Η Ινδία ανακοίνωσε πρόσφατα την υποψηφιότητά της για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2036. Επί των ημερών του εν ενεργεία πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι, η χώρα έχει ακολουθήσει μια καταπιεστική για τους μουσουλμάνους πολιτική ινδουιστικού εθνικισμού.
Τουρκία, Σαουδική Αραβία και Κατάρ αποτελούν τις υπόλοιπες υποψηφιότητες για τους αγώνες, οδηγώντας μας στο να αναρωτηθούμε: μήπως τα καταπιεστικά αυτά καθεστώτα επιχειρούν ένα rebranding μέσω μεγάλων αθλητικών γεγονότων όπως οι Ολυμπιακοί;
Αρχικά, τέτοιες διοργανώσεις καλύπτονται ευρέως από όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, προβάλλοντας έντονα τα εμπορικά σήματα που συστρατεύονται. Αυτή η κάλυψη παρέχει σε αυτά τα καθεστώτα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία ξεπλύματος, υπό το βλέμμα ολόκληρου του δυτικού κόσμου που θα παρακολουθεί τα σπορ αντί της ανήθικης και καταπιεστικής τους συμπεριφοράς σε άλλα πεδία, στοιχηματίζοντας μάλιστα και σε αυτά σε ξένες στοιχηματικές εταιρίες σα να μην τρέχει τίποτα.
Βασικό μέλημα τους είναι ακριβώς αυτό, να τραβήξουν τη προσοχή από τη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να τη στρέψουν στα λαμπερά ονόματα του παγκόσμιου αθλητισμού. Η βελτίωση της εικόνας τους διεθνώς μπορεί να τους οφελήσει ποικιλοτρόπως, καθώς οι δυτικοί θεσμοί οδηγούνται σιγά σιγά στην αποδοχή του πλούτου τους, συναινόντας κρυφά και στους τρόπους απόκτησής του.
Σαουδική Αραβία, Κατάρ
Πρώτο παράδειγμα η Σαουδική Αραβία. Η πάμπλουτη χώρα επενδύει εδώ και καιρό σε μποξ, γκολφ, τένις και φυσικά ποδόσφαιρο, σε μία προφανή προσπάθεια για βελτίωση της παγκόσμιας θέσης της.
Το δημόσιο ταμείο επενδύσεων της αγόρασε τη Νιουκάστλ σε μία κίνηση που θεωρήθηκε ως αθλητικό ξέπλυμα από πολλούς.
Επιπλέον, η Formula 1, ένα άθλημα που ανεβαίνει συνεχώς σε δημοτικότητα στη Βόρεια Αμερική, έχει πλέον παρουσία στο Μπαχρέιν, το Αζερμπαϊτζάν και τη Σαουδική Αραβία με Grand Prix, τραβόντας τη προσοχή του δυτικού κοινού σε αυτά τα καθεστώτα.
Το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου που φιλοξενήθηκε από το Κατάρ είναι ένα τέλειο παράδειγμα της δύναμης που έχουν αυτές οι διοργανώσεις, καθώς ανάγκασε τη FIFA και τους χορηγούς της να υποχωρήσουν σε πολλά ζητήματα που προέκυψαν.
Πρώτα απ’ όλα, το Μουντιάλ έγινε για πρώτη φορά στην ιστορία Χειμώνα, προκειμένου να αποφευχθεί το καυτό Καταριανό καλοκαίρι, κάνοντας άνω κάτω το πρόγραμμα των μεγαλύτερων πρωταθλημάτων του ποδοσφαιρικού κόσμου.
Επίσης, επιβλήθηκε καθυστερημένα η απαγόρευση πώλησης αλκοόλ στους αγώνες και εμποδίστηκαν ομάδες και παίκτες να φορέσουν περιβραχιόνια με το ουράνιο τόξο για να υποστηρίξουν την LGBTQ+ κοινότητα. Αμφότερες αυτές οι δύο απαγορεύσεις ευθυγραμμίζονται με τις κυρίαρχες θρησκευτικές πεποιθήσεις του Κατάρ.
Η εικόνα του Λιονέλ Μέσι με το κύπελλο στα χέρια στο τέλος, επισκίασε σημαντικά τις όποιες ανησυχίες σχετικά με τη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που σημειώθηκαν κατά τη κατασκευή των γηπέδων του τουρνουά.
Περιθωριοποίηση των αδύναμων
Πέρα από το Μουντιάλ του Κατάρ, διοργανώσεις όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν μακρά ιστορία αξιοποίησης από τις πόλεις που τους φιλοξενούν ώστε να προστατεύσουν και να προωθήσουν το εθνικό τους κύρος.
Πολλές φορές αυτό οδηγεί τους διοργανωτές να εκτοπίσουν αδύναμους ή ήδη περιθωριοποιημένους πολίτες, προκειμένου να “καθαρίσουν” τις πόλεις υποδοχής αθλητών και θεατών και να προωθήσουν -έστω και τεχνητά- το εθνικό τους κύρος.
Βασικός στόχος είναι να εντυπωσιαστεί το κοινό και να δοθεί μια ωραία παράσταση για τους διαφημιστές και τους δημοσιογράφους, οι οποίοι θα μεταφέρουν με τη σειρά τους την εικόνα που θα εισπράξουν στον υπόλοιπο κόσμο, παραπλανόντας και βελτιώνοντας το προφίλ της διοργανώτριας.
Διεθνή αθλητικά γεγονότα τέτοιου βεληνεκούς έχει επίσης αποδειχθεί ότι συμβάλλουν τελικά στην καταπίεση που ασκούν τα αυταρχικά καθεστώτα. Ένα παράδειγμα είναι η Αργεντινή και το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 που διεξήχθη κατά τη διάρκεια του “βρώμικου πολέμου” της χώρας, κατά τον οποίο η στρατιωτική δικτατορία που κυβερνούσε τότε, βασάνισε, σκότωσε και εξαφάνισε χιλιάδες πολιτικών αντιπάλων.
Ο Ευρωπαίος μελετητής πολιτικών επιστημών Adam Scharpf και συνάδελφοί του, διεξήγαγαν έρευνα που έδειξε πως πριν το τουρνουά η καταστολή γινόταν όλο και πιο μυστικά, ειδικά κατά τη διάρκεια των βαρδιών εργασίας των ξένων δημοσιογράφων που βρίσκονταν εκείνη τη περίοδο στη χώρα. Αμέσως μετά τους αγώνες, η καθεστωτική βία άρχισε να αυξάνεται ξανά σε περιοχές από όπου οι εκπρόσωποι των διεθνών μέσων είχαν μόλις αποχωρήσει.
Καταπιεστικά καθεστώτα σαν αυτά, χρησιμοποιούν επίσης όλο και πιο πολλά και διαφορετικά είδη αθλητικών γεγονότων που απολαμβάνουν διεθνούς κάλυψης. Η έρευνα του Scharpf έδειξε επίσης πως το ποσοστό τέτοιων διοργανώσεων που φιλοξενήθηκαν από απολυταρχικά καθεστώτα μειώθηκε από 36% που ήταν τη περίοδο από το 1945 έως το 1988 σε 15% το διάστημα από το 1989 έως το 2012. Ωστόσο, έπειτα και μέχρι σήμερα έχει ανακάμψει στο 37%! Μία τάση που προφανώς πρόκειται να εξελιχθεί ακόμα περισσότερο με τις υποψηφιότητες που έχουν ήδη ή πρόκειται να υποβληθούν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2036 και άλλα σημαντικά γεγονότα.
Οικοδόμηση εθνικού προφίλ
Γιατί λοιπόν είναι τόση η δημοφιλία των αθλητικών event στα καταπιεστικά καθεστώτα σε όλο τον κόσμο και πάλι;
Πρώτον, ο αθλητισμός αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την επίτευξη στόχων με σκοπό την οικοδόμηση ενός εθνικού προφίλ, πιο κοντά στον δυτικό τρόπο σκέψης. Οι στόχοι αυτοί είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τόσο της πολιτικής όσο και του αθλητισμού.
Ο αθλητισμός φέρει επίσης ισχυρούς συμβολισμούς που μπορούν να αξιοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης εθνικής ταυτότητας. Πολλές φορές έχει συμβεί άλλωστε στο παρελθόν να χρησιμοποιηθεί ο αθλητισμός σαν σύμβολο εθνικού γοήτρου που πολλές φορές πάει χέρι χέρι με εθνικιστικές φιλοδοξίες.
Συντηρητικά αίτια
Αν πάρουμε το παράδειγμα της Βόρειας Αμερικής, θα βρούμε περιπτώσεις ομάδων που έχουν εναγκαλιστεί με συγκεκριμένες πολιτικές πεποιθήσεις, που μόνο προοδευτικές δεν μπορεί κανείς να τις πει. Μάλιστα είχαν σχέση με τα σώματα ασφαλείας, παραμελώντας την ίδια ώρα περιθωριοποιημένα τμήματα του τοπικού πληθυσμού.
Οποιοσδήποτε ακτιβισμός αθλητών ή οπαδών που μπορεί να βάλλει κατά των πιεστικών αυτών καθεστώτων και των πρακτικών τους, βρίσκει όπως είναι φυσικό σθεναρή αντίσταση από αυτά. Διαμαρτυρίες όπως αυτή των Αμερικανών σπρίντερ John Carlos και Tommie Smith κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 1968 είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των αντιδράσεων που μπορούν να προκληθούν από αυτές.
Ακόμα και μέσα στο κοινό των αγώνων υπήρξαν αποδοκιμασίες, αφού μερίδα του κόσμου θεώρησε τα αιτήματα για φυλετική ισότητα περιττά ή ακατάλληλα για τη περίσταση!
Τέτοιες απόψεις συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να υπάρχουν, υποστηρίζοντας πως ο αθλητισμός δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για προβολή πολιτικών και κοινωνικών μηνυμάτων.
Τα μίντια δεδομένα συμβάλλουν στην αποδόμηση των αθλητών που προβάλλουν ακτιβιστικά μηνύματα, παρασύροντας μεγάλη μερίδα του κόσμου. Σαν αποτέλεσμα συμβαίνει οι αθλητές που διαμαρτύρονται για κοινωνικά θέματα να βλέπουν συχνά το επαγγελματικό προφίλ τους να βάλλεται στον κλάδο του μάρκετινγκ, με αποτέλεσμα να χάνουν χορηγίες και διαφημιστικές καμπάνιες. Ο Κόλιν Κέπερνικ, αθλητής του αμερικανικού ποδοσφαίρου, αποτελεί ένα πολύ χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα.
Μία συμβιωτική σχέση
Γιατί όμως οι διεθνείς αθλητικοί οργανισμοί στρέφονται όλο και περισσότερο προς τα καταπιεστικά κράτη για συνεργασία;
Ένας λόγος είναι πως σε αυτά τα καθεστώτα δεν υπάρχουν αντιστάσεις στις αποφάσεις των οργανισμών σχετικά με τη κατασκευή σταδίων και υποδομών. Έχουν άλλωστε τα μέσα για να το κάνουν και δημοκρατικές αντιδράσεις που συχνά προκύπτουν όταν χρησιμοποιούνται δημόσια κονδύλια για θεάματα που έχουν μικρό δημόσιο όφελος, απλά δεν υπάρχουν.
Ένας ακόμα λόγος είναι πως τα καθεστώτα ήταν πρόθυμα να δωροδοκήσουν αξιωματούχους για να κερδίσουν τις ψήφους που χρειάζονταν για να κερδίσουν την ανάληψη της φιλοξενίας των διοργανώσεων αυτών.
Έτσι προκύπτει η ύπαρξη μιας συνεχιζόμενης συμβιωτικής σχέσης ανάμεσα σε αυτά τα κράτη και τα μέλη των διεθνών αθλητικών οργανισμών.
Η φιλοξενία διεθνών αθλητικών εκδηλώσεων αποφέρει τεράστιο κύρος και κέρδος τόσο στους οργανισμούς όσο και στα καταπιεστικά καθεστώτα. Αυτά όμως έρχονται με πολύ ανήθικο κόστος, θυσιάζοντας ανθρώπινα δικαιώματα και δικαιοσύνη για την εξουσία και το κέρδος.