Ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής και πρώην προπονητής της ΠΑΕ Παναιτωλικός, Γιάννης Νταλακούρας, ο οποίος επί σειρά ετών διατέλεσε και υπεύθυνος των τμημάτων υποδομής των «καναρινιών», παραχώρησε μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στους δημοσιογράφους Γιάννη Τσιρώνη και Μπάμπη Τσιρώνη, στο agriniara.gr.
Μεταξύ άλλων ο κ. Νταλακούρας αναφέρθηκε στα παιδικά του χρόνια, τα πρώτα του βήματα στο ποδόσφαιρο, την πρώτη του επαφή με τον Παναιτωλικό ως πιτσιρικάς, αλλά και ολόκληρη την ποδοσφαιρική του διαδρομή.
Αποκάλυψε τι ήταν αυτό που τον έκανε να ειδικευτεί στο ποδόσφαιρο όταν στην γυμναστική ακαδημία παραλίγο να ειδικευτεί στο… τένις (!), ενώ μίλησε για πτυχές της ποδοσφαιρικής και προπονητικής του καριέρας που δεν έχουν δει ξανά το φως της δημοσιότητας.
Παράλληλα, αναφέρθηκε σε θρύλους του Παναιτωλικού και με ποιον τρόπο ο ίδιος βίωσε την συνύπαρξη μαζί τους, όπως και στις ιστορικές στιγμές με τις οποίες συνέδεσε το όνομά του στην ομάδα του Αγρινίου. Επίσης, αναφέρθηκε και στα ταλέντα που πέρασαν από τα χέρια του πριν αγωνιστούν στην μεγάλη ομάδα.
Δεν παρέλειψε να απαντήσει, όταν ερωτήθηκε, αν πιστεύει ότι κάποιοι ποδοσφαιριστές δεν πήραν όσες ευκαιρίες άξιζαν, όπως και για τον ορθό τρόπο λειτουργίας μια ομάδας, κατά την άποψή του, όπως και πως πιστεύει ότι θα έπρεπε να αξιοποιεί μια ομάδα τα ταλέντα από τα τμήματα υποδομών της.
Αυτά και άλλα πολλά σε μία πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη… «σεντόνι», όπως μπορεί να χαρακτηριστεί λόγω μεγέθους στην δημοσιογραφική αργκό και… καλή τύχη σε όσους καταφέρουν να την διαβάσουν ολόκληρη!
Αναλυτικά η συνέντευξη:
Από την αλάνα της Μεγάλης Χώρας στον Παναιτωλικό της Α’ Εθνικής
Που γεννήθηκε ο Γιάννης Νταλακούρας, που μεγάλωσε και πως ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο;
«Γεννήθηκα στη Μεγάλη Χώρα Αγρινίου, εκεί ήταν τα πρώτα μου παιδικά χρόνια. Πολύ όμορφα χρόνια. Παρά τη φτώχια και τις δύσκολες καταστάσεις, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι, τα αναπολώ αυτά τα χρόνια. Πήγα στο δημοτικό εκεί, Γυμνάσιο και Λύκειο στο Αγρίνιο. Εκεί ξεκίνησα ένα πολύ όμορφο ταξίδι στο ποδόσφαιρο που αργότερα με πήγε στον Παναιτωλικό».
Πρώτη επαφή με το ποδόσφαιρο στην αλάνα;
«Πρώτη επαφή είναι αυτό που λείπει σήμερα και είναι το πιο βασικό για μένα. Η αλάνα. Το μεγαλύτερο σχολείο για να γίνει κάποιος ποδοσφαιριστής είναι η αλάνα. Η δυσκολία που έχει ο τρόπος που προσπαθείς να παίξεις, η επαφή με τα παιδιά, όλα όσα αντιμετωπίζεις εκεί σε κάνουν ποδοσφαιριστή αλλά και άνθρωπο με ψυχή. Είναι κάτι που νομίζω ότι λείπει σήμερα και δυστυχώς θα συνεχίσει να λείπει από εδώ και πέρα στη ζωή μας».
Η πρώτη σου ομάδα;
«Η πρώτη μου ομάδα και η πρώτη μου επαφή με το ποδόσφαιρο, κάπως οργανωμένα, ήρθε στο γυμνάσιο όταν βρέθηκα κοντά σε έναν μεγάλο δάσκαλο για την πόλη μας, τον νομό και γενικότερα για την Ελλάδα. Τον γυμναστή που είχα στο σχολείο, τον κύριο Γρηγόρη Μπενέκα (σ.σ. εμφανώς συγκινημένος όταν αναφέρθηκε στον δάσκαλό του). Σπουδαίος άνθρωπος… Εύχομαι όλα τα παιδιά που είναι στο σχολείο σήμερα να βρουν μπροστά τους τέτοιους δασκάλους… Αυτός ο άνθρωπος με έστειλε κοντά στον Παναιτωλικό.
Γνώριζε πολύ κόσμο στην πόλη και ένας από αυτούς ήταν ο μεγάλος Γιώργος Παπαδόπουλος, ο «Γάλλος», ο θρύλος του Παναιτωλικού. Του είπε λοιπόν ο κ. Μπενέκας ότι είχε στο σχολείο ένα παιδί που έχει την αίσθηση ότι “κάτι κάνει” στο ποδόσφαιρο και ο κ. Παπαδόπουλος του είπε να πάω στο γήπεδο. Πήγα λοιπόν και ο πρώτος άνθρωπος που αντίκρισα εκεί ήταν ο κ. Βασίλης Σταρακάς που ήταν υπεύθυνος στους μικρούς, στα «τσικό».
Και έτσι βρέθηκες στον Παναιτωλικό;
«Ναι. Θυμάμαι ότι ήμασταν γύρω στα δέκα ή δώδεκα παιδιά εκείνη την ημέρα για να μας δει. Μας έβαλε στο στρογγυλό στο κέντρο του γηπέδου και αυτός στάθηκε στη μέση. Μας πέταγε την μπάλα ψηλά και όποιος την κοντρόλαρε τρεις φορές καλά, του έλεγε “έλα από εδώ”. Σπουδαίος άνθρωπος ο κ. Σταρακάς. Η πορεία του είναι γνωστή σε όλους.
Εγώ ήμουν από αυτούς που την κοντρόλαραν τρεις φορές καλά, όπως και ο Παναγιώτης Δήμου που ήταν εκεί την ίδια ημέρα. Ένας μεγάλος παίκτης. Ένα σπάνιο ταλέντο κατά την άποψή μου. Δυστυχώς όμως, οι τραυματισμοί και οι συγκυρίες δεν του έδωσαν την δυνατότητα να βρεθεί όσο ψηλά του άξιζε με το ποδόσφαιρο, αν και οι δυνατότητές του ήταν τεράστιες.
Έτσι άρχισε το ταξίδι μου στο ποδόσφαιρο, με τις δυσκολίες του, τα βάσανά του, αλλά και με πολύ όμορφες στιγμές».
Η ιστορική Δάφνη Μεγάλης Χώρας
Ποια χρονιά ήταν αυτή;
Εκείνη την χρονιά ο Παναιτωλικός ήταν στην Α’ Εθνική (σ.σ. 1976-1977). Τα «τσικό» έπαιζαν στο γήπεδο πριν από τα παιχνίδια της μεγάλης ομάδας. Πολλά παιδιά ήταν εκείνη την εποχή στην ομάδα με πάρα πολύ ταλέντο. Εγώ δεν είχα ακόμα θέση. Ήμουν μικρός. Αυτός όμως που βρήκε αμέσως θέση στην μεγάλη ομάδα ήταν ο Παναγιώτης Δήμου. Ο Παναιτωλικός έκανε αγώνα δρόμου για να βγάλει το δελτίο του μέσα σε τρεις μέρες για να παίξει στην ομάδα και τελικά τα κατάφερε.
Δυστυχώς, όταν έπεσε η ομάδα τελείωσε και αυτό το σκηνικό. Φύγαμε όλοι από τον Παναιτωλικό για άλλες ομάδες της Ελλάδας ή και της Αιτωλοακαρνανίας. Εγώ πήγα στο χωριό μου στη Δάφνη Μεγάλης Χώρας. Ο Παναγιώτης Δήμου θυμάμαι πήγε στα Όχθια.
Έπαιξα εκεί για δύο ή τρία χρόνια».
Σε ποια κατηγορία έπαιζε τότε η Δάφνη;
«Μάλλον Β’ τοπικό. Αλλά τότε οι ομάδες στο τοπικό ήταν άλλο επίπεδο. Με παιδιά που είχαν τρομερό ταλέντο και θα μπορούσαν να κάνουν μεγάλη καριέρα στο ποδόσφαιρο. Το επίπεδο ήταν πολύ υψηλό. Πολλά παιδιά ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο. Γαλουχηθήκαν στην αλάνα και σε δύσκολες συνθήκες και γι’ αυτό αργότερα μεγαλούργησαν.
Εμένα πάντα μου άρεσε το ποδόσφαιρο και ήθελα να κάνω την προσπάθειά μου. Ήταν όμορφα τα χρόνια στη Δάφνη Μεγάλης Χώρας. Μία ιστορική ομάδα».
Επιστροφή στον Παναιτωλικό
Και μετά πως επέστρεψες στον Παναιτωλικό;
«Μετά από τη Δάφνη επέστρεψα στον Παναιτωλικό γιατί τότε ήρθε ένας άλλος μεγάλος προπονητής και άνθρωπος στην ομάδα, ο κ. Χρήστος Ζαντέρογλου (σ.σ. απεβίωσε φέτος σε ηλικία 82 ετών στις 3 Μαρτίου 2023).
Εκείνος θέλησε να κάνει μια μεγάλη μάζωξη των ταλέντων που υπήρχαν στην Αιτωλοακαρνανία για να φτιάξει έναν Παναιτωλικό όπως τον ήθελε η διοίκηση και ο κόσμος εκείνης της εποχής. Νομίζω πρόεδρος του Παναιτωλικού ήταν ο κ. Βλάμης τότε.
Το κάναμε αυτό το καλοκαίρι. Επέστρεψαν πολλά παιδιά στον Παναιτωλικό. Έχουν περάσει πολλά χρόνια και ας με συγχωρήσουν κάποιοι από τους τότε συμπαίκτες μου.
Θυμάμαι σίγουρα τον Παναγιώτη Δήμου και τον Γιώργο Μανδέλο που ήταν λίγο μεγαλύτερος από εμάς αλλά έκανε χρόνια στίβο και μάλιστα είχε Πανευρωπαϊκή νίκη, μετάλλιο, στα 110μ. εμπόδια. Ήταν πολύ υψηλού επιπέδου. Ερχόμενος στον Παναιτωλικό ήταν το “κλου” της Β’ Εθνικής. Ο πιο γρήγορος και ο πιο δυνατός παίκτης της κατηγορίας. Ψηλό παιδί, που αν είχε ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο από μικρότερη ηλικία για να βελτιώσει κάποια τεχνικά χαρακτηριστικά, νομίζω θα είχε τη δυνατότητα να κάνει τεράστια καριέρα στο ποδόσφαιρο. Σε κάθε περίπτωση όμως είχε κάνει ήδη πολύ μεγάλη καριέρα σε κάτι άλλο».
Τι θυμάσαι από εκείνη την ομάδα;
«Εκείνη τη χρονιά δημιουργήθηκε μία πολύ σπουδαία ομάδα κατά την άποψή μου. Είχαν μείνει παιδιά από τα προηγούμενα χρόνια, μορφές για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Παιδιά που πιστεύω ότι αν υπήρχαν και σήμερα θα έκαναν πολύ μεγάλη καριέρα. Από ποιον να ξεκινήσω; Τον Λεωνίδα Κωστόπουλο. Τον Κώστα Τάκο. Τον Δημήτρη Γάκη τον τερματοφύλακα. Τον Γιώργο Παππά. Τον Κώστα Ντελή. Τον Παναγιώτη Δήμου. Τον Δήμο Ρούμπα. Τον Γιάννη Μακρή. Τον Γιώργο Μπουλιέρη. Τον Στράτο Αποστολάκη που ήρθε αργότερα μετά από μεγάλη προσπάθεια του μεγάλου Κώστα Καλύβα που έκανε μία τεράστια προσπάθεια να φτιάξει μια δεύτερη ομάδα στον Παναιτωλικό.
Δημιουργήθηκε μία ομάδα που είχε μέταλλο, φιλοσοφία, καρδιά, ψυχή και εξέφραζε τον κάθε ένα πολίτη της περιοχής μας. Ερχόταν ο κόσμος και μας χειροκροτούσε. Υπήρχε στεναχώρια όταν χάναμε, αλλά παίρναμε το χειροκρότημα όταν έπρεπε, όπως και την φωνή και την πίεση».
Η πίεση και η αίγλη του Παναιτωλικού
Εσείς καταλαβαίνατε την πίεση;
«Εγώ την εισέπραττα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Στο παραμικρό. Ήμουν στο γήπεδο και τα αφτιά μου ήταν στην κερκίδα. Τι έλεγε ο ένας, τι έλεγε ο άλλος. Ήμασταν άνθρωποι γνωστοί. Θα βλεπόμασταν και την επόμενη ημέρα στην καθημερινότητά μας. Αυτό μας έδενε με τον κόσμο. Αυτό δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή. Είμαστε σε μία διαφορετική κατάσταση. Αυτό όμως προσέφερε μία ομορφιά. Το ένιωθες μέσα σου ότι έπρεπε να δώσεις χαρά στον κόσμο γιατί μετά θα την εισέπραττες από αυτόν.
Αν δείτε φωτογραφίες της εποχής θα δείτε ότι αν και δεν υπήρχαν τότε τα σημερινά καθίσματα, ο κόσμος ήταν σαν τα σταφύλια στο γήπεδο. Ήταν γεμάτο. Θυμάμαι εποχές εκεί που σήμερα είναι το πέταλο και τότε υπήρχε μόνο χώμα, που έβαζε γκολ ο Παλαμάρας και ήταν κάτι απίστευτο με τόσο κόσμο μαζεμένο σε εκείνο το σημείο να πανηγυρίζει. Ήμουν μικρός και έψαχνα πως θα χωθώ να περάσω μπροστά για να βλέπω και εγώ. Θυμάμαι χαρακτηριστικά εκείνες τις στιγμές. Πολύ όμορφες στιγμές που όταν τις ζεις σε τέτοια νεαρή ηλικία σου μένουν ανεξίτηλες στο μυαλό.
Εκείνη την εποχή μπορεί όλα να φάνταζαν λίγο δύσκολα, αλλά πλέον αναπολώ εκείνες τις στιγμές. Ακόμα και με φίλους που μπορεί να μη μου κάναν τόσο καλή κριτική τότε, είναι στιγμές που πλέον τις αναπολώ γιατί ήταν πράγματα που κάποιος έλεγε από την καρδιά του, χωρίς σκοπιμότητα. Πλέον ακόμη και στην κριτική που μπορεί να κάνουν κάποιοι άνθρωποι για έναν ποδοσφαιριστή, δεν υπάρχει αυτό».
Πως αισθανόσασταν τότε που παίζατε στον Παναιτωλικό;
«Ο Παναιτωλικός ήταν από τότε μια σπουδαία ομάδα. Εγώ πήγα με τον Παναιτωλικό σε ξενοδοχείο στο Κεφαλάρι, στην Κηφισιά στο Σεμίραμις, το οποίο ήταν το ξενοδοχείο στο οποίο μέναμε μαζί με αποστολές της ΑΕΚ. Το θυμάμαι παρά το ότι ήμουν μικρός γιατί μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Ο Παναιτωλικός από εκείνα τα χρόνια, αν και βρισκόταν στη Β’ Εθνική, είχε μια αίγλη στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Τώρα πια έχει αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερη αίγλη.
Όμορφη ζωή. Παιδιά που ήμασταν πολλά χρόνια μαζί. Έχω την αίσθηση ότι έτσι το βλέπαμε πολλοί από εκείνη την εποχή, παίκτες και προπονητές».
Προπονητές θρύλοι μιας άλλης εποχής
Από προπονητές θυμάσαι κάποιον χαρακτηριστικά από εκείνα τα χρόνια;
«Χαρακτηριστικός από εκείνη την εποχή ήταν ο κ. Κουτσογιάννης. Ήταν ένας άνθρωπος που σε έκανε “άνδρα”. Με βοήθησε πολύ για να γίνω ότι έγινα στην καριέρα μου. Βλασφημούσε, έκανε πολλά, αλλά ήταν ένας άνδρας δίκαιος και αυστηρός κριτής. Αγωνιστικά σε έκανε να δίνεις το “είναι” σου για την ομάδα. Σου έλεγε “θα σου πω εγώ τι θα κάνεις”. Κανένας ποδοσφαιριστής τότε στον Παναιτωλικό αν δεν έμπαινε στο γήπεδο για το “οργώσει” δεν υπήρχε περίπτωση να παίξει. Αυτό σε έκανε να αισθάνεσαι ότι αυτή η ομάδα είναι σε ένα υψηλό επίπεδο.
Για παράδειγμα, εγώ έπαιζα χαφ και δεν ήμουν πολύ τεχνίτης ποδοσφαιριστής. Ήμουν όμως ένας ποδοσφαιριστής με πολλές δυνάμεις που πήγαινε πάνω – κάτω μέσα στο γήπεδο. Αυτό που λέμε σήμερα box-to-box. Ήμουν παίκτης που έβαζε αρκετά γκολ κάθε χρονιά. Επτά, οκτώ, δέκα, δώδεκα γκολ, αναλόγως… Ένα χαφ που πατάει και στις δύο περιοχές.
Έχω την εντύπωση ότι σήμερα οι παίκτες εκείνης της εποχής αν έκαναν την σημερινή προπόνηση, θα έδιναν τα ίδια πράγματα στο παιχνίδι. Σήμερα δύσκολα όμως θα βρεις ποδοσφαιριστές που να βάζουν έστω και τέσσερα ή πέντε γκολ».
Τι θυμάσαι χαρακτηριστικά από τον Κουτσογιάννη;
«Θυμάμαι χαρακτηριστικά τι είχε πει στον Στράτο Αποστολάκη. Ήμασταν στον Πύργο για ένα ματς και του είπε ο Κουτσογιάννης, “αν σήμερα δεν πας καλά, δεν ξαναπατάς μέσα στο γήπεδο”. Το ξαναλέω, αυτό το είπε στον Αποστολάκη! Μπήκε λοιπόν μέσα ο Στράτος και έπαιξε αυτό που έπαιζε πάντα. Εγώ δεν πιστεύω ότι δεν θα τον ξανά έβαζε. Αλλά αυτό τον έκανε “άνδρα”. Γι’ αυτό εκείνα τα χρόνια, όποιος παίκτης έπαιζε στον Παναιτωλικό και μετά έφευγε, έπαιζε σε οποιαδήποτε ομάδα της Ελλάδας.
Υπάρχουν τέτοια παραδείγματα. Έφυγε ο Στράτος Αποστολάκης; Έπαιξε κατευθείαν στον Ολυμπιακό. Έφυγε ο Χρήστος Βασιλείου; Έπαιξε κατευθείαν και αυτός. Έφυγε ο Πέτρος Μίχος; Έφυγε ο Κώστας Κωνσταντόπουλος; Έφυγε ο Μιχάλης Κούσουλας; Λίγο αργότερα ο Μάκης Μπελεβώνης; Ο Φίλιππος Δάρλας; Ο Χρήστος Κουτσοσπύρος; Το ίδιο… Αυτό τον ψυχισμό τον έδινε ο Παναιτωλικός. Είμαι απολύτως σίγουρος. Ήταν η φιλοσοφία που επικρατούσε μέσα στην ομάδα. Ήταν οι άνθρωποι που σου έδιναν την εντύπωση ότι “για να παίξεις εδώ, πρέπει να είσαι αυτό”.
Σήμερα έχουν αλλάξει τα πάντα. Είναι άλλες συνθήκες. Άλλοι κανόνες του παιχνιδιού. Άλλη η ζωή που ζούμε γενικότερα. Αυτό είναι κάτι που χαρακτηρίζει το ποδόσφαιρο που θέλει να παίξει μια ομάδα. Κάποια χαρακτηριστικά που μπορούν να κάνουν μια ομάδα να βρίσκεται ψηλά, είναι όταν δίνεις σε μία ομάδα ξεκάθαρες κατευθύνσεις. Ότι “εμείς θέλουμε αυτό, μπορείς”; Ε τότε “μπες μέσα και παίξε”. Εκείνη την εποχή δεν νοούταν χαφ, «8αρι» ή «10άρι» που να μην κάνει τουλάχιστον πέντε γκολ τη χρονιά».
Θυμάσαι κάποια «στιχομυθία» από εκείνη την εποχή;
«Πολλές, αλλά θα πω μία με τον Χρήστο Βασιλείου. Έπαιρνε τη μπάλα μόνος του και ντρίμπλαρε για να μπει στην περιοχή γιατί είχε αυτά τα προσόντα και αυτή τη δυνατότητα, αλλά ο Κουτσογιάννης ήθελε να βγάλει σέντρα. Γυρίζει λοιπόν ο Κουτσογιάννης και του φωνάζει, “τι κάνεις εκεί ρε”; Του απαντάει ο Βασιλείου, “τι να κάνω κυρ Νίκο”; Και του λέει ο Κουτσογιάννης, “να ανέβεις πάνω στον τοίχο και να πέσεις με κεφάλι κάτω ρε”! Με τον Βασιλείου να του απαντάει “μα θα σκοτωθώ σε κυρ Νίκο”! (σ.σ. γέλια). Υπήρχε πίεση… Δεν σε άφηνε να κάνεις κάτι που δεν ήταν αυτό που θεωρούσε αληθινό ποδόσφαιρο»!
Ακόμα και αν το αποτέλεσμα ήταν καλύτερο από αυτό που ήθελε ο ίδιος θα γκρίνιαζε αν δεν γινόταν αυτό που ζητούσε από τους παίκτες του;
«Φυσικά. Έχω τουλάχιστον δέκα περιπτώσεις τέτοιες στο μυαλό μου. Χαρακτηριστικό ήταν τότε ένα παιχνίδι με τον Ιωνικό. Στην αντεπίθεση κάνει το μπάσιμο ο Μανδέλλος από αριστερά για να σουτάρει με το δεξί. Παράλληλα ερχόμουν και εγώ να πατήσω περιοχή από τον άξονα και ήμουν μόνος μου. Ήθελε λοιπόν ο Κουτσογιάννης να μου δώσει εμένα τη μπάλα για να βάλω πιο εύκολα το γκολ. Ο Γιώργος λοιπόν (σ.σ. Μανδέλλος) ήταν έτοιμος να σουτάρει και αφού τον έβλεπε από τον πάγκο του φώναζε, “Όχι σουτ! Στον Γιάννη”! Σουτάρει όμως και η μπάλα μπαίνει γκολ! Τρελάθηκε ο Κουτσογιάννης… Όλη την εβδομάδα έλεγε γι’ αυτό. Ας μπήκε γκολ. Έλεγε δηλαδή ότι θα έπρεπε να είχε δώσει την πάσα για να μπει πιο εύκολα το γκολ. Ήταν αληθινός»…
Ο Παναιτωλικός προσέφερε μια καλύτερη ζωή
Ποιο ήταν αυτό το στοιχείο που σας ωθούσε να παίξετε ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή;
«Η αγάπη για το ποδόσφαιρο και η θέληση για μία καλύτερη ζωή. Με την έννοια να φύγεις από την “όμορφη φτώχια” εκείνης της εποχής και να κάνεις ότι καλύτερο για τη ζωή σου. Εμείς που ξεκινούσαμε τότε, αυτό θέλαμε. Να κάνουμε κάτι καλύτερο για τη ζωή μας. Αυτό μου έδωσε εμένα ο Παναιτωλικός και όλοι οι άνθρωποι που πέρασαν τότε από την ομάδα. Με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Ακόμα και την δουλειά μου, αυτή την υπέροχη δουλειά, να είμαι γυμναστής σε σχολεία, ο Παναιτωλικός μου την έδωσε.
Είχαμε πάρει πρωτάθλημα και τότε υπήρχε νόμος ότι όσοι είναι πρωταθλητές Ελλάδος μπορούν να γραφτούν στη γυμναστική ακαδημία. Και γι’ αυτό θα ευγνωμονώ και θα έχω τον Παναιτωλικό πάντα στην καρδιά μου. Πολλοί άνθρωποι μας έδωσαν πράγματα. Πάντα υπάρχουν και θα υπάρχουν και άνθρωποι που δεν θα σου δίνουν, αλλά μόνο θα παίρνουν, αλλά ο Παναιτωλικός ήταν εκείνη την εποχή για τα παιδιά μία ελπίδα ζωής».
Ποιες είναι οι μεγαλύτερες συγκινήσεις που μπορείς να θυμηθείς ότι έζησες ως ποδοσφαιριστής του Παναιτωλικού;
«Ακόμα και σήμερα για εμένα μία από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις που έχω ζήσει, είναι ένα ματς που έχουμε χάσει στο Αγρίνιο. Μία δύσκολη κατάσταση. Βγαίνοντας από εκεί που τώρα είναι το γραφείο για τα εισιτήρια διαρκείας στο γήπεδο, κατεβαίνοντας από τα VIP, γιατί από εκεί βγαίναμε τότε, φυσικά καμία σχέση με σήμερα, είχαμε χάσει ένα ματς στη Β’ Εθνική. Με τον Κώστα Ντελή, μεγάλο παίκτη, στόπερ με μεγάλη ιστορία στον Παναιτωλικό, κατεβαίναμε από εκείνο το σημείο για να φύγουμε, να πάμε από το ρέμα που ήταν τότε και να βγούμε Παπαστράτου για να φύγουμε για τα χωριά μας. Μας περιμένει λοιπόν ένα τσούρμο πάνω από 150 άτομα κάτω απ’ τις σκάλες και επειδή ο Ντελής ήταν ο παλιός εκείνη την εποχή, τον άρχισαν στα βρισίδια. Από πίσω πηγαίναμε και εμείς και μας ακολουθούσε ένα “κοπάδι” 150 άτομα και μας έριχνε μπινελίκια!
Οι όμορφες στιγμές φυσικά πολλές. Η γνωριμία με ανθρώπους όπως ο Άγγελος Τριανταφύλλου, ο Γιώργος Βαζούκης, ο Μάρκος Κρικελής, ο Λάκης Κατσανάκης, ο Γιώργος Σιατής, ο Αλέξανδρος Τσούτσος, ο Θανάσης Μέντας και άλλοι άνθρωποι με ποιότητα».
Υπάρχει κάποιο παιχνίδι ή κάποια στιγμή που θυμάσαι χαρακτηριστικά ως ποδοσφαιριστής και δεν θα ξεχάσεις ποτέ;
«Υπάρχει ένα παιχνίδι στη Β’ Εθνική που παίζαμε Παναιτωλικός – Ιωνικός στο Αγρίνιο. Εγώ έβγαινα πολλές φορές πίσω από τον επιθετικό και βρισκόμουν πάντα σε μία θέση που μου επέτρεπε να σκοράρω. Τότε επιθετικός στην ομάδα ήταν ο Μανδέλλος, ένα πολύ δυνατό παιδί με τρομερό άλμα. Έπαιρνε λοιπόν φόρα από το πέναλτι και μετά το άλμα αν έβρισκε τη μπάλα ήταν γκολ. Αν όμως δεν την έβρισκε, πάντα πίσω του ερχόμουν εγώ (σ.σ. γέλια). Μπορούσα να αντιληφθώ πότε έπρεπε να πατήσω περιοχή και ήμουν πάντα πίσω από τον Μανδέλλο.
Με τον Ιωνικό λοιπόν, σε εκείνο το ματς, έχω χάσει τουλάχιστον πέντε ευκαιρίες για γκολ, ακόμα και πάνω στη γραμμή. Έχει αρχίσει ο κόσμος να φωνάζει “Νταλακούρα αυτό” και “Νταλακούρα εκείνο”. Στο 89ο λεπτό ο Γιώργος Παππάς βγαίνει από αριστερά και κάνει τη σέντρα. Η μπάλα περνάει λοιπόν από τον Μανδέλλο και έρχεται σε εμένα, δύο μέτρα από το τέρμα, κατευθείαν στο κεφάλι μου. Όπως την κάρφωσα λοιπόν στα δίχτυα, πίσω από τα κάγκελα ήταν γεμάτο κόσμο το γήπεδο και με τη φόρα που έχω, για να μη μπω στα δίχτυα, δίπλα από το δοκάρι, πάω και ανεβαίνω στα κάγκελα. Ο κόσμος να έχει τρελαθεί και να φωνάζει “μπράβο ρε Νταλακούρα” και εγώ να επίσης να φωνάζω και να μου έχει βγει όλη η ένταση. Απίστευτο συναίσθημα»!
Υπάρχει καλύτερο συναίσθημα για ποδοσφαιριστή από το γκολ στο 89ο λεπτό και να ανεβαίνει τα κάγκελα και όλο το γήπεδο να φωνάζει το όνομά του;
«Δεν νομίζω… Παρότι είμαστε ομάδα και κερδίζουμε γιατί είμαστε όλοι μαζί, εκείνη τη στιγμή είναι μία προσωπική επιτυχία που σε ανεβάζει σε άλλο επίπεδο»!
Τότε ο Παναιτωλικός ήταν Β’ Εθνική αλλά θυμάσαι κάποιον αγώνα με τους «μεγάλους» του ελληνικού ποδοσφαίρου;
«Τότε κυρίως θα παίζαμε με τέτοιο αντίπαλο σε Κύπελλο ή σε κάποιο φιλικό. Θυμάμαι ένα πολύ καλό φιλικό με αντίπαλο την ΑΕΚ στο Στάδιο. Τότε για εμάς αυτά τα παιχνίδια ήταν μεγάλη υπόθεση. Μου είχε κάνει εντύπωση ο Αρδίζογλου. Έβλεπα ένα παιδί δύο μέτρα με φοβερό διασκελισμό και αναρωτιόμουν, “πως τον πιάνεις αυτό τον παίκτη”;
Κάθε ματς όμως για εμένα είχε μια ξεχωριστή ομορφιά. Θυμάμαι τότε με τον φίλο μου τον Βαγγέλη Μπιτσικώκο να καθόμαστε στο λεωφορείο στη γαλαρία και όποτε χάναμε να μου λέει… “πω ρε φίλε… μια δουλειά πρέπει να βρούμε… μια δουλειά!” (σ.σ. γέλια). Την Δευτέρα μετά τον αγώνα, όταν χάναμε, έπαιρνε καφέ και πήγαινε ψηλά στο βουνό στον Αη Λια να μην τον βλέπει κανείς! Όταν κερδίζαμε όμως, έτριβε τα χέρια του και έλεγε “πω πω πω… πάλι τα κονομήσαμε… θα πάρουμε το πριμ!” (σ.σ. ξανά γέλια).
Η τρομερή «φουρνιά» της Β’ Εθνικής
Υπάρχει κάποιος συμπαίκτης που είχες τότε και αν μπορούσες θα τον έπαιρνες μαζί σου κάθε ομάδας που αγωνιζόσουν;
«Δεν είναι ένας. Όσο και αν επιμείνεις δεν μπορώ να σου πω έναν. Ποιον να αφήσω πίσω και να μην τον πάρω; Γάκης, Αποστολάκης, Τάκος, Κωστόπουλος, Μπουλιέρης, Μακρής, Ντελής, Καραμπελούσης, Καλαντζής, Παππάς, Μανδέλλος, Δήμου, Ρούμπας. Κανέναν δεν μπορώ να τον αφήσω έξω… άλλη ψυχολογία… Βρισκόμαστε τώρα που είμαστε παλαίμαχοι και είναι η ζωή μας. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση. Κανονίζουμε να βρεθούμε για να πούμε αυτές τις ατάκες, όσα έχουμε ζήσει εκείνα τα χρόνια. Κυρίως όχι για να παίξουμε, αλλά το ταξίδι και όσα λέμε είναι μοναδικά. Μου έρχονται στιγμές στο μυαλό που μου χαρίζουν τεράστια ικανοποίηση και χαρά.
Τι να πω; Που μας έπαιρνε ο Κωστόπουλος, ο Τάκος και μετέπειτα ο Βασιλείου στην Αθήνα μετά από κάθε ματς για να βγούμε και να διασκεδάσουμε; Τα ευτράπελα που γίνονταν εκεί; Δεν υπάρχει… Ήταν μία οικογένεια. Κάτι που σήμερα δεν μπορεί να υπάρξει στις ομάδες με όλες τις αλλαγές που γίνονται».
Από τους προπονητές που είχες στον Παναιτωλικό, ποιον θεωρείς κορυφαίο;
«Δεν μπορώ να πως ότι ένας ήταν ο κορυφαίος. Από όλους έχω πάρει κάτι και δεν είναι διπλωματική η απάντηση. Είναι η αλήθεια. Βρέθηκαν προπονητές μπροστά μας με ποιότητα και αρχές.
Από τον Κουτσογιάννη γίναμε «άνδρες». Δεν υπήρχε ψέμα ή μπαγαποντιά. Αληθινός άνθρωπος σε όλα. Τον «Γάλλο» (σ.σ. Γιώργο Παπαδόπουλο) δεν τον έζησα πολύ, αλλά και μόνο από αυτά που ακούγαμε αισθανόμασταν δέος. Ο Χρήστος Ζαντέρογλου επίσης μας έδωσε πολλά.
Επίσης ο Σωτήρης Καρποδίνης εκείνη την εποχή μας έκανε προπόνηση που πιστεύω ότι πολύ μεγάλα κομμάτια της γίνονται τώρα. Ήταν προπονητής ο οποίος είχε πάει στην Ιταλία στο Κοβερτσιάνο. Είχε σπουδάσει εκεί και μετά ήρθε και μας έλεγε πράγματα που για εμάς ήταν πρωτάκουστα.
Μετά ήρθε ο μεγάλος Κώστας Καραπατής που μας έμαθε τι σημαίνει να είσαι ποδοσφαιριστής και προσωπικότητα. Πως πρέπει να κάθεσαι, να μιλάς, να κυκλοφορείς στον δρόμο. Επειδή ήμασταν μικροί, ακόμα και πως πρέπει να συμπεριφέρεσαι στην φίλη σου. Ένας πολύ μεγάλος δάσκαλος για την ζωή. Εγώ όταν ήρθε ο Καραπατής και μας τα έλεγε όλα αυτά, ένιωθα ότι βρίσκομαι σε μία ομάδα άλλου επιπέδου. Στο σχολείο δεν είχα μάθει τόσα πράγματα, όσα μας μετέδιδε. Όσο για τα αγωνιστικά, ο Παναιτωλικός μάθαινε εκείνη την εποχή πως παίζεται η ζώνη και οι τερματοφύλακες πως να παίζουν με τη μπάλα κάτω.
Άνθρωποι πολύ μπροστά από την εποχή τους. Αν η Ελλάδα ήταν διαφορετική εκείνη την εποχή, θα μπορούσαν να κάνουν καριέρα στο εξωτερικό».
Όλα αυτά σε βοήθησαν και στην προπονητική σου καριέρα;
«Έλεγε ένας φίλος μου ότι για να εισπράξεις κάτι, πρέπει και εσύ να είσαι κάτι ανάλογο. Από μία κουβέντα που ακούμε δεν εισπράττουμε όλοι τα ίδια πράγματα, αλλά ότι μας επιτρέπει ο χαρακτήρας, το μυαλό, η λογική, η καρδιά μας κλπ… Προπονητής είναι ταλέντο. Πρέπει να έχεις κάποια πράγματα που σου έχει χαρίσει ο θεός και μετά να πάρεις κάποια πράγματα από τον Καραπατή, τον Κουτσογιάννη, τον Καρποδίνη ή ακόμη και απ’ τον Γκουαρντιόλα.
Υπήρχε μια εποχή που οι Έλληνες προπονητές πήγαιναν στο εξωτερικό και παρακολουθούσαν μεγάλους προπονητές για να πάρουν πράγματα. Έτσι είχα πει κάποτε στον φίλο μου Βαγγέλη Μπιτσικώκο με αφορμή μια ανάλογη επίσκεψη του Νίκου Αναστόπουλου στην Ιταλία για να παρακολουθήσει μεγάλους προπονητές: “Ρε φίλε είδες ο Αναστό; Πόσα πράγματα μαθαίνει εκεί”… Και μου λέει ο Βαγγέλης που η γυναίκα του δούλευε νοσοκόμα στο νοσοκομείο, “Γιάννη, και εγώ πάω στη γυναίκα μου κάθε μέρα φαγητό και μιλάω με γιατρούς, νομίζεις θα γίνω και εγώ γιατρός; (σ.σ. γέλια)”.
Προπονητής είναι ταλέντο για εμένα. Έχει να κάνει με την ψυχή, την σκέψη, την μεταδοτικότητα, την αντίληψη, πολλά πράγματα»…
Το κεφάλαιο προπονητική
Η δική σου μετάβαση από ποδοσφαιριστής σε προπονητής, πως έγινε;
«Όταν μπήκα στη γυμναστική ακαδημία έκανα προπονήσεις στο Πεδίον του Άρεως ή και στο γήπεδο του Πανελληνίου. Κάποιες φορές έκανα και στην Καλλιθέα, μόνος μου. Όταν γύριζα λοιπόν, είχαμε έναν προπονητή τον κ. Στολίγκα. Εκείνος λοιπόν μου έλεγε, “Γιάννη, τέντωσέ τους”. Να τους κάνω διατάσεις δηλαδή. Όταν λοιπόν, κάποιες φορές, ήμασταν χωρίς γυμναστή, βοηθούσα εγώ.
Βέβαια πρέπει να τονίσω ότι και τότε είχαμε εξαιρετικούς ανθρώπους από τους οποίους πήραμε πολλά πράγματα σε αυτό τον τομέα. Ο μεγάλος Στέλιος Τσίτος ή ο Διονύσης Μπαρμπαρούτσης. Εξαιρετικοί σαν άνθρωποι αλλά και στον τομέα τους.
Το γεγονός λοιπόν ότι μου ζητούσε μερικές φορές ο προπονητής να “τεντώσω” τους συμπαίκτες μου, με έβαλε σε έναν άλλο τρόπο σκέψης. Επειδή πάντα ήμουν ένας ποδοσφαιριστής που χρησιμοποιούσε περισσότερο το μυαλό και όχι τις δυνατότητές του, πάντα έψαχνα στο γήπεδο για συνεργασίες που θα με έβγαζαν από τη δύσκολη θέση. Είχα και μια αντίληψη μέσα στο γήπεδο για το πότε πρέπει να βγω μπροστά, πότε πίσω, πότε να πάω πλάγια κλπ, άρα όλο αυτό μου απλούστευε πολλές φορές την αγωνιστική εικόνα της ομάδας.
Τι σε έκανε όμως να πάρεις την τελική σου απόφαση και να πεις «εγώ θα γίνω προπονητής»;
«Όταν ήμουν στην γυμναστική ακαδημία γνώρισα έναν μεγάλο δάσκαλο. Αυτός ήταν ο Δημήτρης Μπουρουτζίκας, ο οποίος τότε ήταν προπονητής στον Αχαρναϊκό. Τότε ήμουν στο τρίτο έτος, ενώ στο τέταρτο είναι που παίρνουμε την ειδικότητα. Τότε είχε αρχίσει να διαφαίνεται μία άνοδος του τένις και εγώ, σαν παιδί, ήθελα να πάρω ειδικότητα στο τένις (σ.σ. γέλια). Όπως μίλαγα λοιπόν με τον κ. Μπουρουτζίκα, του είπα “εγώ δάσκαλε θα πάρω τένις”. Και μου λέει, “είσαι καλά ρε; Παίζεις ποδόσφαιρο και θα πάρεις τένις; Έλα εδώ”… Έκανε αυτός τότε μάθημα στο ποδόσφαιρο.
Εγώ ως αδαής άνθρωπος τότε, του λέω, “τι να έρθω ρε δάσκαλε, αφού παίζω ποδόσφαιρο, τα ξέρω”… Με κοιτάζει και μου λέει, “τα ξέρεις Γιαννάκη; Επειδή δεν ξέρεις τίποτα, έλα εδώ να κάνεις ειδικότητα, γιατί από το ποδόσφαιρο θα πας μπροστά”. Με αυτή του την προτροπή πήρα την ειδικότητα στο ποδόσφαιρο.
Στον πρώτο μήνα που αυτός ο άνθρωπος μας δίδασκε την ειδικότητα, κατάλαβα ότι δεν ξέρω τίποτα… Από εκεί και μετά, αποφάσισα ότι θα γίνω προπονητής. Άκουσα πράγματα και συνδυασμό με τις δικές μου εμπειρίες, είχα το αίσθημα που απαιτούνταν για να συνδέσω τον ένα με τον άλλο και να κάνω κάποιες διαφορετικές προσωπικότητες να λειτουργούν καλά. Για εμένα αυτό είναι προπονητής. Από εκεί και πέρα όλα πήραν τον δρόμο τους».
Μιας και ανέφερες το τένις, παίζατε και στον Παναιτωλικό με κάποιους. Ποιοι ήταν οι καλύτεροι;
«Ο μεγαλύτερος φίλος του τένις ήταν ο Γιάννης Μαντζουράκης και πολύ καλός επίσης ήταν και ο Δημήτρης Μπουρουτζίκας.
Ο Μπουρουτζίκας έχανε στα περισσότερα παιχνίδια, αλλά τον Μαντζουράκη, αν και ήταν μεγαλύτερος, δεν μπορούσα να τον κερδίσω με τίποτα (σ.σ. γέλια)»!
Πρώτος «πάγκος» στο Ελαιόφυτο
Ποια ήταν η πρώτη σου εμπειρία σε πάγκο ομάδας;
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη μου εμπειρία ως προπονητής στο Ελαιόφυτο. Εκεί ξεκίνησα ως προπονητής στο περιφερειακό πρωτάθλημα. Εκεί ήταν πρόεδρος ένας σπάνιος άνθρωπος. Ο Κώστας Καπελλάκης. Αληθινός άνθρωπος. Η συνεργασία μας ήταν άψογη σε όλα, από το οικονομικό κομμάτι μέχρι τα πάντα. Έβαλε πολλά λεφτά στο ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο.
Η πρώτη μου επαφή στο ποδόσφαιρο ήταν ιδανική. Πολλά παιδιά και πολύ ταλέντο εκεί. Τώρα μου έρχεται στο μυαλό ο Δημήτρης Θεοδοσίου, ο Τσιάκαλος, ο Περπερής, πολλά παιδιά»…
Και πως έφτασες ως προπονητής στον Παναιτωλικό;
«Στο τέλος εκείνης της χρονιάς, δεν πήγα σε κάποια ομάδα και περίμενα. Κάπου κοντά στα Χριστούγεννα ήρθε και με βρήκε ο Γρηγόρης Ζήσης, ο ιατρός, τότε ήταν σύμβουλος στον Παναιτωλικό. Ο Παναιτωλικός είχε καλή ομάδα, στη Β’ Εθνική τότε. Είχε κάνει πολλές μεταγραφές, αλλά δεν πήγαινε καλά. Έπεισε λοιπόν το συμβούλιο ο κ. Ζήσης, τον Γιώργο Μπαλτά που ήταν πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου, ώστε να με πάρουν προπονητή στην ομάδα.
Θυμάμαι ήρθε ο Μπαλτάς στο σπίτι μου και καθόμασταν τρεις ώρες στο μπαλκόνι για να με μελετήσει. Πιστεύω ήρθε για να δει που ζω και να καταλάβει ποιος είμαι. Αν δηλαδή μπορεί να με εμπιστευτεί να αναλάβω την ομάδα ως προπονητής. Τα είπαμε λοιπόν και μετά μου είπε να πάω το βράδυ στο συμβούλιο. Έτσι και έγινε. Εκεί τους βρήκα όλους μαζεμένους και μου είπαν “είμαστε σε δύσκολη στιγμή, μπορείς να σώσεις την ομάδα”; Δεν ξέρω πως με φώτισε ο θεός και πως μου ήρθε να τους δώσω την απάντηση που τους έδωσα. Τους είπα “εγώ δεν ήρθα να σώσω την ομάδα. Ήρθα να την πάω πιο ψηλά”.
Ήταν όλοι απογοητευμένοι για τη μέχρι τότε πορεία γιατί είχαν ρίξει πολλά χρήματα και η ομάδα ήταν στις τελευταίες θέσεις. Μόλις άκουσαν την απάντησή μου, κάποιοι ίσως ένοιωσαν τον ενθουσιασμό μου. Από εκείνη την ώρα, ήμουν ο προπονητής του Παναιτωλικού. Αυτό μου το είπε μετά και ο κ. Μπαλτάς».
Τελικά, ποια ήταν η κατάληξη εκείνης της σεζόν;
«Νομίζω τερματίσαμε πολύ ψηλά. Όταν λέω πολύ ψηλά, κάναμε πολλές σημαντικές νίκες και τελικά από εκεί που ήμασταν στις τελευταίες θέσεις, τερματίσαμε στην 8η. Από ένα σημείο και μετά κάναμε σχεδόν πορεία πρωταθλητισμού. Τρομερά ανοδική πορεία στο πρωτάθλημα.
Στο τέλος της σεζόν ο τότε πρόεδρος του Παναιτωλικού, Χρήστος Ρούσσος, με κάλεσε να μιλήσουμε και να δούμε τι θα κάνουμε. Φύγαμε λοιπόν μαζί με τον Γρηγόρη Ζήση από το Αγρίνιο και βρεθήκαμε στο γκολφ στην Κηφισιά και μιλάγαμε τρεις ώρες για την ομάδα και τη θα κάνουμε την επόμενη αγωνιστική περίοδο.
Εγώ από τότε είχα “αρρώστια” με τις ακαδημίες. Τότε δεν υπήρχε ακόμα τίποτα. Εμένα μου φάνηκε ενθουσιασμένος ο πρόεδρος. Πήραμε λοιπόν το “οκ” και φτιάξαμε μία ομάδα με πολύ ταλέντο στις ακαδημίες».
Η πρώτη αποχώρηση ως προπονητής από τον Παναιτωλικό
Και γιατί έφυγες τότε από τον Παναιτωλικό;
«Θα σου πω. Ξεκινάει λοιπόν το πρωτάθλημα για την πρώτη ομάδα και παίζαμε στο στάδιο, γιατί το γήπεδο δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Παίξαμε κάποια παιχνίδια και πηγαίναμε καλά.
Φτάνουμε λοιπόν να παίξουμε ένα παιχνίδι με μία μεγάλη επαρχιακή ομάδα, αλλά δεν θυμάμαι ποια. Έχω την αίσθηση ότι ήταν η Λάρισα, αλλιώς ήταν ο Πανσερραϊκός ή ο ΠΑΣ Γιάννινα… Έχουν περάσει και χρόνια (σ.σ. γέλια).
Τέλος πάντων. Παίζαμε καλά και σε εκείνο το παιχνίδι και μάλιστα νικάγαμε 1-0 στο ημίχρονο. Κάπου εκεί έρχεται ένα φίλος μου από την κερκίδα και μου λέει, “Γιάννη, στην κερκίδα κάθεται κάποιος που κρατάει χαρτιά και λέει ότι είναι τεχνικός διευθυντής του Παναιτωλικού”. Εγώ έπεσα από τα σύννεφα…
Ήταν ο Πανίκος Γεωργίου τον οποίο είχε φέρει ο τότε πρόεδρος, αλλά εμένα ως προπονητή δεν με είχε ενημερώσει κανείς και ένιωσα προσβεβλημένος.
Πάω λοιπόν στα αποδυτήρια και λέω στον Βασίλη Γάκη που ήταν τότε γενικός αρχηγός. “Μετά το ματς, φεύγω”. Σταματάει αυτός και μου λέει, “ρε, είσαι καλά”; Και του απαντάω, “δεν είμαι κορόιδο, ούτε κανένας βλάκας… Βλέπεις τι αγώνα κάνω. Φεύγω”… Προσπάθησε να μου αλλάξει γνώμη, αλλά είχα πάρει την απόφασή μου.
Το ματς τελείωσε 1-0. Πήραμε μία πολύ σημαντική νίκη, αλλά εγώ δήλωσα παραίτηση και έφυγα».
Με τον Πανίκο μιλήσατε μετά από αυτό;
«Ναι, ήρθε μετά το ματς και μιλήσαμε. Με τον Πανίκο διατηρούμε πολύ καλές σχέσεις. Μου είχε πει τότε “σε παρακαλώ, μη το κάνεις”.
Προς τιμήν του μου είπε κιόλας, “εγώ είμαι εδώ ως τεχνικός διευθυντής και αν θέλεις τίποτα είμαι εδώ για σένα” κλπ.
Εγώ φυσικά δεν είχα κανένα πρόβλημα με τον Πανίκο, αλλά με τη διοίκηση, γιατί αισθάνθηκα ότι δεν μου φέρθηκαν σωστά και έπρεπε να με έχουν ενημερώσει.
Μπορούσαν να μου έχουν πει, “Γιάννη, επειδή θέλουμε να αναβαθμίσουμε τον Παναιτωλικό, θέλουμε να κάνουμε αυτή την ενέργεια”. Εγώ τότε είχα τα πράγματα πολύ τακτοποιημένα στο κεφάλι μου. Ένας τεχνικός διευθυντής και ένας προπονητής πρέπει να έχουν αρμονία. Να σχεδιάζουν μαζί τα πράγματα. Να είναι σε συνεννόηση και δεν ήταν κάτι τόσο “φθηνό” που θα μπορούσε να γίνει χωρίς να ενημερωθεί ο προπονητής».
Τι άλλο θυμάσαι από την πρώτη σου θητεία στον Παναιτωλικό; Κάτι χαρακτηριστικό.
«Τότε είχα στην ομάδα ένα ψηλό παιδί, τον Γιακόβλεβιτς. Έπαιρνε καλά λεφτά για την εποχή. Εμείς έπρεπε να εξοικονομήσουμε χρήματα. Προτίμησα λοιπόν να φύγει εκείνος και να έρθουν στον Παναιτωλικό δύο νέα παιδιά, με προτροπή των τότε προπονητών των ομάδων τους στο τοπικό, Γιάννη Μακρή και Κώστα Γιωτόπουλό. Τα παιδιά αυτά ήταν ο Χρήστος Κουτσοσπύρος και ο Φίλιππος Δάρλας. Ο Κουτσοσπύρος είχε έρθει από την Παραβόλα στον Παναιτωλικό και ο Δάρλας από τη Δόξα Καινουργίου.
Θυμάμαι λοιπόν ένα παιχνίδι στο Αίγιο. Ήμασταν 1-1 στο 85′ και χρειαζόμασταν γκολ. Γίνεται μία σέντρα από αριστερά και ο Κουτσοσπύρος σκοράρει με καρφωτή κεφαλιά στο ντεμπούτο του. Νικητήριο γκολ, 1-2.
Στο Αίγιο είχε μια καταπακτή. Μόλις τελείωσε το ματς λοιπόν, βλέπω τον Χρήστο να κάθεται στα σκαλιά και να κλαίει. Τον πλησίασα και τον ρώτησα, “τι κλαις ρε”; Ο Κουτσοσπύρος είχε χάσει σε μικρή ηλικία τον αδερφό του. Με κοιτάζει λοιπόν και μου λέει, “κόουτς, θα κλαίει και η μάνα μου… άμα της πούμε ότι έβαλα γκολ και δεν είναι εδώ ο αδερφός μου”. Αυτό ήταν το ποδόσφαιρο τότε»…
Επιστροφή στον Παναιτωλικό ως κάτοχος UEFA Pro
Μετά πήγες στην Αναγέννηση Άρτα, στον Πανηλειακό κλπ… Στον Παναιτωλικό πως επέστρεψες;
«Το θυμάμαι σαν να συνέβη χθες. Τότε ήταν ένα όνειρο για εμένα, με τον ερχομό του Φώτη Κωστούλα. Ήταν καλοκαίρι του 2009 και βρισκόμουν στη Ρόδο, στη σχολή για το UEFA Pro. Στη σχολή ήμουν μαζί με πολλά παιδιά υψηλού επιπέδου. Μπάντοβιτς, Καραγεωργίου, Δερμιτζάκης, Ουζουνίδης κλπ. Ήταν μεσημέρι και χτυπάει το τηλέφωνό μου. Ήταν ο Μάκης Μπελεβώνης (σ.σ. σήμερα Πρόεδρος του Παναιτωλικού). Μου είπε ότι με ήθελαν στον Παναιτωλικό. Τότε προπονητής ήταν ο Γκόγκιτς και εγώ αρχικά ήμουν βοηθός του. Τρελάθηκα από τη χαρά μου. Αφού όταν γύρισα στη σχολή και με είδαν τα άλλα παιδιά μου είπαν ότι ήμουν άλλος άνθρωπος.
Τις υπόλοιπες μέρες στη Ρόδο αισθανόμουν “θεός”. Περνούσαν οι μέρες, εγώ ήμουν στο νησί, αλλά το μυαλό μου ήταν στο Αγρίνιο.
Πέρασαν οι μέρες λοιπόν, επέστρεψα στο Αγρίνιο, μίλησα με τον Μάκη (σ.σ. Μπελεβώνη), μίλησα με τον κ. Κωστούλα και μετά ξεκίνησα ως βοηθός του Σίνισα Γκόγκιτς. Να είναι καλά ο άνθρωπος. Εξαιρετικός χαρακτήρας».
Πως αισθανόσουν τότε που επέστρεψες στον Παναιτωλικό;
«Ήμουν ευγνώμων. Και είμαι ευγνώμων ακόμα στον Κωστούλα που μου έδωσε την ευκαιρία να ζήσω και να απολαύσω μία χρυσή εποχή στην ιστορία του Παναιτωλικού. Δεν θέλω να παραλείψω κανέναν. Η συνεργασία μας ήταν άψογη με όλα τα παιδιά. Τον Μπελεβώνη, τον Λίτσα, τον Μπεσίνη κλπ».
Προπονητής της ομάδας που ανέβηκε Α’ εθνική μετά από 34 χρόνια
Πως αισθάνεσαι που είσαι μέρος αυτής της χρυσής εποχής ως ο προπονητής του πρώτου γύρου της σεζόν που ο Παναιτωλικός κέρδισε το πρωτάθλημα της τότε Football League (2010-11) και ανέβηκε ως πρωταθλητής στην Super League;
«Είμαι πολύ περήφανος. Η συγκομιδή βαθμών που είχαμε σε εκείνο τον πρώτο γύρο αποτελεί μέχρι σήμερα ρεκόρ συγκομιδής βαθμών όλων των εποχών για τον Παναιτωλικό σε ένα γύρο. Νομίζω και νικών. Για εμένα ήταν ένα μεγάλο όνειρο να υπηρετώ αυτή την ομάδα με τις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή αλλά και μέχρι σήμερα.
Κέρδισα πάρα πολλά πράγματα. Όχι τα χρήματα. Αυτά δεν ήταν τόσα. Αλλά ήταν οι όμορφες στιγμές, οι άνθρωποι, η αγάπη του κόσμου, όλα αυτά μου δίνουν δύναμη και κουράγιο σε όλη μου τη ζωή.
Αυτά με κάνουν να το απολαμβάνω και να είμαι χαρούμενος».
Πως αισθάνθηκες όταν έμαθες ότι δεν θα είσαι ο προπονητής στον δεύτερο γύρο;
«Μπορεί να μη με πιστέψεις αλλά τη μεγαλύτερη χαρά και ικανοποίηση σαν προπονητής την ένοιωσα τη μέρα που έφευγα από προπονητής του Παναιτωλικού, εκείνη τη χρονιά.
Είναι ματς με την Ηλιούπολη στο Αγρίνιο, νίκη με 2-0 (σ.σ. ο Μπάμπης Τεννές που θα τον διαδεχόταν, ήταν στην εξέδρα). Την στιγμή που έφευγα από τον πάγκο για να πάω στη φυσούνα δεν θα την ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Όλος ο κόσμος ήταν όρθιος και με χειροκροτούσε. Αυτή τη στιγμή δεν θα την ξεχάσω ποτέ»!
«Αν συνεχιζόταν αυτή η δουλειά ο Παναιτωλικός θα έβγαινε Ευρώπη»
Πως εξηγείς την απόφαση της αλλαγής προπονητή εκείνη τη στιγμή, με την ομάδα σε τροχιά ανόδου;
«Δεν ξέρω τι μπορεί να φοβήθηκαν. Εγώ ήμουν απολύτως σίγουρος ότι η ομάδα θα ανέβαινε. Έβλεπα την ομάδα, τους παίκτες, το κλίμα. Μου φάνηκε παράξενη σαν απόφαση γιατί πιστεύω ότι η ομάδα ήταν έτοιμη, όχι μόνο να ανέβει κατηγορία, αλλά και για να δημιουργήσει προϋποθέσεις την επόμενη χρονιά να βγει στην Ευρώπη.
Ας φαίνεται εγωιστικό. Είχαν μπει οι βάσεις. Από τον φροντιστή και το ιατρικό επιτελείο, το προπονητικό επιτελείο και τους ποδοσφαιριστές, όλα είχαν σχεδιαστεί με στόχο η ομάδα αρχικά να ανέβει και μετά να βγει στην Ευρώπη.
Είμαι κατά 90% σίγουρος ότι αν συνεχιζόταν αυτή η δουλειά, η ομάδα θα έβγαινε την επόμενη χρονιά στην Ευρώπη. Η ΑΕΚ και ο Άρης έλειπαν, ενώ ο Παναθηναϊκός ήταν στα χειρότερά του. Θυμάμαι που το κουβεντιάζαμε με τους συνεργάτες μου και λέγαμε ότι μπορούσαμε να το εκμεταλλευτούμε».
Πιστεύεις η δουλειά που κάνατε τότε, συνέχισε να βγαίνει στο γήπεδο και όταν άφησες τη θέση του προπονητή;
«Ο Παναιτωλικός στον δεύτερο γύρο κέρδισε 2-3 ματς στο 90+. Θυμάμαι με τον Ετζενγκέλε μετά από κόρνερ στις καθυστερήσεις με τον Εθνικό Αστέρα, όπως και με τον Καραμαλίκη στις καθυστερήσεις με την Βέροια στο Αγρίνιο.
Αυτά τα ματς τα κέρδισε η ομάδα που είχε δημιουργηθεί από την αρχή της σεζόν. Η ομάδα που είχαμε δουλέψει και είχαμε δημιουργήσει με όλα τα παιδιά στο τεχνικό και ιατρικό επιτελείο τότε.
Ήταν μία ομάδα που ετοιμαζόταν να βγει την επόμενη χρονιά στην Ευρώπη. Πιστεύω ότι ο κ. Κωστούλας εκείνη τη χρονιά έχασε την μεγαλύτερη ευκαιρία να δει την ομάδα στην Ευρώπη».
Τι θυμάσαι από εκείνη την ομάδα που καθοδήγησες και έγραψε ιστορία, κερδίζοντας την άνοδο στη μεγάλη κατηγορία μετά από 34 χρόνια;
«Είχε σχεδιαστεί από την προηγούμενη χρονιά. Για να πάρουμε τότε τον Καραμαλίκη είχαμε δουλέψει σκληρά. Για τον δε Κούσα, είχαμε κάνει μεγάλη προσπάθεια για να έρθει στον Παναιτωλικό (σ.σ. μέχρι πέρυσι, ρέκορντμαν συμμετοχών στη Super League 1 με τα «καναρίνια» και ποδοσφαιριστής που έγραψε τη δική του ιστορία στο Αγρίνιο).
Εγώ τότε έπαιζα με ένα σέντερ φορ και πίσω του δεν επέλεγα ένα καθαρό “10άρι”, αλλά δεύτερο επιθετικό. Τον Θεοδωρίδη δεν τον έβαζα “10άρι”, αλλά στα άκρα. Πιστεύω αδίκησε τον εαυτό του που δεν με άκουγε, γιατί ήθελε να παίζει πίσω από τον επιθετικό. Εγώ τον έβαζα δεξιά, να κλείνει στον άξονα με το αριστερό.
Ο Θεοδωρίδης όταν τον έβαζα “10άρι” είχε την τάση να πηγαίνει πίσω στο κέντρο για να πάρει μπάλα. Εγώ δεν το ήθελα αυτό. Εγώ ήθελα σε εκείνο τον χώρο να βρίσκονται άλλοι παίκτες. Το «10άρι» μου το ήθελα να είναι δεύτερος επιθετικός. Ήθελα να πατάει περιοχή και να σκοράρει. Στην ουσία ήθελα το 4-2-3-1 να γίνεται 4-4-2 ή για την ακρίβεια, να γίνεται 2-4-4. Αν δείτε βίντεο, ο Παναιτωλικός στα πρώτα 25 λεπτά “έπνιγε” τον αντίπαλο».
Η δική του ομάδα
13 χρόνια μετά και την θυμάσαι πολύ καλά εκείνη την ομάδα…
«Τα σέντερ φορ τότε ήταν ο Καραμαλίκης, ο Καούνος και ο Γκούρμα. Θυμάμαι τότε, είχα πει στον Καραμαλίκη: “Κάποια στιγμή, εσύ θα πάρεις το πρωτάθλημα”. Θέλω να είμαι ξεκάθαρος με τους παίκτες μου. Μπορεί να ξεκινάει αρχικά κάποιος άλλος γιατί έχω κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου. Είμαι ειλικρινής με τους παίκτες μου. Αλλά του το είχα πει του Καραμαλίκη. “Εσύ θα πάρεις το πρωτάθλημα”!
Όταν έβαλε λοιπόν εκείνο το γκολ με τη Βέροια στο 90+, ήμουν στην κερκίδα και έλεγα… “αυτό εννοούσα ότι εσύ θα πάρεις το πρωτάθλημα”!
Όλες οι ομάδες, επειδή τις πιέζαμε, κλείνονταν πίσω. Εγώ ήθελα να έχω έναν ακόμη ψηλό, να είναι φρέσκος, να τον βάζω αλλαγή και να τους βάζουμε το γκολ. Αυτό έγινε.
Όσο για τον Θεοδωρίδη, ήταν πολύ μεγάλος παίκτης. Τον έβαζα πλάγια δεξιά γιατί το πλάνο μας ήταν να μαζέψουμε τον αντίπαλο στην αριστερή μας πλευρά στο μπακ και μετά από τον Μουμίν ή τον Δέντσα να βγαίνει η μπάλα γρήγορα δεξιά, όπου ο Θεοδωρίδης θα είχε χώρο να κλείνει προς τα μέσα με το αριστερό. Όταν αυτό γινόταν σωστά, ακόμα και όταν είχε παίκτη μπροστά του ο Θεοδωρίδης, των πρώτο “δεν τον έβλεπε”, ο δεύτερος μπορεί να τον δυσκόλευε λίγο, στον τρίτο θα είχε σουτάρει για γκολ ή θα είχε κερδίσει κάτι άλλο.
Εμένα εκείνη τη χρονιά μου έκαναν πόλεμο γιατί τον έβαζα δεξιά και όχι «10άρι». Εκείνος τα άκουγε αυτά και δεν ήθελε να παίζει δεξιά. Τελικά εκείνη τη χρονιά, παίζοντας δεξιά, βγήκε πρώτος σκόρερ»!
Τι πιστεύεις ότι πρέπει να έχει ένας καλός προπονητής;
«Πρέπει να έχει ταλέντο για να διαχειριστεί προσωπικότητες. Σήμερα ένας ποδοσφαιριστής έρχεται χαμογελαστός, αύριο αλλιώς. Σήμερα τα συμφέροντά του είναι εδώ, αύριο δεν είναι. Σήμερα δεν υπάρχει μόνο ο προπονητής αλλά ένα ολόκληρο επιτελείο. Από 15 άτομα ή και περισσότερα. Παρόλα αυτά, ο προπονητής πρέπει να μπορεί να διαχειριστεί την άποψη όλων αυτών των ατόμων και να παίρνει την καλύτερη απόφαση. Ο ένας λέει κάτι, ο άλλος κάτι άλλο, ο προπονητής πρέπει να ακούει και να παίρνει την σωστή απόφαση. Αυτό χρειάζεται ένα υπόβαθρο».
Άρα ο προπονητής πρέπει να έχει παίξει και ποδόσφαιρο;
«Για εμένα αυτό είναι ένα μεγάλο συν. Να έχει ζήσει ο προπονητής ορισμένες καταστάσεις για να μπορεί να τις διαπραγματευθεί και να έχει κάποια εμπειρία. Κάποιες εικόνες. Σε οποιοδήποτε επίπεδο. Το ποδόσφαιρο όταν είναι αληθινό, είναι το ίδιο. Ο Καραπατής μας έλεγε κάποτε, “και στη Μίλαν να ήμουν προπονητής, θα σας έλεγα τα ίδια”. Το ποδόσφαιρο είναι το ίδιο. Μπορεί ένας παίκτης της Πρέμιερ Λιγκ να κάνει κάποια πράγματα καλύτερα, που δεν τα κάνει τόσο καλά ένας παίκτης στον Παναιτωλικό, αλλά αυτά που πρέπει να κάνει είναι τα ίδια».
Ποια η άποψή σου για τον νέο προπονητή του Παναιτωλικού, Γιάννη Πετράκη;
«Νομίζω ότι είναι η ιδανική λύση για αυτή τη δύσκολη στιγμή που βρίσκεται ο Παναιτωλικός. Είναι ένας άνθρωπος με υψηλό δείκτη νοημοσύνης και πολύ μεγάλη εμπειρία στο χώρο. Πιστεύω είναι ο μόνος που θα μπορούσε αυτή τη στιγμή να βγάλει την ομάδα από τη δύσκολη θέση και να βοηθήσει αυτά τα παιδιά, ώστε να δείξουν κάτι καλύτερο μέσα στο γήπεδο και να βελτιωθεί η εικόνα του Παναιτωλικού. Εύχομαι από καρδιάς καλή επιτυχία».
«Δύσκολο να προπονήσω ξανά ομάδα Super League 1»
Εσύ θα ήθελες να προπονήσεις ξανά ομάδα Super League 1; Και αν ναι, με ποιες προϋποθέσεις θα το έκανες;
«Βλέπω κυνικά το θέμα. Για εμένα νομίζω ότι είναι δύσκολο να προπονήσω ξανά ομάδα Super League 1. Έχουν αλλάξει οι συσχετισμοί. Η κατάσταση που επικρατεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο σήμερα δεν ευνοεί ιδιαίτερα Έλληνες προπονητές ή και εμένα ειδικότερα.
Από εκεί και πέρα, σε κάποιες άλλες κατηγορίες που θα μπορούσα να προσεγγίσω ευκολότερα, νιώθω ότι στη χώρα μας δεν σου δίνεται η δυνατότητα να ονειρευτείς για το ποδόσφαιρο και να δουλέψεις ως πραγματικός προπονητής.
Ελπίζω ότι κάτι θα βελτιωθεί, αλλά είναι ελάχιστες οι ομάδες στις οποίες οι προπονητές νοιώθουν όμορφα αυτή τη στιγμή και μπορούν να δουλέψουν σωστά».
Το ντοκιμαντέρ «ΧΑΟΣ» για τις συνθήκες της Super League 2 το έχεις δει; Αυτό μου θύμισε η απάντησή σου…
«Νομίζω δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια για τη Super League 2 από αυτό το ντοκιμαντέρ. Υπάρχουν άνθρωποι που πραγματικά θέλουν να κάνουν πράγματα, αλλά είναι δύσκολο να επιβιώσουν σε αυτό το τοπίο.
Σας θυμίζω την περίπτωση της Βέροιας με τον Δερμιτζάκη προπονητή, που έφτασε μια ανάσα να ανέβει στην Super League 1 και τελικά έχασε την άνοδο στο μπαράζ με τον Λεβαδειακό.
Παρουσίασε μια ομάδα μοντέλο για εμένα. Έπαιξε πολύ καλό ποδόσφαιρο όλη τη χρονιά. Ο πρόεδρος της ομάδας μετά τα όσα συνέβησαν και τον τρόπο που χάθηκε η άνοδος για τη Βέροια, έφυγε από το ποδόσφαιρο.
Μάλιστα την επόμενη χρονιά ο Δερμιτζάκης πήρε και πρωτάθλημα στη Super League 2 με τον Πανσερραϊκό, αλλά και πάλι, δεν έχει μία θέση στη Super League 1. Πόσο άδικο.
Είναι δύσκολο πλέον να ονειρευτεί ένας Έλληνας προπονητής. Αισθάνομαι ότι αυτή τη στιγμή είναι πολύ λίγες οι ομάδες που μπορούν να του δώσουν την ευκαιρία».
Ποιο θα ήταν το ιδανικό σενάριο για τον Γιάννη Νταλακούρα, το οποίο θα τον έκανε να θέλει να επιστρέψει στους πάγκους και να δουλέψει με τις συνθήκες που επιθυμεί ο ίδιος;
«Για εμένα το ιδανικό θα ήταν να βρισκόταν ένας άνθρωπος με όραμα, ακόμα και σε χαμηλότερες κατηγορίες, ο οποίος θα ήθελε να δημιουργήσει μια ομάδα που θα αποτελέσει παράδειγμα στον ελληνικό χώρο με τον τρόπο λειτουργίας της και τον τρόπο παιχνιδιού της. Μία ομάδα που μπορεί να ξεκινήσει από τη Γ’ εθνική με στόχο την Super League 2 και γιατί όχι, μελλοντικά, ακόμα και την Super League 1.
Μου έρχεται μία ομάδα στο μυαλό μου. Η Αναγέννηση Άρτας. Μία ιστορική ομάδα που βολοδέρνει στις χαμηλές κατηγορίες. Έχω την αίσθηση ότι αν βρισκόντουσαν άνθρωποι με όραμα και ίσως κάποιες μικρές οικονομικές δυνατότητες, να μπορούσαν να την αναγεννήσουν με το σωστό πλάνο.
Ένα τέτοιο πρότζεκτ νομίζω θα ήταν ιδανικό για οποιονδήποτε προπονητή που θέλει να δουλέψει σε συνθήκες καθαρά ποδοσφαιρικές. Σε άλλες συνθήκες, όπως στο ντοκιμαντέρ «ΧΑΟΣ», οι προπονητές βασανίζονται. Δεν δουλεύουν. Ζουν ένα μαρτύριο για να ζήσουν την οικογένειά τους, να πάρουν τα λεφτά τους.
Νοιώθουν την τρέλα του καθενός και οι άνθρωποι στο τέλος είναι άρρωστοι από αυτή την κατάσταση».
Το Αγρίνιο χωράει και 2η ομάδα σε μεγάλες κατηγορίες
Ανέφερες ως παράδειγμα την Αναγέννηση Άρτας που είναι μια ιστορική ομάδα. Θα μπορούσε όμως να ακολουθηθεί αυτό το μοντέλο και από κάποια ομάδα στο Αγρίνιο; Χωράει μία δεύτερη ομάδα σε μεγάλες κατηγορίες μετά τον Παναιτωλικό;
«Νομίζω ότι χωράει. Για παράδειγμα, έχω την εντύπωση ότι ο Παναγρινιακός και οι άνθρωποί του κάνουν μία τέτοια προσπάθεια. Υπάρχει η καλή συγκυρία ότι μπορούν να βρεθούν τόσα πολλά παιδιά να παίξουν σε αυτή την ομάδα και να στηρίξουν αυτό το όνειρο.
Η παρουσία του όλα αυτά τα χρόνια ήταν πολύ καλή στη Γ’ Εθνική. Απόρησα λίγο για το πως βρέθηκε σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση πέρυσι, αλλά είδα ότι βρέθηκαν κοντά να δώσουν το δικό τους στίγμα στον νομό και εύχομαι κάποια στιγμή να βρουν τον τρόπο».
Μιας και ανέφερες τον Παναγρινιακό, η Α ΕΠΣΑ φαντάζει ιδιαίτερα ανταγωνιστική φέτος. Έχεις παρακολουθήσει καθόλου τις ομάδες;
«Όχι, δεν έχω παρακολουθήσει ιδιαίτερα αλλά διαβάζω στο σάιτ και έχω δει κάποιες από τις κινήσεις που έχουν κάνει. Το θεωρώ καλό που υπάρχει κάποιες ομάδες που θα ανταγωνιστούν για να πάρουν το πρωτάθλημα.
Αυτός ο ανταγωνισμός θα κάνει καλύτερες και τις ομάδες ώστε μία από αυτές να πάρει την άνοδο τελικά στη Γ’ Εθνική. Θεωρώ ότι φέτος θα προσελκύσει αρκετά το ενδιαφέρον του κόσμου.
Πρέπει όμως αυτές οι ομάδες να μη βλέπουν μόνο το “φέτος”. Να δουν και το “μετά”. Να υπάρχει το όραμα».
Φέτος στην Α’ ΕΠΣΑ θα βρίσκονται τέσσερις ομάδες του Αγρινίου, με την καθεμιά να αγωνίζεται σε διαφορετικό γήπεδο (σ.σ. Απόλλων Δοκιμίου στο Δοκίμι, Παναγρινιακός στον Άγιο Κωνσταντίνο, Ένωση Αγίου Δημητρίου στο βοηθητικό του ΔΑΚ και ΑΟ Ρηγανά στο γήπεδο Ρηγανά). Πόσο πιστεύεις βοηθάει αυτό;
«Είναι μεγάλη πρόοδος για εμάς αυτό. Βλέπω ότι το εκμεταλλεύονται αυτό οι άνθρωποι των ομάδων για να προσελκύσουν και νέα παιδιά. Είδα πχ ο Ρηγανάς που πήρε υπεύθυνο ακαδημιών τον Γιώργο Ταράση. Υπέρ πολυτέλεια ένας τέτοιος άνθρωπος. Μπράβο. Είναι μία πολύ σημαντική κίνηση. Ειδικά για έναν μεγάλο οικισμό όπως ο Ρηγανάς. Πιστεύω ότι μπορεί να γίνει μεγάλο έργο. Να μπουν οι βάσεις και με σταθερά βήματα να πάει μπροστά».
Οι ακαδημίες του Παναιτωλικού και η προώθηση
Θεωρείς ότι ο Παναιτωλικός θα μπορούσε σήμερα να ακολουθεί ένα μοντέλο που θα του επέτρεπε να βασίζεται σε δικά του παιδιά και να παραμένει σε κορυφαίο επίπεδο;
«Έχω την αίσθηση ότι παρότι οι εποχές έχουν αλλάξει και το ποδόσφαιρο είναι μία πολύ μεγάλη «μπίζνα», θα μπορούσε να ακολουθηθεί ένα παρόμοιο μοντέλο, έστω και σε μικρότερο βαθμό. Ο Παναιτωλικός πιστεύω ότι το ήθελε αυτό κατά κάποιο τρόπο. Θα μπορούσαν να υπάρχουν τρία, τέσσερα ή και πέντε δικά του παιδιά που θα ήταν βασικοί σε αυτή την ομάδα. Παράλληλα θα μπορούσαν να υπάρχουν τέσσερα, πέντε ή και έξι παιδιά υψηλού επιπέδου από το εξωτερικό, γιατί και αυτά τα παιδιά χαρίζουν μια άλλη αίγλη, άλλες δυνατότητες και φιλοσοφία που χρειάζεται στη ζωή σήμερα. Από εκεί και πέρα όμως θα μπορούσε να υπάρχει και ένας αριθμός παιδιών από το “15” και μετά στο ρόστερ, μέσα στο ροτέισιον, τα οποία να προέρχονται από τις ακαδημίες. Σε ομάδες σαν τον Παναιτωλικό, τον ΠΑΣ Γιάννινα κλπ. Ομάδες οι οποίες προσπαθούν να μείνουν στην κατηγορία με άνεση.
Πιστεύω ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει. Για παράδειγμα, σε μία 25αδα του Παναιτωλικού σήμερα, είναι δυνατόν να μην βρίσκεται μέσα ο Χαντάκιας; Ο Μύγας; Ο Μωραΐτης; Και πολλά άλλα παιδιά… Εγώ δεν λέω να είναι βασικοί. Ας είναι εκτός ενδεκάδας. Ξέρετε πόσα παιδιά υπήρξαν τα προηγούμενα χρόνια; Δεν μπορείτε να φανταστείτε. Πιστεύω λοιπόν ότι θα μπορούσε να γίνει μια τέτοια μίξη που θα προσέφερε τοπικό στοιχείο αλλά και ποιότητα».
Υπάρχει το υλικό στην περιοχή που θα μπορούσε να τροφοδοτεί τον Παναιτωλικό για να ακολουθήσει αυτό το μοντέλο;
«Εγώ το ζω και από την πλευρά του σχολείου. Τα παιδιά σήμερα δεν ασχολούνται τόσο με το ποδόσφαιρο, όσο τα προηγούμενα χρόνια. Δεν νομίζω ότι από μόνος του ο νομός μπορεί να τροφοδοτήσει με κορυφαίου επιπέδου παίκτες τον Παναιτωλικό. Θα μπορούσε όμως να βρει ταλαντούχους ποδοσφαιριστές και από άλλους νομούς. Αυτό το κάνει σε κάποιο βαθμό. Όμως σήμερα έχουν προστεθεί και άλλες δυσκολίες. Είναι δύσκολο για τον Παναιτωλικό να προσεγγίσει τέτοια ταλέντα, γιατί το ίδιο κάνει και ο Ολυμπιακός, η ΑΕΚ, ο ΠΑΟΚ κλπ.
Για παράδειγμα, θα αναφέρω ένα παράδειγμα από τον νομό, για το οποίο και εγώ άκουσα πολλά. Ο Βρουσάι όταν έπαιζε στον Ναυπακτιακό Αστέρα. Δεν νομίζω ότι υπήρχε κανένας στον Παναιτωλικό που να μη τον ήθελε. Εμφανίστηκε όμως ο Ολυμπιακός, έδωσε τα παραπάνω χρήματα που ήθελε, είχε και το όνομα και το παιδί πήγε εκεί. Το ίδιο συνέβη και με πολλά άλλα παιδιά.
Ο Παναιτωλικός και την εποχή που ήμουν εγώ εκεί, όπως είμαι σίγουρος ότι συνεχίζει να κάνει και τώρα, προσπαθεί να βρει και να προσεγγίσει τα καλύτερα ταλέντα της περιοχής και όχι μόνο».
Πιστεύεις υπήρχαν παιδιά που θα μπορούσαν να είχαν άλλη εξέλιξη στον Παναιτωλικό;
«Κατά καιρούς, υπήρξαν παιδιά που πιστεύω θα μπορούσαν να είχαν μία άλλη καριέρα στο ποδόσφαιρο, μέσω του Παναιτωλικού. Σήμερα είναι λίγο δύσκολο το ποδόσφαιρο. Η συγκυρία παίζει μεγάλο ρόλο. Ένα παιδί που θα φύγει από τον Παναιτωλικό, αν μπλέξει με Γ’ Εθνική, Super League 2 κλπ, όπου γίνονται πολλά ευτράπελα, ίσως να χαθεί.
Πιστεύω θα έπρεπε να υπάρχει ένα πρωτόκολλο για να προωθηθούν τα παιδιά από τις υποδομές και να παίξουν κάποια στιγμή στην πρώτη ομάδα. Πιστεύω ότι δεν φταίνε οι ακαδημίες. Από εκεί και μετά υπάρχει ένα κομμάτι που δεν δουλεύεται όπως πρέπει. Η δουλειά των ακαδημιών είναι να βρουν και να εκπαιδεύσουν ένα ταλέντο σε ένα βαθμό. Από εκεί και πέρα όμως αυτό το ταλέντο χάνεται από τα χέρια της ακαδημίας και είναι δουλειά άλλων ανθρώπων για να έχει μία εξέλιξη. Είναι μία δουλειά της πρώτης ομάδας.
Σε όλες τις ακαδημίες, και στον Παναιτωλικό, υπάρχουν προπονητές πολύ υψηλού επιπέδου. Και ο κ. Θεοδoσίου και άλλα παιδιά, έχουν UEFA A κλπ. Παλιότερα ήταν ο κ. Ταράσης και εγώ με UEFA Pro (σ.σ. το ανώτατο δίπλωμα που έχουν και οι προπονητές Super League, όπως και αυτοί στα κορυφαία πρωταθλήματα και ευρωπαϊκές διοργανώσεις). Δηλαδή άνθρωποι με εξέλιξη».
Η εξέλιξη που δεν είναι ανάλογη και… το πρωτόκολλο
Άρα που βρίσκεται το πρόβλημα και δεν υπάρχει η ανάλογη πορεία;
«Μετά το στάδιο της εξέλιξης από τις ακαδημίες, αρχίζει το στάδιο της προώθησης. Αυτό δεν ανήκει ούτε στον τεχνικό διευθυντή των υποδομών, ούτε στους προπονητές τους. Αυτό ανήκει στην πρώτη ομάδα. “Θα το προωθήσω αυτό το παιδί ή όχι”; Πολλές πρώτες ομάδες δεν θεωρούν ότι ένα παιδί είναι εύκολα έτοιμο για να παίξει. Ένα παιδί από την Κ19 για να παίξει στην πρώτη ομάδα έχει τεράστια απόσταση που πρέπει να διανύσει. Γι’ αυτό οι ευρωπαϊκές ομάδες έχουν δημιουργήσει τις Κ21 και τις Κ23. Ευτυχώς αυτό αρχίζει τώρα και στην Ελλάδα (σ.σ. Β’ ομάδες) για να μπορεί ένα παιδί να εκπαιδευτεί λίγο περισσότερο με τους μεγάλους και να έρθει πιο κοντά στο επίπεδο της πρώτης ομάδας.
Η ανάδειξη ενός ποδοσφαιριστή από τις υποδομές είναι σκέψη, λογική, εξυπνάδα. Είναι πολλά πράγματα. Για να αναδείξεις έναν παίκτη δεν τον βάζεις να παίξει 10 λεπτά σήμερα που κερδίζει η ομάδα. Όταν ακούς διαμαρτυρίες από τον κόσμο γιατί έκανε ένα “τσαφ”, πρέπει η διοίκηση να προστατέψει το παιδί. Να το στηρίξει και να πει “ας έχει λίγο υπομονή ο κόσμος”. Μη φωνάζει πχ τον Μύγα που έμπαινε μέσα και έβριζαν κάποιοι. Είναι παιδί που αν του έδινες την δυνατότητα θα έκανε το κάτι παραπάνω. Το κάνει δηλαδή σήμερα το κάτι παραπάνω. Ας έχει λίγο υπομονή ο κόσμος.
Έχουν περάσει τα τελευταία χρόνια δέκα μπακ από εδώ. Και ξένοι. Πείτε μου έναν καλύτερο από τον Μύγα. Δεν λέω για τα παιδιά τα δικά μας. Τον Λιάβα και τον Μπακάκη που είναι ένα παιδί που έχει πετύχει ήδη πολλά στην καριέρα του και δεν το συζητώ. Είναι δυνατόν να μην είναι εδώ όμως ένα τέτοιο παιδί; Έχουν γίνει τόσες μεταγραφές. Και επαναλαμβάνω. Ας είναι στον πάγκο. Άρα σημαντικό ρόλο παίζει η ανάδειξη του κάθε παιδιού από την πρώτη ομάδα».
Στον Παναιτωλικό παλιότερα δεν υπήρχε κάποιο πρωτόκολλο για την προώθηση των παιδιών στην πρώτη ομάδα;
«Αυτά που λέω ήταν γραμμένα. Όταν έφευγε ένα παιδί από τις ακαδημίες για την πρώτη ομάδα ο προπονητής έλεγε, “ο Λιάβας ή ο Τσιγγάρας έχει αυτό και εκείνο το προτέρημα” ή “έχει αυτή και εκείνη την αδυναμία που θέλει δουλειά”.
Μετά υπάρχει και η “διαφήμιση” κάθε παιδιού. Διάβασα πριν από λίγες ημέρες ότι για τον Νίκα του Λεβαδειακού υπάρχει ενδιαφέρον από το εξωτερικό. Και μετά από μία εβδομάδα, τον πήρε ο Παναθηναϊκός. Ένα θέμα γράφτηκε… Δεν λέω ότι παίζει ρόλο μόνο αυτό. Προφανώς τον παρακολουθούσαν. Αλλά και αυτό έδωσε μια ώθηση.
Αν δεν ακολουθηθούν όλα αυτά τα στάδια από τις ομάδες, τότε δεν μπορεί να υπάρχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Και ο Κωνσταντέλιας στον ΠΑΟΚ, αν δεν τον έπαιρνε η πρώτη ομάδα και δεν τον έβαζε να παίξει, θα έφευγε».
Τα «καναρίνια» των υποδομών που πρέπει να παίρνουν ευκαιρίες
Μπορεί όμως μία ομάδα σαν τον Παναιτωλικό που κάνει αγώνα για να παραμείνει στην κατηγορία και συνήθως, βαθμολογικά, βρίσκεται μεταξύ «φθοράς και αφθαρσίας» να δίνει χρόνο συμμετοχής σε δικά της παιδιά χωρίς να κινδυνεύει;
«Μπορώ να σου απαντήσω με πολλούς τρόπους. Μία τέτοια ομάδα βρίσκεται μεταξύ “φθοράς και αφθαρσίας” από τι; Δεν βρίσκεται σε τέτοια θέση από τη χρησιμοποίηση των ταλέντων, αλλά από τη χρησιμοποίηση παιδιών που παίζουν γιατί προσδοκούμε να μας δώσουν κάτι, το οποίο τελικά δεν μας το δίνουν. Δεν μας το δώσαν μία χρονιά. Δεν μας το έδωσαν δεύτερη. Δεν μας το έδωσαν και τρίτη. Όλα αυτά τα χρόνια, δίπλα σε αυτούς, σε μία 25άδα, δεν είναι τίποτα να βρίσκονται από τη 18η θέση και μετά, επτά παιδιά δικά μας, και να μπαίνουν όταν βρίσκουμε τις κατάλληλες στιγμές.
Πέρυσι στα play out ο Παναιτωλικός δεν είχε κανένα πρόβλημα για να μείνει κατηγορία. Έπαιρνε μια ισοπαλία και έμενε. Είναι δυνατόν να μην παίξουν κάποια παιδιά; Να μην το προχωρήσω στο αγωνιστικό, γιατί εκεί, σε σχέση με παιδιά που βλέπω να έρχονται και να φεύγουν σε έξι μήνες και έρχονται άλλοι που ξανά φεύγουν σε έξι μήνες, τότε κράτα ένα δικό σου παιδί εκεί και αν δεν κάνει διώξε το… Δοκίμασέ το όμως.
Διάβαζα πριν από δύο χρόνια, “πήραμε τον Διεθνή με την Κ19, τάδε”. Εδώ, ξέρετε πόσοι Διεθνείς υπάρχουν με την Κ19 υπήρχαν και τους διώξαμε, χωρίς να πάρουν ποτέ μια ευκαιρία να μπουν στο γήπεδο και να δείξουν τι αξίζουν; Με αυτή την έννοια, τονίζω, δεν το λέω με κακό τρόπο, όλοι με τον Παναιτωλικό είμαστε και το λέω σαν φίλαθλος, πιστεύω ότι όλα αυτά μπορούν να γίνουν».
Υπάρχουν παιδιά που θα έπρεπε να παίξουν στον Παναιτωλικό και δεν έπαιξαν όσο θα έπρεπε;
«Πιστεύω πως ναι. Για παράδειγμα, ένα τέτοιο παιδί είναι ο Παρράς. Ένα παιδί που πιστεύω είχε τρομερές δυνατότητες. Από εκεί και πέρα, εκτός από τα παιδιά που τελικά έπαιξαν και έκαναν μεταγραφές και πλέον αγωνίζονται στο εξωτερικό όπως ο Μιχάι ή ο Κωνσταντόπουλος, υπάρχει ακόμα στην ομάδα ο Μαλής. Ένα παιδί με τρομερά προσόντα. Πολύ καλή σωματοδομή, ταχύτητα, που παίζει κάθετα. Αν στηριχθεί ουσιαστικά, μπορεί να προσφέρει πολλά»!
Δίκαιη μεταχείριση και υγιής ανταγωνισμός
Παίζει ρόλο για την επιλογή των παικτών σε μία ενδεκάδα να έχουν καλές σχέσεις εξωγηπεδικά μεταξύ τους;
«Ρόλο παίζει μια ομάδα να χτίζεται πρώτα έξω από το γήπεδο. Στ’ αποδυτήρια. Με τις σχέσεις και την κατάσταση που επικρατεί. Αυτή την κατάσταση την δημιουργεί ο προπονητής και η διοίκηση. Πρέπει να είναι δίκαιη η μεταχείριση και να ευνοεί έναν υγιή ανταγωνισμό. Όλα αυτά δεν εξαρτώνται μόνο από τον προπονητή. Ο προπονητής μπορεί να παίρνει δίκαιες αποφάσεις, αλλά η διοίκηση να διαφωνεί με αυτές. Οι ομάδες και οι σχέσεις αυτές, αγωνιστικές και μη, χτίζονται απ’ έξω. Όλα τα παιδιά έτσι και αλλιώς μιλούν αγγλικά και μπορούν να συνεννοηθούν για τα στοιχειώδη».
Είπες να υπάρχει δίκαιη μεταχείριση που να ευνοεί έναν υγιή ανταγωνισμό. Δηλαδή;
«Δηλαδή ο προπονητής και η διοίκηση να κρατά τις ισορροπίες και να είναι δίκαιοι. Πχ, όταν δεν παίζει ένας παίκτης, ο τεχνικός διευθυντής με τον προπονητή πρέπει να συζητήσουν και να δουν γιατί δεν χρησιμοποιείται. Ποιος είναι ο λόγος. Είναι σωστή αυτή η απόφαση»;
Θεωρείς υγιές όμως να λέει ο πρόεδρος ή ο τεχνικός διευθυντής σε έναν προπονητή ποιος θα έπρεπε να παίζει;
«Κοίτα. Η δουλειά του τεχνικού διευθυντή, αυτή είναι. Δηλαδή να μιλάει με τον προπονητή και να τον συμβουλεύει. Φυσικά δεν μπορεί να τον αναγκάσει να βάλει κάποιον. Η απόφαση πρέπει να είναι του προπονητή. Όμως ο τεχνικός διευθυντής πρέπει να συζητήσει μαζί του και να τον συμβουλέψει. Ο τεχνικός διευθυντής με τον προπονητή πρέπει να είναι πάντα σε επαφή για ότι αφορά τον αγωνιστικό σχεδιασμό.
Σε μία αρμονική ομάδα, η δουλειά του τεχνικού διευθυντή είναι να κάτσει μαζί με το τεχνικό επιτελείο και να συζητήσει για τα αγωνιστικά. Αν ένας παίκτης μας κάνει, δεν μας κάνει, κάναμε λάθος που τον πήραμε κλπ. Αυτό είναι το υγιές κομμάτι που πρέπει να υπάρχει σε μία επαγγελματική ομάδα για να πάνε μπροστά τα πράγματα».
Τι προπονητή θα ήθελε ο Γιάννης Νταλακούρας για τον Παναιτωλικό; Έναν προπονητή που θα αξιοποιούσε περισσότερα τα παιδιά από τις ακαδημίες;
«Εγώ, όπως και ο κόσμος, αλλά και ο ίδιος ο Παναιτωλικός πιστεύω, θέλουμε έναν προπονητή ο οποίος να παίζει ένα επιθετικό ποδόσφαιρο και να βλέπει ο κόσμος όσα περισσότερα γκολ γίνεται. Να ευχαριστιέται αυτό το θέαμα. Από εκεί και πέρα όλα τα άλλα ακολουθούν. Ότι καλύτερο μπορεί η ομάδα. Αν μπορεί να παίξει ένα παιδί, τότε να παίζει.
Νομίζω ότι οι επαρχιακές ομάδες πρέπει να διατηρούν ένα δεσμό με την κοινωνία και με τον ιστό της περιοχής που εκπροσωπούν. Εντάξει, δεν μπορούν να παίξουν και όλοι στον Παναιτωλικό. Άλλωστε πλέον η ομάδα βρίσκεται σε ένα πάρα πολύ υψηλό επίπεδο. Μετά όμως από το θέαμα που θέλουμε να βλέπουμε από την ομάδα, ακόμα και αν χάσει, δεν πειράζει, να μπορεί να αξιοποιήσει όποιες καλές περιπτώσεις παιδιών μπορεί να υπάρχουν.
Όταν λέω “ας χάσει”, δεν εννοώ “να πέσει”. Ο Παναιτωλικός δεν είναι ομάδα για να πέσει. Όταν υπάρχει όμως ένα παιδί που έχει το ταλέντο και μπορεί να προσφέρει πράγματα, ας παίζει. Είναι αυτό που διατηρεί τη σύνδεση του Παναιτωλικού με την κοινωνία του Αγρινίου και της Αιτωλοακαρνανίας. Είναι πολύ σημαντικό για όλες τις επαρχιακές ομάδες να διατηρείται αυτό το δέσιμο. Αν δεν υπάρχει, τότε κάτι χάνεται».
Η έλλειψη παιδιών και… το μέλλον οι ακαδημίες
Σε ότι αφορά όμως την αξιοποίηση ταλέντων, δεν υπάρχει μόνο ο Παναιτωλικός, αλλά και το τοπικό ποδόσφαιρο. Έχεις περάσει και από αυτό. Εκεί, υπάρχει «φως»;
«Νομίζω είναι ένα πολύπλοκο θέμα. Για εμένα δεν φταίνε μόνο οι άνθρωποι που ασχολούνται με το τοπικό ποδόσφαιρο. Πιστεύω ότι οι Πρόεδροι, οι παράγοντες, οι προπονητές κλπ που ασχολούνται με το ερασιτεχνικό υπό αυτές τις συνθήκες, είναι ήρωες. Φτάσαμε σε αυτό το σημείο γιατί ζούμε μία δύσκολη κατάσταση για την κοινωνία μας γενικότερα. Έχουν λιγοστέψει τα παιδιά στα χωριά.
Είμαι γυμναστής σε ένα σχολείο και βλέπω πράγματα και καταστάσεις. Σε ένα πολύ μεγάλο χωριό όπως το Νεοχώρι, τα τμήματα, για να δημιουργηθούν δύο, στο σχολείο στο οποίο βρίσκομαι, συμπληρώθηκαν την τελευταία στιγμή. Δεν έφταναν τα παιδιά.. Ξεκινώντας λοιπόν από το δημογραφικό πρόβλημα στα χωριά και την έλλειψη παιδιών, καταλαβαίνει κανείς το μέγεθος του προβλήματος γενικότερα και στο ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο.
Επίσης, πλέον τα παιδιά ζουν με διαφορετικές συνθήκες και διαφορετική φιλοσοφία. Αυτό μειώνει ακόμη περισσότερο τον αριθμό των παιδιών που θα ασχοληθούν με το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο. Νομίζω ότι πλέον στα χωριά είναι πολύ λίγα αυτά τα παιδιά.
Υπάρχουν κάποιες ομάδες που κάνουν σημαντική προσπάθεια, αλλά δεν είναι εύκολο να βρεθεί η πληθώρα των παιδιών που βρίσκονταν παλιότερα».
Το μέλλον του ποδοσφαίρου πλέον, περνάει μέσα από τις ακαδημίες;
«Πιστεύω πως ναι. Το μέλλον περνάει μέσα από τις σοβαρές ακαδημίες, όπως είναι και αυτή του Παναιτωλικού. Είναι πολύ σημαντική η προσπάθεια που γίνεται, γιατί ακόμα και αν κάποια παιδιά δεν παίξουν ποτέ στην πρώτη ομάδα, τροφοδοτούν τις περισσότερες ομάδες του νομού, ενώ κάποια από αυτά θα παίξουν ποδόσφαιρο, έστω και εκτός Αιτωλοακαρνανίας.
Γι’ αυτό έλεγα παλιότερα και στον κ. Κωστούλα ότι ένα από τα σημαντικότερα πράγματα που έχει πετύχει, είναι φυσικά το πολύ υψηλό επίπεδο στο οποίο έχει φτάσει τον Παναιτωλικό, αλλά και η δυνατότητα που δίνει σε πάρα πολλά παιδιά της Αιτωλοακαρνανίας να έρθουν σε επαφή με το ποδόσφαιρο, να γαλουχηθούν και να μορφωθούν σε ένα ιδανικό ποδοσφαιρικό περιβάλλον, από ανθρώπους που μπορούσαν να τα βοηθήσουν.
Αυτό είναι από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του κ. Κωστούλα, στο οποίο όμως, πιστεύω, δεν έχει δοθεί η ανάλογη έμφαση».
«Μετά Κωστούλα» εποχή και επενδύσεις στο ελληνικό ποδόσφαιρο
Πιστεύεις μπορεί να υπάρχει μέλλον στον Παναιτωλικό στην «μετά Κωστούλα» εποχή;
«Θέλω πάντα να πιστεύω, επειδή ο Κωστούλας είναι ένας υπερβολικά έξυπνος άνθρωπος, ότι προσπαθεί να δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε να υπάρξει μέλλον και μετά από αυτόν. Προσπαθεί να το κάνει και εύχομαι να το πετύχει. Θα ήταν καλό απ’ όλους μας, με όποιον τρόπο μπορούμε, να τον βοηθήσουμε να το πετύχει, έτσι ώστε όλοι οι φίλαθλοι της Αιτωλοακαρνανίας να συνεχίσουμε να βλέπουμε τον Παναιτωλικό σε αυτό το επίπεδο.
Γνωρίζοντας τις πνευματικές του δυνατότητες, πιστεύω ότι θα τα καταφέρει. Ακόμα και οι ενέργειες που έχουν γίνει για τη διαμόρφωση του γηπέδου, για εμένα, είναι ένα σημάδι ότι ακόμα και τώρα θέλει να εξελίσσει και να μεγαλώνει τον Παναιτωλικό. Το ίδιο πιστεύω ισχύει και για το αγωνιστικό τμήμα. Κάποια στιγμή πιστεύω ότι θα πετύχει τον στόχο του».
Πιστεύεις ότι μια ομάδα της Super League 1 μπορεί να αυτοσυντηρείται χωρίς έναν χρηματοδότη;
«Όχι. Πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή καμία ομάδα δεν μπορεί να σταθεί έτσι. Μία καθαρή ομάδα δεν μπορεί να σταθεί με έσοδα – έξοδα.
Πάντα, σε μία καθαρή ομάδα, πρέπει να υπάρχει ένας χρηματοδότης που, αναλόγως με τις συνθήκες, θα βάζει χρήματα για να την διατηρεί στο κορυφαίο επίπεδο.
Βιώσιμη από μόνη της, μία ομάδα του επιπέδου του Παναιτωλικού, δεν μπορεί να σταθεί χωρίς μία εγγυήτρια δύναμη».
Μπορεί όμως το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα να προσελκύσει επενδυτές;
«Πρέπει να γίνει ελκυστικό το προϊόν. Εκεί είναι η δυσκολία. Θα πλήρωνες 50 ευρώ για ένα ματς σαν αυτά του ελληνικού πρωταθλήματος; Δεν θα τα πλήρωνες… Αν εξαιρέσουμε μάλιστα τις κορυφαίες ομάδες, δύσκολα θα πήγαινες και στο γήπεδο. Οπότε, το πρώτο που πρέπει να γίνει, είναι να γίνει ελκυστικό το προϊόν. Να πας στο γήπεδο και να δεις ποδόσφαιρο με την ίδια ευχαρίστηση που θα πήγαινες στο θέατρο. Νομίζω αυτό είναι μακριά στην Ελλάδα.
Πολλοί άνθρωποι σήμερα στην Ελλάδα ασχολούνται με το ποδόσφαιρο για άλλους λόγους. Όχι για να δούμε ποδόσφαιρο. Μάλιστα, κάποιοι πρόεδροι, μάλλον προτιμούν να μην έχει κόσμο το γήπεδο. Τους βολεύει… Είναι μεγάλη συζήτηση και εμπεριέχεται σε μία ευρύτερη κουβέντα που μπορεί να γίνει για την κοινωνία μας και την εποχή μας. Το βλέπω δύσκολο… Αν το καταφέρουν κάποιες μεγάλες ομάδες, ίσως…
Για να μη τα μηδενίζω όλα, βλέπω μία προσπάθεια σε κάποιες ομάδες. Το ποδόσφαιρο που παίζει η ΑΕΚ του Αλμέιδα ή ο Παναθηναϊκός του Γιοβάνοβιτς. Αυτό πρέπει να το αντιληφθεί ο κόσμος και να το στηρίξει, ακόμη και αν χάνουν».
Το λειτούργημα και η αγάπη του κόσμου
Πριν κλείσουμε, θα θέλαμε να μας πεις πως αισθάνεσαι που δουλεύεις σε ένα σχολείο ως γυμναστής και συμβάλεις στην μόρφωση μικρών παιδιών;
«Μου δίνει μεγάλη χαρά αυτό το κομμάτι και πραγματικά ευχαριστώ τον θεό και τον Παναιτωλικό που μου το έδωσαν. Είναι λειτούργημα. Δάσκαλος παιδιών και καθηγητής φυσικής αγωγής είναι ένα λειτούργημα μέσα από το οποίο μπορείς να διαμορφώσεις ψυχές, χαρακτήρες και ανθρώπους. Αισθάνομαι ευλογημένος που μου έχει δοθεί η δυνατότητα να το κάνω».
Μετά από όλα όσα είπαμε, υπάρχει κάτι επιπλέον που θα ήθελες να προσθέσεις;
«Αυτό που έχει χαράξει την ψυχή μου είναι η απέραντη αγάπη του κόσμου. Η εκτίμηση και ο σεβασμός που έχω νοιώσει στο Αγρίνιο και στο γήπεδο του Παναιτωλικού απ’ όλους τους ανθρώπους. Αυτό με γεμίζει σαν άνθρωπο και είναι το μεγαλύτερο κέρδος που θα μπορούσα να έχω».
Φωτογραφίες: Intime, Agriniara και προσωπικό αρχείο Γιάννη Νταλακούρα