιγμή να κάνω τη μετάβαση σαν προπονητής. Για να ξεκινήσω ήταν πιο εύκολο σαν προπονητής τερματοφυλάκων, είναι πιο εύκολο λόγω εμπειρίας. Έχω δουλέψει με κορυφαίους προπονητές στην καριέρα μου και έχω πάρει πολλά από τον καθένα και έχω νομίζω καλή εικόνα για το πως μπορώ να διαχειριστώ μία ομάδα.
Η πρόταση από τον Παναιτωλικό προέκυψε μέσω του Γιάννη Αναστασίου. Γνωριζόμαστε, έχει κι αυτός ευρωπαϊκή νοοτροπία. Κάναμε μία συζήτηση και ταιριάζουμε και σαν ποδοσφαιρική φιλοσοφία αλλά και σαν άνθρωποι. Έχουμε χημεία. Κι αυτός είναι ο κύριος λόγος που το εξέτασα πιο ζεστά και δέχθηκα».
Πως προέκυψε η προπονητική; Ήταν το αρχικό σας πλάνο ή προέκυψε στην πορεία;
«Σωματικά ήμουν σε καλή κατάσταση όταν σταμάτησα, αλλά ήθελα να διαλέξω κάτι να μου ταιριάζει. Η προπονητική ήταν το επόμενο βήμα. Ήταν δύσκολη απόφαση μετά από 23 χρόνια καριέρας, να κάνεις την αλλαγή. Είναι διαφορετική η ρουτίνα και ο τρόπος ζωής, αλλά συνήθισα αρκετά γρήγορα.
Ήταν όμως το επόμενο φυσικό βήμα. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου μακριά από το ποδόσφαιρο και χωρίς να έχω κάποιο ρόλο στο ποδόσφαιρο. Ήθελα να είμαι στο γήπεδο, από τον πάγκο σε κάποια ομάδα. Ήθελα να είναι γρήγορη η μετάβαση…μέχρι τα 40 μου προσπαθούσα να βελτιωθώ, έκανα την καλύτερη μου χρονιά στα 36 με τη Μίντλεσμπρο».
Ίσως δεν είναι και το σύνηθες να βλέπουμε έναν πρώην τερματοφύλακα να αναλαμβάνει χρέη προπονητή…
«Υπάρχουν όχι πολλοί βέβαια, τερματοφύλακες που γίνονται προπονητές, αν και αυτή τη στιγμή γίνονται περισσότεροι. Ο πρώην προπονητής της Γουλβς και της Τότεναμ, ήταν τερματοφύλακας, ο προπονητής του Άρη. Κατά κόρον δεν είναι ο κανόνας, γιατί πολλοί τερματοφύλακες βολεύονται περισσότερο με το στοιχείο αυτό επειδή το έχουν ζήσει. Εξαρτάται από το χαρακτήρα και το πλάνο του καθενός».
Από την καριέρα σας ποιους προπονητές ξεχωρίζετε;
«Σίγουρα τα ονόματα που ξεχωρίζουν είναι ο Ρομπέρτο Μαρτίνεθ, που είναι τώρα στην Εθνική Βελγίου, ο Άιτορ Καράνκα, ο Φερνάντο Σάντος στην Εθνική, ο Μανόλο Χιμένεθ, ο Κρις Κόλμαν. Υπάρχει μεγάλη λίστα και ήμουν τυχερός που τους είχα σαν προπονητές. Διευρύνεται το φάσμα της ποδοσφαιρικής κουλτούρας«.
Ποια η άποψή σας για το ελληνικό ποδόσφαιρο και τι ξεχωρίζει στο αγγλικό και όλοι μιλούν γι’ αυτό;
«Παρακολουθώ το ελληνικό πρωτάθλημα. Το ελληνικό ποδόσφαιρο έχει πολλά προσόντα να γίνει καλύτερο, έχει παίκτες καλούς που κάνουν καριέρα στο εξωτερικό, κι αυτό δείχνει ότι έχουμε ταλέντα στην Ελλάδα. Χρειάζεται να οργανωθεί καλύτερα για να κάνει το βήμα παραπάνω και να θεωρείται από τα καλά πρωταθλήματα. Γίνονται βήματα προς τα εκεί, αλλά υπάρχει χώρος βελτίωσης.
Στην Αγγλία ξεχωρίζει η οργάνωση σε όλα τα επίπεδα. Οι ομάδες λειτουργούν σαν εταιρείες και ο στόχος είναι το κέρδος και έτσι χειρίζονται την ομάδα. Προσφέρουν καλή οργάνωση στα γήπεδα γι’ αυτό και ο κόσμος πηγαίνει σ’ αυτά. Είναι ανταγωνιστικό σε όλες τις κατηγορίες. Αν μία κατηγορία έχει 24 ομάδες, οι 20 κάθε χρονιά έχουν στόχο την άνοδο. Γενικά οι άνοδοι κρίνονται σε λεπτομέρειες. Όλο αυτό έχει κάνει τους χορηγούς να προτιμούν την Αγγλία και η πλειοψηφία των παικτών θέλει να παίξει εκεί».
Γεννημένος το 1978 στη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησε παίζοντας μπάσκετ στον Ηρακλή και ποδόσφαιρο στον Μέγα Αλέξανδρο. Επέλεξε τελικά τα γκολποστ και τη μπάλα και οι πρώτες προτάσεις ήρθαν από Καλαμάτα και ΟΦΗ.
«Είχα τρέλα και για τα δύο, μπάσκετ στον Ηρακλή και ποδόσφαιρο στον Μέγα Αλέξανδρο Θεσσαλονίκης. Κάποια στιγμή όμως έπρεπε να αποφασίσω επειδή είχα κληθεί για την Εθνική νέων στο ποδόσφαιρο και θεώρησα ότι αυτό έπρεπε να ακολουθήσω.
Εκείνη την εποχή όχι δεν υπήρχε πρόταση από ομάδα της Θεσσαλονίκης, ήμουν πιο κοντά στον ΟΦΗ και στην Καλαμάτα. Τότε ήταν ο Γκέραρντ στον ΟΦΗ και είχε έρθει, αλλά λόγω της καταγωγής μου και λόγω του ότι είχα κάποια οικογενειακά μέλη εκεί, διάλεξα την Καλαμάτα. Ήταν στην Α’ Εθνική τότε. Από Θεσσαλονίκη υπήρξε μεν ενδιαφέρον, αλλά δεν ήταν κάτι ουσιαστικό».
Κεφάλαιο Αγγλία…
«Όπου πήγα στην Αγγλία, πήγα πάντα με χαμηλές προσδοκίες, όχι για τον εαυτό μου, για μένα είχα πάντα υψηλές, αλλά γενικά έπρεπε να κερδίσω τα συμβόλαια, τις θέσεις. Όπου πήγα με δοκιμή, προχώρησα με δουλειά και αφοσίωση. Κατάφερα να γίνω ένας από τους καλύτερους τερματοφύλακες που πέρασαν από την Χάρτλπουλ. Στην Κόβεντρι ήταν ένα φεγγάρι όπου είχα αρκετές προτάσεις, τη διάλεξα, αλλά τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα ήθελα, τραυματίστηκα στον αχίλλειο τένοντα και έμεινα εκτός για 10 μήνες.
Στην Σουόνσι, στην Κάρντιφ, στη Νότιγχαμ είχα πολύ καλές εμπειρίες, αλλά ξεχωρίζω αυτή στη Σουόνσι για τον προπονητή και για εκείνη την ομάδα που ήταν πολύ δεμένη και έπαιζε διαφορετικό ποδόσφαιρο από τους άλλους».
Το 2013 έρχεται η πρόταση από τη Μίντλεσμπρο. Ένα συμβόλαιο λίγων μηνών καταλήγει σε συνεργασία έξι ετών (μέχρι το 2019), με τον Δημήτρη Κωνσταντόπουλο να πανηγυρίζει με την ομάδα την άνοδο στην Πρέμιερ λιγκ, ενώ κόντρα στην Πιτέρμπορο έγινε ο μεγαλύτερος σε ηλικία ποδοσφαιριστής που φόρεσε ποτέ τη φανέλα της Μίντλεσμπρο.
«Είχα τελειώσει από την ΑΕΚ, πήγα με μικρό συμβόλαιο μερικών μηνών και κατάφερα να μείνω έξι χρόνια, καταρρίψαμε όλα τα ρεκόρ της ομάδας, ανεβήκαμε στην Premier League.
Έχω πολλά ρεκόρ σαν τερματοφύλακας από την ομάδα και την κατηγορία, ήταν η καλύτερη περίοδος της καριέρας μου, γιατί ήμουν σε μια ομάδα πολύ οργανωμένη, είχα πολύ καλή σε σχέση με τους φίλαθλους που με δέχθηκαν αμέσως εγκάρδια. Ευχαριστήθηκα και τα έξι χρόνια, καθώς πάντα παλεύαμε για κάτι και ποτέ δεν ήταν μια βαρετή χρονιά».
Είχατε ποτέ κακή αντιμετώπιση από τους φιλάθλους ή δεχθήκατε κάποιο ρατσιστικό σχόλιο;
«Πάντα υπάρχουν αυτά, όχι μόνο προς Έλληνες, αλλά υπάρχουν σε όλες τις χώρες. Είναι όμως μέρος της δουλειάς μας η κριτική και το να ακούμε κάθε είδους σχόλιο. Το θέμα είναι πόσο επεξεργάζεσαι και το αφήνεις να σε επηρεάσει. Για μένα δε χρειάζεται να φτάσει στο άλλο άκρο, προσωπικά δε θυμάμαι κάποιο τέτοιο περιστατικό».
Ποιες στιγμές ξεχωρίζετε από την καριέρα σας;
«Την πρώτη μου εμφάνιση στο παιχνίδι με την Εθνική Ελλάδας στο παιχνίδι με τη Μάλτα, στο «Γ.Καραϊσκάκης» και την άνοδο με τη Μίντλεσμπρο στην Premier League. Ήταν κάτι ξεχωριστό και γενικά η μέρα εκείνη, ο στόχος που επετεύχθη μετά από χρόνια για την ομάδα και οι πανηγυρισμοί που ακολούθησαν».
Τι κρατάτε από τα 23 χρόνια που ήσασταν στα γήπεδα και υπερασπιζόσασταν μια εστία;
«Ότι το ποδόσφαιρο αλλάζει από βδομάδα σε βδομάδα, πολλές φορές, δεν μπορείς να κάνεις μακροχρόνια σχέδια. Αυτό που πρέπει να έχεις στο νου είναι να μπορείς να κάνεις restart. Εγώ έχω κάνει πολλά στην καριέρα μου και από εκεί που ήμουν ξεγραμμένος έσπασα πολλά ρεκόρ, και αυτό σκοπεύω να κάνω και ως προπονητής, απλά ελπίζω η προπονητική καριέρα να πάει πιο ομαλά, αλλά θα δείξει».
Ήταν πάντα όνειρό σας να αγωνιστείτε στην Αγγλία;
«Ναι πάντα ήταν ο στόχος. Είχα τρέλα με τον Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και τον Σμάιχελ. Θεωρούσα ότι αν μπορείς να τα καταφέρεις στην Αγγλία, μπορείς να τα καταφέρεις παντού, έλεγα ότι είναι σαν τον ΝΒΑ του ποδοσφαίρου. Με το που βρέθηκε η επιλογή της Χάρτλπουλ είπα ότι πρέπει να δοκιμάσω».
Πρότυπό σας δηλαδή ήταν ο Σμάιχελ; Ποιους τερματοφύλακες ξεχωρίζετε σήμερα;
«Ναι, έβλεπα πολλά παιχνίδια του. Είχα την ευκαιρία να δουλέψω με τον γιο του, τον Κάσπερ, στην Κόβεντρι. Φαινόταν από το στιλ του ότι είναι παιδί του μπαμπά του. Αλλά όσο και να τον παρακαλούσα δεν ήρθε ποτέ ο πατέρας του στην προπόνηση (σ.σ. γέλια).
Για μένα ο Έντερσον, ο Άλισον γιατί τους βλέπω κι από κοντά, ξεχωρίζουν, αλλά και ο Νόιερ καθώς στην ηλικία που είναι, τα standard του είναι πολύ υψηλά. Επίσης ο Κουρτουά που έδειξε στον τελικό του Champions League, ότι δεν εκτιμάται όσο πρέπει. Πάντα είχα μια αρέσκεια στους τερματοφύλακες που είναι ήρεμοι, γιατί πάντα πίστευα ότι η ηρεμία τους εκπέμπεται στην άμυνα και στην υπόλοιπη ομάδα».
Στο «νησί» φέτος έλαμψε και ένας Έλληνας, ο Κώστας Τσιμίκας.
«Είναι προς τιμήν του για την πορεία που είχε κάνει με τον Ολυμπιακό. Η Λίβερπουλ και ο Κλοπ έχουν επενδύσει επάνω του, και δεν είναι κι εύκολο για τον ίδιο, γιατί παίζει πίσω από έναν από τα καλύτερα αριστερά μπακ, τον Ρόμπερτσον. Τον βλέπουν όμως σαν τον επόμενο και έδειξε ότι μπορεί να ανταπεξέλθει. Στα παιχνίδι που έπαιξε με τη Λίβερπουλ, είχε πολύ καλή παρουσία και τα standard της ομάδας είναι πολύ υψηλά».
Έλληνες και Άγγλοι φίλαθλοι… Σε τι διαφέρουν;
«Δεν είναι του ύψους ή του βάθους, με ξέφρενα πανηγύρια και μετά… κατάθλιψη. Αυτό είναι αποτέλεσμα της κουλτούρας τους, που πέρασαν βέβαια και αυτοί από τα φαινόμενα του χουλιγκανισμού και με τιμωρίες και τώρα μέσω της οργάνωσης που υπάρχει ευχαριστιούνται τα παιχνίδια, τηρούν τους κανόνες, γιατί ξέρουν ότι οι ποινές είναι ίδιες για όλους».
Το 2010 επιστρέφει στην Ελλάδα για λογαριασμό της Κέρκυρας, όπου πραγματοποίησε πολύ καλές εμφανίσεις και το 2011 υπέγραψε στην ΑΕΚ, όπου έμεινε μέχρι το 2013, αλλά οι καταστάσεις ήταν δύσκολες…
«Στην Κέρκυρα είχα πάει γιατί μου άρεσε το Project που είχαν για τη σωτηρία της ομάδας. Στην ΑΕΚ η πρώτη χρονιά ήταν καλή, παίζαμε στο Europa League, είχαμε καλούς παίκτες. Τη δεύτερη χρονιά έφυγαν πολλοί παίκτες, εγώ είχα την ευκαιρία να φύγω, αλλά έμεινα. Η ομάδα οπλίστηκε με νεαρούς παίκτες, που είχαν μεν ταλέντο, όμως ίσως να μην μπορέσαν να αντέξουν την πίεση και διοικητικά όπως ξέρουμε η χρονιά ήταν καταστροφική. Ήταν δύσκολα μέσα στο γήπεδο, αλλά και με όσα συνέβαιναν στο παρασκήνιο. Πήγαινες στην προπόνηση και δεν μπορούσες να δουλέψεις με αυτές τις συνθήκες. Ήταν κρίμα…ήταν μια μαύρη χρονιά για την ΑΕΚ.
Οι παίκτες ήταν απλήρωτοι, τα συμβόλαια ήταν μικρά, δεν υπήρχε οργάνωση και ήταν πολύ δύσκολο περιβάλλον για να δουλέψεις και να προσπαθήσεις να κάνεις κάτι καλό».