Ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής του Παναιτωλικού, Δημήτρης Νταραντούμης, παραχώρησε μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στους δημοσιογράφους Γιάννη Τσιρώνη και Μπάμπη Τσιρώνη, στο agriniara.gr στην οποία αναφέρεται σε όσα έζησε στα «καναρίνια», τα πρωταθλήματα της Δ’ και Γ’ Εθνικής, την επάνοδο στη Β’ Εθνική, τα διοικητικά προβλήματα, τις όμορφες στιγμές και πολλά άλλα.
Μεταξύ άλλων ο κ. Νταραντούμης αναφέρθηκε στα πρώτα του βήματα στο ποδόσφαιρο, την πρώτη του επαφή με τον Παναιτωλικό ως πιτσιρικάς, τη μηχανή που του «στέρησε» ο Σωτήρης Καρποδίνης μετά από συζήτηση με τον πατέρα του για να αφοσιωθεί στο ποδόσφαιρο, την μεγάλη ευκαιρία που έχασε να καθιερωθεί σε μικρή ηλικία και ενδεχομένως να φτάσει στις μικρές εθνικές ομάδες, αλλά και πάρα πολλά ευτράπελα και ιστορίες που βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας.
Αναφέρθηκε σε πολύ σημαντικούς γηγενείς ποδοσφαιριστές που διατηρούσαν τα «καναρίνια» σε υψηλό επίπεδο. Στο τοπικό ποδόσφαιρο που τροφοδοτούσε τότε την ομάδα του Αγρινίου με ποιοτικούς παίκτες, όπως και στο τι σήμαινε τότε για κάποιον να φοράει τη φανέλα του Παναιτωλικού.
Παράλληλα, αποκάλυψε τα όσα τραγελαφικά συνέβησαν σε πολύ δύσκολες χρονιές για την ομάδα του Αγρινίου, όταν η αποστολή της ομάδας ταξίδευε με λεωφορείο του ΚΤΕΛ για να παίξει παιχνίδι που έκρινε την παραμονή στη Β’ εθνική κόντρα στον Εθνικό, όπως και όταν η ομάδα παρείχε στους ποδοσφαιριστές της ένα σάντουιτς και μία μπανάνα (!) για να μη πληρώνει εστιατόριο. Μάλιστα, όταν κάποια χρόνια αργότερα ήρθε στο Αγρίνιο ο Φώτης Κωστούλας, «χρέωσαν» τις μπανάνες 1 εκατομμύριο δραχμές και του έστειλαν το τεφτέρι!
Μία αναδρομή περίπου 20 χρόνων στο ποδόσφαιρο, από την Α’ ΕΠΣΑ και τη Δ’ Εθνική μέχρι τον Παναιτωλικό της Γ’ και της Β’ Εθνικής. Το «απωθημένο» της Α’ Εθνικής που δεν έγινε πραγματικότητα, τον «άπιαστο» αντίπαλο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς, μέχρι το μεγάλο «ευχαριστώ» και τη… «συγγνώμη» στον κόσμο του Παναιτωλικού, για τον οποίο εκείνα τα χρόνια θα έπρεπε να χτιστεί «άλλο γήπεδο» για να χωρέσει, αν η ομάδα αγωνιζόταν τότε στην Α’ Εθνική.
Αναλυτικά η συνέντευξη:
Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με το ποδόσφαιρο;
«Έκανα δελτίο 13 χρονών στον Παναιτωλικό. Ήταν το 1982-83. Τότε ήταν προπονητής στην μικρή ομάδα ο Κώστα Καλύβας, παλαίμαχος τερματοφύλακας του Παναιτωλικού. Μετά ήρθε ο Δρόσος, παλαίμαχος και αυτός, πολύ καλός. Ακολούθησα μία σταδιοδρομία στους ερασιτέχνες του Παναιτωλικού και μετά, σταδιακά, τα επόμενα χρόνια έπαιξα και στη μεγάλη ομάδα που έπαιζε στη Β’ Εθνική με εξαιρετικούς ποδοσφαιριστές. Με Καραμπελούση, Γάκη, Μπουλιέρη, Καλαντζή, Τάκο, Μακρή, Ντελή και πολλούς άλλους. Ομάδα που πρωταγωνιστούσε στην κατηγορία και ήταν τότε στην πρώτη πεντάδα.
Όταν ήμουν λοιπόν στους μικρούς με παρακολουθούσε ο Κώστας Καραπατής που ήταν προπονητής στην ανδρική. Έπαιρνε τότε εμένα και άλλους δύο και κάναμε προπονήσεις με την μεγάλη ομάδα. Στη συνέχεια με ξεχώρισε και με έπαιρνε στην πρώτη ομάδα και ο Σωτήρης Καρποδίνης όταν κάναμε διπλά. Θυμάμαι τότε δίναμε «ομηρικές» μάχες με τον Γιώργο Μανδέλλο! Ήταν πολύ δυνατός και εγώ ήμουν πολύ αλτικός. Γι’ αυτό με είχε ξεχωρίσει ο προπονητής και συνέχισε να με παίρνει στις προπονήσεις».
Πόσο χρονών ήσουν τότε;
«Ήμουν 16 χρονών. Ερχόταν τότε ο Καρποδίνης στο μαγαζί και μιλούσε με τον πατέρα μου (σ.σ. παντοπωλείο που διατηρεί μέχρι και σήμερα η οικογένειά Δημήτρη Νταραντούμη επί της οδού Χαρίλαου Τρικούπη 105 στη «Ντούτσαγα»). Του έλεγε τότε για εμένα: “Θα τον προωθήσω την επόμενη χρονιά. Θα τον πάω Εθνική Νέων και Εθνική Ελπίδων”. Με πήγαινε πάρα πολύ».
Από τότε στόπερ;
«Ναι. Πάντα στόπερ. Τότε παίζαμε με δύο στόπερ και ένα λίμπερο».
Ο πατέρας σου ήταν επίσης παλιός ποδοσφαιριστής του Παναιτωλικού. Ο τερματοφύλακας Γιώργος Νταραντούμης. Αυτό έπαιξε ρόλο για να πας στον Παναιτωλικό;
«Ήμασταν οικογενειακώς δεμένοι με τον Παναιτωλικό. Ο Καρποδίνης με έπαιρνε από 16 ετών σε φιλικά και έλεγε τότε στον Κώστα Ντελή που ήταν βασικός: “Κάτσε να ξεκουραστείς, θα βάλω τον πιτσιρικά”. Έπαιζα βασικός τότε σε εκείνα τα παιχνίδια. Ας ήμουν ερασιτέχνης. Με πήγαινε πάρα πολύ. Την επόμενη χρονιά με προώθησε και έγινα επαγγελματίας».
Τι έλεγε τότε στον πατέρα σου ο Καρποδίνης που σε παρακολουθούσε και πίστευε σε εσένα;
«Τότε είχα μία μηχανή. Την είχε δει ο Καρποδίνης. Εγώ προσπαθούσα να την κρύβω αλλά του το είχαν πει και με παρακολούθησε και με έπιασε. Είχε έρθει λοιπόν στον πατέρα μου και του είπε: “Τη μηχανή να την κάψεις! Να την κάνεις κομμάτια! Δεν την θέλω. Θα έχουμε πρόβλημα».
Αφού έπιασε τον πατέρα μου και του το είπε, τσακωθήκαμε. Μου έλεγε ο πατέρας μου: “Άσε τη μηχανή! Σε πάει ο προπονητής”! Και όντως έβαλα στην άκρη τη μηχανή. Τον άκουσα και αφοσιώθηκα στο ποδόσφαιρο.
Ο Σωτήρης Καρποδίνης ήταν παλαιών αρχών. Με έπιασε και ο ίδιος και μου τράβηξε και το αφτί (σ.σ. γέλια)! Ήταν πολύ καλός!

Υπήρχε κάποιος παίκτης στον Παναιτωλικό τότε που να τον είχες πρότυπο;
«Ναι. Είχα τον Κώστα Καραμπελούση. Έλεγε τότε ο Κώστας στον Καρποδίνη: “Όταν φύγω, να βάζεις τον πιτσιρικά μέσα”. Και του απάνταγε ο Καρποδίνης: “Το έχω στο μυαλό μου”. Ήμουν όμως άτυχος γιατί ο Καρποδίνης που πίστευε πολύ σε εμένα έφυγε την επόμενη χρονιά».
Ποιος ήρθε προπονητής μετά;
«Μετά ήρθε ο Κουτσογιάννης. Ήταν σκληρός προπονητής και δεν έδινε εύκολα ευκαιρίες σε πιτσιρικάδες. Εγώ περίμενα την ευκαιρία. Έπαιζα κάποια φιλικά, αλλά δεν ήταν εύκολο να με εμπιστευθεί. Δεν έδινε ευκαιρία όσο εύκολα την έδινε ο Καρποδίνης».
Σου έχει μείνει κάτι από εκείνα τα χρόνια με προπονητή τον Κουτσογιάννη; Ίσως κάποιο περιστατικό με εσένα ή κάποιον συμπαίκτη σου;
«Θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό περιστατικό με τον Δημήτρη Καλαϊτζίδη. Όταν παίζαμε στα διπλά, εγώ και ο Ντελής τον χτυπούσαμε για να μην περάσει, αλλά ο Κουτσογιάννης που έκανε τον διαιτητή δεν σφύριζε φάουλ. Με το δίκιο του ο Καλαϊτζίδης παραπονιόταν και έλεγε: “Θα με τσακίσουν αυτοί! Δεν θα σφυρίξεις”; Και του έλεγε ο Κουτσογιάννης: “Παίξε, παίξε”! Δεν σφύριζε ποτέ φάουλ! Δεν ήθελε ντελικάτους παίκτες. Ο Καλαϊτζίδης ήταν πολύ καλός ποδοσφαιριστής, αλλά ο Κουτσογιάννης δεν συμπαθούσε τους ντελικάτους παίκτες».

Τι συναισθήματα είχες την πρώτη φορά που έπαιξες με την πρώτη ομάδα και θυμάσαι ποιο παιχνίδι ήταν αυτό;
«Ήταν με προπονητή τον Χρήστο Ζαντέρογλου στη Γ’ Εθνική τη σεζόν 1985-86. Είχε τραυματιστεί ο Κώστας Ντελής και με προετοίμαζε όλη την εβδομάδα γιατί θα παίζαμε με τον ΑΠΣ Πάτραι. Μου είχε πει τότε ο Ζαντέρογλου: “Ο Κώστας είναι εκτός. Θα παίξεις”. Θυμάμαι είχε μείνει για αρκετό καιρό εκτός λόγω τραυματισμού. Μάλιστα όταν επανήλθε ο Κώστας δεν τον έβαλε κατευθείαν βασικό. Δεν με έβγαλε και ας ήμουν μικρός. Μου έλεγε ο Ζαντέρογλου, “όσο εσύ είσαι καλός, εγώ θα σε βάζω να παίζεις συνέχεια”. Και το έκανε!
Όλη την εβδομάδα δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Προετοιμαζόμουνα τι να κάνω. Ήθελα να είμαι έτοιμος. Τα πήγαμε πολύ καλά. Αν και είχαμε άσχημο ξεκίνημα και ο αντίπαλος προηγήθηκε 0-1, εμείς το γυρίσαμε και τελικά κερδίσαμε 3-1».
Θυμάσαι την κατάληξη εκείνης της σεζόν που ήταν η πρώτη σου στον Παναιτωλικό;
«Δεν κινδυνεύσαμε, ήμασταν στη μέση της βαθμολογίας, άνετα. Δεν είχαμε όμως τον κορμό για να πάμε για πρωτάθλημα και άνοδο στη Β’ Εθνική εκείνη τη σεζόν».
Ποιος ήταν πρόεδρος τότε;
«Πρόεδρος ήταν ο Βαζούκης. Ήταν από τους καλύτερους που είχαμε».
Σαν ποδοσφαιριστής, από ποιον άνθρωπο πιστεύεις πήρες τα περισσότερα πράγματα εκείνα τα χρόνια;
«Από τον Σωτήρη Καρποδίνη πήρα πάρα πολλά πράγματα. Σου ανέβαζε την ψυχολογία. Ήμουν πιτσιρικάς αλλά με έκανε να νοιώθω 30 χρονών και τα έδινα όλα μέσα στο γήπεδο! Μετά και ο Χρήστος Ζαντέρογλου με έδωσε πολλά. Πολύ καλός προπονητής. Με άφησε και έπαιζα μπάλα γιατί με πίστευε σαν ποδοσφαιριστή και ήμουν πολύ ευχαριστημένος».
Σαν στόπερ δεν είχες βάλει πολλά γκολ, αλλά θυμάσαι πόσα ή ποιο ήταν το πρώτο σου;
«Ήταν τέσσερα ή πέντε γκολ. το πρώτο μου γκολ ήταν σε ένα Παναιτωλικός – Κόρινθος στο Αγρίνιο για τη Γ’ Εθνική. Είχα σκοράρει με το κεφάλι. Θυμάμαι είχα σκοράρει και κόντρα στον Πανηλειακό σε ένα παιχνίδι που παίζαμε στο στάδιο. Τότε ο Πανηλειακός είχε τρομερή ομάδα με Τζόρτζεβιτς, Γιαννακόπουλο κλπ».
Απ’ όταν άρχισες να παίζεις, έγινες βασικός;
«Ήμουν υπολογίσιμος παίκτης. Είχαμε πολύ ισχυρό συναγωνισμό με όλα τα παιδιά. Εξαιρετικοί ποδοσφαιριστές. Μπακογιάννης, Κούσουλας, Πασαλής και Χατζημωυσιάδης. Υπήρχαν πάρα πολλοί καλοί αμυντικοί στην ομάδα. Αλλά εγώ έπαιζα. Με εξαίρεση από το 1986 ως το 1988 που είχα μπει φαντάρος, από το 1988 μέχρι το 1996 που έφυγα ουσιαστικά, έπαιζα συνέχεια».
Εκείνη την εποχή, ένας ποδοσφαιριστής του Παναιτωλικού μπορούσε να ζήσει από το ποδόσφαιρο;
«Όχι, δεν παίρναμε λεφτά τότε. Οι ξένοι (σ.σ. ποδοσφαιριστές από άλλες περιοχές) κάτι παίρνανε. Οι ντόπιοι όμως δεν παίρναμε. Εμείς παίρναμε πολύ μικρά ποσά σαν μισθό και από εκεί και πέρα βγάζαμε και κάποια πριμ για τα οποία παλεύαμε, όταν κερδίζαμε. Δύσκολες εποχές, σε ξερά γήπεδα»…
Σκέφτηκες ποτέ, «τι κρίμα», που δεν ήταν τότε ο Παναιτωλικός όπως είναι σήμερα; Δηλαδή μία ομάδα που δίνει επαγγελματικά συμβόλαια και προσπαθεί όσο γίνεται να προωθεί και δικά του παιδιά και να τα κάνει επαγγελματίες.
«Ναι, σίγουρα. Παλιά υπήρχαν πολλοί καλοί ντόπιοι ποδοσφαιριστές. Υπήρχε πολύ μεγάλος συναγωνισμός ακόμη και για να κάνουμε προπόνηση με τους ποδοσφαιριστές της πρώτης ομάδας. Χάθηκαν πάρα πολλά ταλέντα που άξιζαν να παίξουν στον Παναιτωλικό. Τώρα δυστυχώς είναι πολύ λίγοι οι καλοί ποδοσφαιριστές που μπορούν να παίξουν στην ομάδα».
Που οφείλεται όμως αυτό; Στις αλάνες που υπήρχαν τότε και έπαιζαν τα παιδιά;
«Ακριβώς. Τότε δεν είχαμε κινητά τηλέφωνα και λάπτοπ. Η κύρια διέξοδος ήταν το ποδόσφαιρο. Δεν υπήρχε κάτι άλλο. Μόνο αυτό αγαπούσαμε. Εντάξει, πηγαίναμε και στο σινεμά (σ.σ. γέλια).
Για εμένα αυτό είναι το βασικό. Πλέον αν δεν πληρώσει ο πατέρας για να πάει το παιδί να παίξει μπάλα, δεν γίνεται. Εμείς τότε το αγαπούσαμε αυτό το πράγμα.
Παίζαμε τσάμπα στον Παναιτωλικό και πληρώναμε μόνοι μας τα παπούτσια μας. Όμως υπήρχε τρομερή αγάπη από τον κόσμο».
Πιστεύεις ότι η αγάπη του κόσμου προς τους ποδοσφαιριστές ήταν μεγαλύτερη τότε;
«Σίγουρα. Και αυτό είναι κάτι που δεν “πληρώνεται”. Όλα τα πλούτη να μου έδιναν τότε, δεν θα το αντάλλαζα αυτό».
Με ποιους συμπαίκτες ταίριαζες καλύτερα, ποδοσφαιρικά ή και σαν άνθρωπος;
«Ο Λαμπίδης ήταν καταπληκτικός παίκτης. Εξτρέμ και με τα δύο πόδια. Θα μπορούσε να είχε κάνει πολλά πράγματα. Σέντερ φορ ο Μανδέλλος και ο Δήμου. Ο Τάκος για όλες τις θέσεις. Ο Καραμπελούσης επίσης τρομερός. Ο Γάκης πολύ καλός τερματοφύλακας. Θα αδικήσω πολλούς»…
Ο Γάκης έβαζε και πολλά γκολ…
«Θα σας πως μια ιστορία για τον Γάκη τότε. Τα πρώτα χρόνια στη Β’ Εθνική που δεν μας ήξεραν οι ομάδες, όταν κέρδιζαν κόρνερ ανέβαιναν οι ψηλοί στην περιοχή μας. Ο Γάκης όμως είχε τρομερές εξόδους. Σαν αίλουρος. Έβγαινε, έπιανε την μπάλα, γέμιζε γρήγορα για τον Μανδέλλο που έπαιρνε την κεφαλιά και έστελνε τη μπάλα στον Δήμου. Εκείνος ή θα έβαζε γκολ ή θα κέρδιζε πέναλτι! Την είχαν πατήσει όλοι με αυτό τον τρόπο. Τα κόρνερ των αντιπάλων ήταν μία πολύ καλή ευκαιρία για να σκοράρει ο Παναιτωλικός!
Τον πρώτο μας χρόνο τότε στη Β’ Εθνική λοιπόν, σκοράραμε συνέχεια με αυτό τον τρόπο! Μετά όμως, όταν μας έμαθαν, όταν κέρδιζαν κόρνερ δεν ανέβαιναν οι αμυντικοί (σ.σ. γέλια)».
Σου έχει μείνει στη μνήμη κάποιο παιχνίδι από εκείνη την εποχή;
«Μου έχει μείνει ένα παιχνίδι από τη Γ’ Εθνική στο Αγρίνιο με το Χαϊδάρι, τη χρονιά που πήραμε το πρωτάθλημα και ανεβήκαμε στη Β’ Εθνική. Είχαμε χάσει σε εκείνο το παιχνίδι. Μπήκαμε μέσα και χωρίς να το καταλάβουμε χάναμε με 0-3! Σε ένα γήπεδο γεμάτο, δεν άκουγες τίποτα. Δεν είχαμε καταλάβει πως δεχθήκαμε τα γκολ. Εκείνο το παιχνίδι δεν θα το ξεχάσω ποτέ».
Ποιος ήταν ο αντίπαλος που σε είχε δυσκολέψει περισσότερο από κάθε άλλο;
«Ο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς που τότε έπαιζε στον Πανηλειακό. Πριν πάει στον Ολυμπιακό και γράψει ιστορία. Ήταν τότε 19-20 ετών και δεν μπορούσες να τον πιάσεις με τίποτα! Παίζαμε δίδυμο με τον Χατζημωυσιάδη στην άμυνα. Εγώ φύλαγα τον Τζόρτζεβιτς και δεν μπορούσα να τον αντιμετωπίσω με τίποτα. Με έβγαζε πλάγια και μετά έμπαινε μέσα. Τι κλωτσιές έτρωγε. Τι μπουνιές. Δεν έπεφτε με τίποτα!
Στο Α’ ημίχρονο τον φύλαγα εγώ. Λήγει το ημίχρονο 1-1. Είχαμε τότε προπονητή τον Γιώργο Παππά. Μας λέει λοιπόν στα αποδυτήρια πριν αρχίσει το Β’ ημίχρονο: «Μάκη (σ.σ. Χατζημωυσιάδης), αλλάξτε θέσεις. Να τον φυλάς εσύ». Τελικά το ματς έληξε 3-1 γιατί μας έβαλε άλλα δύο γκολ ο Τζόρτζεβιτς. το ένα, αν θυμάμαι καλά, το έβαλε ο ίδιος και το άλλο το έδωσε στον Γιαννακόπουλο. Απίστευτος ποδοσφαιριστής.
Στο τέλος θυμάμαι τον Γιώργο Παππά που έλεγε στον Χατζημωυσιάδη: “Τι το ήθελα και σε άλλαζα θέση”… (σ.σ. γέλια)».
Θυμάσαι κάποιο ευτράπελο σε κάποιο παιχνίδι από τότε;
«Παίζαμε στα Γιαννιτσά ένα παιχνίδι. Προπονητής ο Νίκος Κουτσογιάννης το 1992-93 στη Β’ Εθνική. Ήταν να παίξουμε Κυριακή αλλά το παιχνίδι δεν έγινε γιατί χιόνισε. Ο διαιτητής είπε ότι το παιχνίδι δεν μπορεί να γίνει και η αντίπαλη ομάδα έβαλε κάτι παιδιά να καθαρίσουν το γήπεδο για να γίνει το ματς. Η κατάσταση του αγωνιστικού χώρου όμως ήταν άθλια. Παίζαμε τότε πίσω με τον Γιάννη Λημνιάτη. Πολύ καλός παίκτης.
Θυμάμαι από εκείνο το παιχνίδι ότι είχαμε γίνει όλοι χάλια από τον αγωνιστικό χώρο. Είχαμε γεμίσει λάσπες και φαίνονταν μόνο τα μάτια μας. Ο Λημνιάτης όμως ήταν άθικτος! Πεντακάθαρος!
Πάει λοιπόν ο Βαγγέλης Μπιτσικώκος και τον σπρώχνει μέσα στις λάσπες για να λερωθεί (σ.σ. γέλια)!
Ήταν ένα φανταστικό παιχνίδι όμως. Προηγήθηκαν αυτοί με 3-1 στο ημίχρονο, μέχρι να συνηθίσουμε εμείς που παίζαμε σε ξερό γήπεδο.
Στο Β’ ημίχρονο που συνηθίσαμε κάναμε την ανατροπή σε 3-4! Λίγο πριν λήξει ο αγώνας όμως, έχει τη μπάλα ο Μπιτσικώκος στο κέντρο. Και όπως πάει να τρέξει με τη μπάλα στα πόδια του, αυτή κόλλησε στις λάσπες και του την πήρε αντίπαλος. Γέμισε στην περιοχή μας και έγινε το 4-4.
Μετά θυμάμαι τον Μπιτσικώκο που έκλαιγε γιατί θεώρησε ότι εκείνος έφταιγε. Δεν το ήθελε φυσικά και ούτε έφταιγε αυτός. Το γήπεδο ήταν τέτοιο».
Ξεχωρίζεις κάποιες στιγμές από τότε ως μοναδικές που δεν θα ξεχάσεις ποτέ;
«Ξεχωρίζω ένα παιχνίδι που είχαμε κερδίσει 0-2 στον Πύργο τον Πανηλειακό τη χρονιά 1992-93 που πήραμε το πρωτάθλημα και ανεβήκαμε στη Β’ Εθνική. Είχε τρομερή ομάδα ο Πανηλειακός. Έπαιζε και ο Ανδρέας Ζήκος που ήταν τρομερός ποδοσφαιριστής και μετά ήρθε και σε εμάς. Εγώ είχα αναλάβει να τον μαρκάρω και είχα πάει εξαιρετικά σε εκείνο το παιχνίδι.
Μια άλλη στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν στο τέλος εκείνης της χρονιάς που κερδίσαμε το πρωτάθλημα και γυρίζαμε από τη Ρόδο. Είμασταν με το λεωφορείο στη Συκιά και μας περίμεναν αγροτικά, τρακτέρ κλπ και μας έφερναν συνοδεία στο Αγρίνιο! Μας πήγαν στο κέντρο και εκεί υπήρχαν ψησταριές με αρνιά και ψητά. Όπως κατεβαίναμε τότε από το λεωφορείο, μας έπιανε ο κόσμος και μας πέταγαν στον αέρα φωνάζοντας τα ονόματά μας! Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Απίστευτες στιγμές!
Ο Παναιτωλικός είχε οκτώ χρόνια που πάλευε στη Γ’ Εθνική και ο κόσμος δεν το άντεχε άλλο. Περίμενε πως και πως να ανέβει η ομάδα και γινόταν χαμός! Μέχρι τις 6:00 το πρωί δεν μπορούσαμε να φύγουμε».
Σου έχει μείνει απωθημένο που δεν μπόρεσες ποτέ να παίξεις με τον Παναιτωλικό στην Α’ Εθνική;
«Μεγάλο απωθημένο το έχω. Όπως και όταν έφυγε ο Καρποδίνης από τον Παναιτωλικό τότε που ήμουν μικρός γιατί πιστεύω ότι όντως θα με πήγαινε Εθνική Νέων και Εθνική Ελπίδων αν είχε μείνει. Αν μου δινόταν τότε η ευκαιρία. Όπως έλεγε τότε στον πατέρα μου. Αν έμενε πιστεύω θα έπαιζα από τότε βασικός και θα γινόμουν επαγγελματίας. Δυστυχώς δεν είχα την τύχη».
Πιστεύεις ότι θα άλλαζε όλη σου η καριέρα αν έμενε τότε ο Καρποδίνης;
«Έτσι πιστεύω. Ήταν καθοριστικό για το μέλλον. Αν έμενε και έπαιζα και έφτανα να παίξω Εθνική Νέων και Ελπίδων, πιστεύω θα εξελισσόταν διαφορετικά η καριέρα μου»…
Όταν ανεβήκατε στη Β’ Εθνική, τι έγινε και δεν καταφέρατε να παραμείνετε;
«Τότε, το 1993-94, ήταν πρόεδρος ο Γιάννης Κανατσούλης. Όταν έφυγε δεν υπήρχαν τα χρήματα για να μπορεί η ομάδα να διατηρηθεί στη Β’ Εθνική. Τα άτομα που ασχολήθηκαν μετά με την ομάδα, διοικητικά, δεν είχαν την οικονομική επιφάνεια για να μπορέσει να διατηρηθεί έστω στη Β’ Εθνική. Εμείς δεν πληρωνόμασταν ποτέ στην ώρα μας. Οι ποδοσφαιριστές που είχαν μεγάλα συμβόλαια έφυγαν τον Δεκέμβριο γιατί είχαν πρόβλημα. Όλα αυτά από την πρώτη μας χρονιά τότε στην κατηγορία. Μετά η ομάδα υποβιβάστηκε λόγω αυτών των προβλημάτων.
Φανταστείτε, παίζαμε τότε καθοριστικό παιχνίδι με τον Εθνικό και είχαμε ταξιδέψει με λεωφορεία των ΚΤΕΛ… Είχαν απλήρωτα τα λεωφορεία και δεν μας πήγαινε κανένας άλλος».
Παρόλα αυτά, εσύ παρέμεινες και έπαιξες στην ομάδα άλλα δύο χρόνια. Σωστά;
«Ναι, αλλά ήταν μία μεταβατική περίοδος. Υπήρχαν πάρα πολλά προβλήματα και δεν υπήρχαν χρήματα».
Κάτι χαρακτηριστικό που θυμάσαι από τα τελευταία σου δύο χρόνια στην ομάδα;
«Θυμάμαι μία προετοιμασία το 1994-95 για τη Γ’ Εθνική με τον Στάθη Χάιτα προπονητή. Για προσωπικούς του λόγους κάναμε προετοιμασία στον Μαραθώνα στο προπονητικό κέντρο του Χρήστου Αρδίζογλου. Εκεί ήταν κάτι σαν κοντέινερ στα οποία μπαίναμε μέσα. Αν στο Αγρίνιο είχε θερμοκρασία 35 βαθμούς Κελσίου, εκεί είχε 40 βαθμούς!
Τι να κάνουμε λοιπόν, πως να ανταπεξέλθουμε στις συνθήκες καύσωνα, υπήρχε κάπου μια πισίνα. Ε, είμασταν όλη μέρα μέσα σε εκείνη την πισίνα (σ.σ. γέλια)».
Θυμάσαι κάτι που να δείχνει ίσως το μέγεθος του προβλήματος και της έλλειψης χρημάτων;
«Πηγαίναμε να παίξουμε στη Βόρεια Ελλάδα και για να μην σταματήσουμε σε εστιατόριο και χρεωθεί η ομάδα, μας έφτιαχναν σάντουιτς από το σπίτι. Τα τρώγαμε στο λεωφορείο ή σταματούσαμε κάπου παραθαλάσσια και μας έδιναν ένα σάντουιτς και μια μπανάνα. Μου είχαν πει μάλιστα ότι τις μπανάνες τότε τις είχαν χρεώσει 1 εκατομμύριο δραχμές. Όταν ήρθε ο Κωστούλας του πήγαν τα τεφτέρια.
Τι να πρώτο θυμηθεί κανείς από εκείνη την ομάδα… Να πηγαίνεις με το ΚΤΕΛ για να παίξεις παιχνίδι στο οποίο κρινόταν η κατηγορία. Χρωστούσαν σε όποιον μιλούσε ελληνικά»!
Το 1996 αποχώρησες από τον Παναιτωλικό και αγωνίστηκες στο τοπικό. Ποια ήταν η διαδρομή σου εκεί;
«Αρχικά πήγα στις Παπαδάτες στη Δ’ Εθνική τότε και μετά στο Ελαιόφυτο, τότε Α’ τοπικό, αλλά πήραμε το πρωτάθλημα και ανεβήκαμε Δ’ Εθνική. Πολύ καλή ομάδα τότε. Ο Καπελλάκης ήταν πρόεδρος. Άνθρωπος που αγαπούσε πάρα πολύ την ομάδα και το ποδόσφαιρο γενικότερα».
Τότε που ο Παναιτωλικός είχε πρόβλημα, πως και δεν ασχολήθηκε διοικητικά ο Καπελλάκης;
«Εκείνη την περίοδο δεν ήταν καλά τα πράγματα στον Παναιτωλικό. Υπήρχαν συζητήσεις, αλλά του είχα πει και εγώ να μην πάει. Θα είχε οικονομικό πρόβλημα αν το έκανε. Αυτός θα έβαζε τα λεφτά, αλλά άλλοι θα έκαναν κουμάντο».
Και μετά το Ελαιόφυτο τι έκανες;
«Στο Ελαιόφυτο έκατσα πέντε χρόνια. Κάναμε πολύ καλές πορείες στη Δ’ Εθνική. Τερματίζαμε 3οι, 4οι, 5οι. Εξαιρετικές πορείες. Μετά πήγα στο Θέρμο Α’ τοπικό και πήραμε και εκεί πρωτάθλημα και παίξαμε Δ’ Εθνική. Μετά πήγα στη Βόνιτσα και πήρα και εκεί πρωτάθλημα Α τροπικό και την επόμενη χρονιά παίξαμε Δ’ Εθνική. Συνολικά στην καριέρα μου πήρα πέντε πρωταθλήματα. Δ’ Εθνική και Γ’ Εθνική με Παναιτωλικό. Α τοπικό με Ελαιόφυτο. Α τοπικό με Θέρμο και ξανά Α’ τοπικό με Βόνιτσα.
Θυμάμαι μάλιστα με την Βόνιτσα είχαμε την καλύτερη άμυνα στην Ελλάδα βάσει των γκολ που είχαμε δεχθεί. Μόλις έξι γκολ παθητικό όλη τη σεζόν. Με Μασούρα τερματοφύλακα που είχε περάσει και από τον Παναιτωλικό».
Πως δεν ασχολήθηκες ποτέ με την προπονητική;
«Σταμάτησα το ποδόσφαιρο 37 ετών στη Βόνιτσα. Μετά είχε ένα ατύχημα ο πατέρας μου με το αυτοκίνητο και έπρεπε να αφήσω το ποδόσφαιρο και να ασχοληθώ με το μαγαζί. Αν και για να πω την αλήθεια, δεν το είχα ποτέ με την προπονητική. Προέκυψε λοιπόν και το πρόβλημα με τον πατέρα μου και έπρεπε να βάλω άλλες προτεραιότητες».
Αν συγκρίνουμε το τοπικό του σήμερα με το τοπικό εκείνων των χρόνων, είναι μεγάλη η διαφορά;
«Ήταν μεγάλη η διαφορά. Τότε στο τοπικό έπαιζαν πολύ καλοί παίκτες. Το τοπικό τότε ήταν Γ’ Εθνική σήμερα. Έβλεπες τοπικό και ευχαριστιόσουν. Υπήρχε τρομερή ποιότητα. Παιδιά από το τοπικό έφευγαν και έπαιζαν Γ’ και Β’ Εθνική. Αν σας δείξω φωτογραφία τότε, στον Παναιτωλικό έπαιζαν δέκα Αγρινιώτες και μόλις ένας “ξένος”. Ήταν Έλληνας, αλλά από άλλη περιοχή. Αυτό οφείλονταν στο πολύ υψηλό επίπεδο του τοπικού τότε. Ο Παναιτωλικός μπορούσε με γηγενείς ποδοσφαιριστές να βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο.
Θυμάμαι τότε να κάνουμε πολύ καλές πορείες με ποδοσφαιριστές όπως τους Λάκη Παπαχρήστο, Σάκη Κερανούδη, Κώστα Κωνσταντόπουλο, Γιώργο Μπακογιάννη, Βαγγέλη Μπιτσικώκο, Γιάννη Μακρή, Κώστα Ντελή και άλλους πολλούς… Είμασταν πολλοί Αγρινιώτες. Τώρα δυστυχώς τους βρίσκεις με το σταγονόμετρο».
Πιστεύεις σήμερα θα μπορούσε με κάποιο τρόπο ο Παναιτωλικός να έχει μεγαλύτερο κορμό από δικά του παιδιά;
«Όχι. Τα πράγματα έχουν αλλάξει και ο τρόπος ζωής δεν βοηθάει το ταλέντο να αναδειχθεί. Εμείς τότε παίζαμε γιατί ήταν το πάθος μας. Ήταν ο τρόπος να ξεφύγουμε. Όπως σου είπα και πριν, εμείς δεν είχαμε κινητά, λάπτοπ κλπ. Για εμάς υπήρχε μόνο η αλάνα και το ποδόσφαιρο. Παίζαμε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Αργότερα πληρώναμε ακόμα και για τα παπούτσια που φορούσαμε για να βοηθήσουμε την ομάδα. Τώρα δεν βρίσκεις εύκολα ανθρώπους που θα το έκαναν.
Γι’ αυτό πλέον ο Παναιτωλικός είναι αναγκασμένος να ρίχνει το βάρος σε ξένους ποδοσφαιριστές και ο κ. Κωστούλας πρέπει να πληρώνει τόσα χρήματα για να είναι ανταγωνιστική η ομάδα».
Ποια η σχέση σου σήμερα με τον Παναιτωλικό;
«Τον παρακολουθώ πάντα. Ο Παναιτωλικός είναι η ζωή μας. Από 13 ετών είμαστε στο γήπεδο του Παναιτωλικού. Μετά την οικογένεια για εμένα είναι ο Παναιτωλικός. Έχουμε κλάψει, έχουμε γελάσει, έχουμε ζήσει τα πάντα σε αυτή την ομάδα. Είναι μια δεύτερη οικογένεια. Ζούσαμε για τον Παναιτωλικό».
Υπάρχει κάτι που έκανες και μετάνιωσες για την καριέρα σου;
«Τότε τα συμβόλαια ήταν κλειστά. Δεν μπορούσες να απαιτήσεις κάτι περισσότερο. Εμένα το όνειρό μου ήταν να παίξω στον Παναιτωλικό και το κατάφερα. Δεν ζητούσα μεγαλεία. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό αν είχε μείνει ο Καρποδίνης και μου είχε δοθεί η ευκαιρία νωρίτερα. Από εκεί και πέρα δεν μετανιώνω για τίποτα».
Αν σου έλεγαν τότε ότι ο Παναιτωλικός κάποια στιγμή θα βρισκόταν 11 χρόνια συνεχόμενα στην Α’ Εθνική, θα τον πίστευες;
«Με τίποτα. Τότε ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Αν δεν ερχόταν ο κ. Κωστούλας για να αλλάξει τα πάντα στον Παναιτωλικό, πιστεύω ότι τα πράγματα θα ήταν και ακόμη χειρότερα τα επόμενα χρόνια. Πολύ χειρότερα. Δεν υπήρχε παράγοντας ικανός για να κάνει μεγάλα πράγματα. Ο κ. Κωστούλας είναι ο μεγαλύτερος ευεργέτης της ομάδας για εμένα».
Μετά τον Κωστούλα πιστεύεις μπορεί να υπάρχει μέλλον για τον Παναιτωλικό σε υψηλό επίπεδο;
«Πιστεύω ότι στο Αγρίνιο πολύ δύσκολα θα μπορούσε να υπάρχει μέλλον στο ίδιο υψηλό επίπεδο από άλλον παράγοντα. Εκτός αν έρθει κάποιος ξένος που έχει να ρίξει χρήματα όπως και ο Κωστούλας. Ακόμα και αν υπήρχε στο Αγρίνιο τέτοιος παράγοντας, πιστεύω δεν θα ήθελε να βάλει τα χρήματα που έχει βάλει ο Κωστούλας. Πιστεύω ότι τον αγαπάει τον Παναιτωλικό και γι’ αυτό του βγάζω το καπέλο».
Άρα δεν πιστεύεις ότι η ομάδα θα μπορούσε να αυτοσυντηρηθεί;
«Σε καμία περίπτωση. Πιστεύω ότι η ομάδα πάντα θα έχει ανάγκη από έναν δυνατό παράγοντα που θα μπορεί να βάζει το χέρι στην τσέπη στις δύσκολες στιγμές, όπως ο κ. Κωστούλας. Τέτοιος παράγοντας δεν υπάρχει στο Αγρίνιο. Ακόμη και αυτός που ήρθε (σ.σ. Καμίνσκι) πιστεύω ότι έκανε δημόσιες σχέσεις. Δεν ήθελε να αγοράσει την ομάδα. Αν την ήθελε θα την είχε πάρει».
Νωρίτερα αναφέρθηκες στην αγάπη του κόσμου εκείνη την εποχή που δεν θα την αντάλλαζες με τίποτα. Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να πεις σε αυτό τον κόσμο;
«Θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Ο κόσμος αγαπάει τον Παναιτωλικό και τους παίκτες του. Μόνο ένα μεγάλο ευχαριστώ μπορώ να πω, όπως και ότι αν ποτέ πίκρανα αυτό τον κόσμο με κάποια κακή μου εμφάνιση, ένα μεγάλο συγγνώμη. Υπάρχουν στιγμές που κάθε ποδοσφαιριστής μπορεί να μην είναι στην καλύτερη του μέρα και κάποιες φορές ακούγαμε διάφορα. Ο κόσμος παθιάζεται γιατί αγαπάει την ομάδα.
Όταν βγαίναν οι δύο ομάδες από την καταπακτή, βλέπαμε τους αντιπάλους. Κοιτούσαν την εξέδρα και σκεφτόντουσαν, “που ήρθαμε τώρα εδώ”; Στο πρώτο 20λεπτο ήταν τελειωμένοι. Τώρα είναι πιο “κυριλέ” ο κόσμος. Είναι και λιγότερος».
Αυτή η μείωση του κόσμου που πιστεύεις ότι οφείλεται;
«Πιστεύω ότι ο κόσμος παλιότερα ήταν πιο φανατικός. Τώρα είναι πιο χαλαρός και απογοητεύεται πιο εύκολα. Παλιά ο κόσμος ζούσε για να έρθει η Κυριακή και να πάει γήπεδο. Ο αγώνας ήταν στις 3:00 το μεσημέρι και ο κόσμος ήταν στο γήπεδο από τη 1:00».
Τι πιστεύεις θα γινόταν αν ο Παναιτωλικός έπαιζε Α’ Εθνική εκείνα τα χρόνια;
«Θα έπρεπε να αλλάξει γήπεδο (σ.σ. γέλια). Δεν θα χωρούσε ο κόσμος. Θυμάμαι παίζαμε με την ΑΕ Μεσολογγίου Γ’ Εθνική στο Αιτωλικό, όχι στο Αγρίνιο, και ο κόσμος δεν χωρούσε πουθενά. Ήταν σαν τα τσαμπιά με τα σταφύλια. Εν τω μεταξύ όλο το Αιτωλικό ήταν με τον Παναιτωλικό. Μας ενθάρρυναν για να πάρουμε τη νίκη. Δύσκολα παιχνίδια τότε γιατί και η ΑΕΜ ήταν πιο δυνατή. Είχε και δύο παίκτες που είχαν φύγει από εμάς, Κερανούδη και Παπαχρήστο. Θυμάμαι όμως ότι δεν μπορούσε να περάσει το λεωφορείο από τον κόσμο που είχε κατακλείσει το γήπεδο».
Κλείνοντας, υπάρχει κάτι που θα ήθελες να ευχηθείς για τον Παναιτωλικό;
«Τότε στον Παναιτωλικό ήμασταν όλοι μια οικογένεια. Δεν υπήρχαν αντιπαλότητες. Είμασταν όλοι πολύ αγαπημένοι. Αγωνιζόμασταν όλοι για το καλό του Παναιτωλικού. Αυτό ήταν το πιο σημαντικό. Αυτό πρέπει να γίνει ξανά. Παίζαμε όλοι για τη φανέλα. Όταν χάναμε δεν βγαίναμε από το σπίτι όλοι την εβδομάδα και περιμέναμε το επόμενο παιχνίδι για να κερδίσουμε και να μπορέσουμε να βγούμε. Πρέπει ο Παναιτωλικός να είναι πάντα μια οικογένεια και όλοι να αγωνίζονται για το καλό της ομάδας».
*Φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο του Δημήτρη Νταραντούμη