Στο σημερινό αφιέρωμα του Βασίλη Σταρακά στο Agriniara.gr διηγείται εν συντομία έναν ποδοσφαιρικό αγώνα του Παναιτωλικού ή αλλιώς μια «σφαγή» του, όπως την χαρακτηρίζει, κλείνοντας με μία σειρά από φοβερά γεγονότα που ακολούθησαν αμέσως μετά τη λήξη.
Παρ’ ότι από τότε πέρασε κάτι περισσότερο από μισός αιώνας, διατηρεί ακόμη αναλλοίωτες τις αναμνήσεις, αν και καμμιά φορά μπερδεύεται και αναρωτιέται αν ήταν αληθινά αυτά που συνέβησαν στο συγκεκριμένο παιχνίδι και εκείνα που ακολούθησαν με τη λήξη του ή ήταν ένα παραμύθι που είδε… στον ύπνο του.
Το μόνο σίγουρο είναι όμως ότι τα έζησε, αφού υπάρχουν οι μαρτυρίες των συμπαικτών του, ιδιαίτερα των πρωταγωνιστών.
Γράφει ο Βασίλης Σταρακάς*
Το ημερολόγιο έγραφε ΣΑΒΒΑΤΟ 31/12/1967. Την ημέρα αυτή έγιναν όλοι οι αγώνες Α’ και Β’ Εθνικής της αγωνιστικής αυτής εβδομάδας, γιατί την επόμενη μέρα που ήταν πρωτοχρονιά απαγορεύτηκαν όλες οι αθλητικές δραστηριότητες (η δικτατορία των συνταγματαρχών έκλεινε 8 μήνες εξουσίας, αλλά αυτό θα μας απασχολήσει παρακάτω).
Σάββατο λοιπόν πρωί – πρωί η αποστολή του Παναιτωλικού αναχώρησε για την ΠΑΤΡΑ όπου το απόγευμα θα συναντούσε την ΠΑΝΑΧΑΙΚΗ στην έδρα της, στο καταραμένο (δες υστερόγραφο) γήπεδο της Αγυιάς. Πάντα ένας αγώνας των δύο αυτών ομάδων θεωρούταν από τους ποδοσφαιρόφιλους το απόλυτο ΝΤΕΡΜΠΥ της Δυτικής Ελλάδος.
Φεύγοντας από το σπίτι, εκτός από ευχές, η μάνα μου μου έδωσε και κάποιες… τεχνικές συμβουλές, όπως «να σηκώνεις τις κάλτσες σου μέχρι τα γόνατα γιατί τα καλάμια σου είναι μονίμως μελανιασμένα από τις κλωτσιές που σου δίνουν» ή και την άλλη «όταν πηδάει ξένος για κεφαλιά – εννοούσε αντίπαλο – να μη πηδάς και εσύ και σου ανοίξουν πάλι το κεφάλι γιατί δεν αντέχω να σε βλέπω φασκιωμένο» (Στον προηγούμενο αγώνα με τον ΟΦΗ ο οποίος είχε λήξει 1-1 σε μια διεκδίκηση στον αέρα, χτύπησα άσχημα στο μετωπιαίο οστό και επειδή αιμορραγούσα το είχα δεμένο όλη την εβδομάδα).
Τέλος η μάνα μου μου τόνισε, ότι με την επιστροφή μας το βράδυ, να επιμείνω να έρθουν στο τραπέζι που ετοίμαζε για τη γιορτή μου, μεταξύ των άλλων, η αδυναμία της ο Νίκος Κουτσογιάννης και ο Μήτσος ο Μπάθας. Για τον Θεόφιλο Ντόκα δεν έγινε συζήτηση, καθώς της είχε δώσει ήδη το λόγο του.
Σε ένα κατάμεστο από φιλάθλους γήπεδο, με έντονη την παρουσία και των δικών μας οπαδών, ο προπονητής μας Κος Σωτήρης Καρποδίνης, αφού απέκλεισε από την εντεκάδα τους έφηβους δεκαεξάχρονους τότε Διονύση Τσάμη και Ντίνο Ράπτη, λόγω του λασπώδους γηπέδου από τη συνεχή βροχόπτωση, παράταξε την παρακάτω εντεκάδα: Ντόκας – Ζαρκαβέλης – Ντέμος – Γιαννόπουλος – Μήτσος Μπάθας – Σιάσσος – Σταρακάς – Σεϊτανίδης – Κουτσογιάννης – Σταμούλης – Παπαμέτης. Αλλαγές κατά τη διάρκεια του αγώνα δεν επιτρέπονταν ακόμα.
Η Παναχαϊκή τότε, με μια νέα φουρνιά Πατρινών Ποδοσφαιριστών με πολύ ταλέντο, όχι μόνο ανέβηκε στην Α’ Εθνική την επόμενη σαιζόν 1968 – 1969, αλλά από την αρχή της δεκαετίας του 1970, με παίκτες που οι περισσότεροι έγιναν και διεθνείς, ήταν η καλύτερη επαρχιακή ομάδα.
Μάλιστα τη σαιζόν 1972 – 1973 πήρε την 4η θέση της Α’ Εθνικής και συμμετείχε στον Α’ και Β’ προκριματικό γύρο του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ. Αναφέρω μόνο τους μεσοεπιθετικούς: Σωτήρης Λεγάτος, ο κορυφαίος Πατρινός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών, ο μόνος που τότε ήταν προς το τέλος της καριέρας του, Λεβεντάκος, Στραβοπόδης, Μιχαλόπουλος, Ρήγας, Καπανδρίτης και ο μεγάλος κανονιέρης Κώστας Δαβουρλής.
Βέβαια είχαμε και εμείς ταλαντούχους παίκτες και με πάρα πολλά προσόντα, το σπουδαιότερο όμως είχαμε πάθος και πίστη στον εαυτό μας για τη νίκη, αγωνιστική πειθαρχία, ένα δέσιμο μεταξύ μας, κάτι που μας βοηθούσε να βγάλουμε τον καλύτερο εαυτό μας και φυσικά μια μεγάλη ηθική βοήθεια από το ποτάμι του κόσμου που μας ακολουθούσε. Αντίθετα οι παίκτες της Παναχαϊκής είχαν μια αλαζονεία μπαίνοντας στο γήπεδο, αφού και οι 11 παρουσιάζονταν ως ηγέτες.
Πάντως όλες τις χρονιές που συμμετείχαμε και τα δύο σωματεία στη Β’ Εθνική και στον ίδιο όμιλο, τα μεταξύ μας αποτελέσματα ήταν σχεδόν μοιρασμένα.
Με το ξεκίνημα λοιπόν του αγώνα φάνηκε πολύ καθαρά ότι από την τριάδα των διαιτητών θα ζήσουμε όχι μια παρωδία αλλά κυριολεκτικά μια σφαγή. Φτάνοντας όμως στο 40’ οι Πατρινοί δεν είχαν πατήσει καθόλου στην περιοχή μας. Θέλοντας όμως να τους διευκολύνει το «κοράκι», αποβάλλει στο λεπτό αυτό τον καλύτερο παίκτη μας, τον Μπάμπη Σεϊτανίδη με την αστεία δικαιολογία ότι του αντιμίλησε. (Ο Μπάμπης ήταν ένας παίκτης που είχε μεγάλο μέλλον στο ποδόσφαιρο, αλλά σταμάτησε σε νεαρή ηλικία λόγω προβλήματος υγείας).
Το πρώτο ημίχρονο πέρασε ανώδυνα, αλλά και στο δεύτερο, παρ’ όλο που εμείς παίζαμε με 10 παίκτες, και παρ’ ότι κάθε 3 – 4 λεπτά από ανύπαρκτα φάουλ οι ποδοσφαιριστές της Παναχαϊκής γέμιζαν την περιοχή μας, δεν μπόρεσαν ούτε μια φορά να διασπάσουν την καλά οργανωμένη άμυνά μας.
Οι συνεχείς κόσμιες διαμαρτυρίες μας συνεχίστηκαν και πέραν των 90 λεπτών όπου το σκορ παρέμεινε στο 0 – 0. Απτόητος όμως ο διαιτητής συνέχιζε τον αγώνα αδιαφορώντας τελείως για τις κραυγές από τον πάγκο μας αλλά και από τους φιλάθλους μας που ωρύονταν για να σφυρίξει τη λήξη.
Χωρίς υπερβολή μπορώ να πω ότι κάποια στιγμή άρχισε να σουρουπώνει, αφού τέλος Δεκέμβρη και με βροχερή μέρα, η νύχτα πέφτει γρήγορα.
Στην τελευταία αποτυχημένη επίθεση της Παναχαϊκής, ο Ανδρέας Γιαννόπουλος με ένα δυνατό λάκτισμα έδιωξε την μπάλα πίσω από τη σέντρα και πολύ γρήγορα ανέβασε όλη την αμυντική γραμμή μέχρι το κέντρο αφήνοντας τον έξω δεξιά της Παναχαϊκής Θέμη Ρήγα τουλάχιστον 5 μέτρα οφσάιντ αφού και αυτός υπολόγιζε ότι τελικά ο διαιτητής θα σφυρίξει το τέλος, και απογοητευμένος επέστρεφε βαδίζοντας.
Να όμως που η μπάλα επιστρέφει κοντά στον Ρήγα, ο οποίος βλέποντας τον επόπτη να μη σηκώνει το σημαιάκι αλλά και τον διαιτητή να δείχνει με τα δύο του χέρια «παίζετε», χωρίς καμιά πίεση γίνεται κάτοχος της μπάλας – οι δικοί μας είχαν σταματήσει – και ανενόχλητος φτάνει στο τέρμα και «εκτελεί» τον Ντόκα. Επόπτης και διαιτητής φεύγουν τροχάδην για τη σέντρα.
Τώρα αρχίζει η πρώτη σειρά των επεισοδίων. Οι μισοί κατευθυνόμαστε στον επόπτη, οι άλλοι μισοί στο διαιτητή. Από την εξέδρα οι φίλαθλοί μας φώναζαν «φύγετε – φύγετε». Στον πάγκο υπήρχε μεγάλη αναστάτωση, ο Κος Καρποδίνης «έπεσε» πάνω στον επόπτη και παρ’ ολίγο να χειροδικήσει εναντίον του, αλλά τον απομάκρυνε γρήγορα η αστυνομία, η οποία άρχισε να πυκνώνει τις γραμμές της κοντά στον επόπτη. Ο διαιτητής μου έδωσε τελεσίγραφο – σαν αρχηγός που ήμουν – ότι αν δεν κάνουμε αμέσως σέντρα θα γράψει στο φύλλο αγώνος ότι η ομάδα μας αποχώρησε – σίγουρος μηδενισμός και αφαίρεση βαθμών – αλλά θα αναφέρει και τους πρωταίτιους για να τιμωρηθούν.
Τότε παίρνω τον Φάνη Ζαρκαβέλη, πάμε στη σέντρα, αλλάζουμε μια φορά την μπάλα, οπότε ακούγεται το τριπλό σφύριγμα της λήξης. Σε μερικά δευτερόλεπτα ο αγωνιστικός χώρος μετατρέπεται σε Ρωμαϊκή αρένα – χωρίς ξίφη. Κάνουμε δεύτερο μπλόκο σε διαιτητή και επόπτη απειλώντας και βρίζοντάς τους. Ο διαιτητής προσπαθούσε να σπάσει τον κλοιό για να το σκάσει για τα αποδυτήρια, οπότε καταφθάνει με ένα… σπριντ ο Νίκος Κουτσογιάννης, τον αρπάζει από το γιακά κουνώντας του το κεφάλι πέρα – δώθε φωνάζοντάς του «δολοφόνε – πληρωμένε» κλπ. Εν τω μεταξύ κατέφθασαν 5 – 6 αστυνομικοί της αστυνομίας πόλεων, χωρίς όμως να μπορέσουν να ελευθερώσουν από τα χέρια του μαινόμενου Νίκου τον τρομοκρατημένο διαιτητή.
Βλέποντας κάποιοι άλλοι αστυφύλακες τη δυσκολία των συναδέλφων τους να «απεγκλωβίσουν» τον διαιτητή, έρχονται για να τους ενισχύσουν, χύμηξαν πάνω στον Νίκο τον οποίο χαστούκιζαν και κλωτσούσαν. Ο Νίκος παράτησε τον διαιτητή και άρχισε να τα βάζει με όλους, να ανταποδίδει και αυτός τα χτυπήματά τους. Αυτό όμως που κυρίως εξόργισε τους αστυφύλακες ήταν ότι ξήλωσε σχεδόν όλες τις επωμίδες τους. Μέσα σε δύο λεπτά είχαν περάσει χειροπέδες στον Νίκο και σέρνοντάς τον από τα μαλλιά τον «προσγείωσαν» μέσα σε μια αστυνομική κλούβα. Λίγο μετά, η κλούβα αναχώρησε για τις στρατιωτικές φυλακές της Τρίπολης.
Στην επιστροφή, όπως μας είπαν οι συνοδοί της ομάδας μας, το κατηγορητήριο που θα αντιμετώπιζε ο Νίκος στο στρατοδικείο της Τρίπολης θα ήταν «καταπέλτης». Αντίσταση κατά της αρχής, βλασφημία Θείων και «εθνοσωτήριου επανάστασης», βιαιοπραγία κατά αστυνομικών κλπ.
Μετά τον απεγκλωβισμό του διαιτητή και τη σύλληψη του Νίκου, όλοι οι εμπλεκόμενοι ποδοσφαιριστές μας κατευθύνθηκαν προς το δεύτερο επίκεντρο των διαμαρτυριών, τον επόπτη.
Πρωταγωνιστές εδώ οι Ντόκας, Μπάθας, Γιαννόπουλος. Ο Μήτσος Μπάθας κουρεμένος με την ψιλή – εξ’ αναβολής φαντάρος – έγινε αμέσως στόχος των αντρών της διαβόητης Ε.Σ.Α. οι οποίοι τον πήγαν σηκωτό μέχρι το υπηρεσιακό τζιπ και τον μετέφεραν στο πειθαρχείο του ΚΕΤΕΣ Πατρών (Κέντρο Εκπαίδευσης Τεχνικού). Ο Μήτσος – με το ψευδώνυμο Γκαούρ – ήταν τότε παίκτης της Εθνικής Ενόπλων και από τη μονάδα του τιμωρήθηκε τελικά με 25 μέρες φυλακή.
Γύρω από τον επόπτη οι αστυνομικοί είχαν σχηματίσει ένα αδιαπέραστο τείχος. Εμείς με νεύρα τεντωμένα και οργή σε μεγάλο βαθμό ζούσαμε μια αγχώδη κατάσταση, και οι προσπάθειές μας να πλησιάσουμε τον επόπτη έπεφταν στο κενό, αφού προστατεύονταν πολύ καλά από την πολυπληθή παρουσία των αστυνομικών, οι οποίοι άρχισαν να σκληραίνουν πολύ τη στάση τους.
Μέσα σε αυτή την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, υπήρχαν και κάποια άτομα με πολιτικά ρούχα που δεν ανήκαν στην αστυνομία αλλά προστάτευαν το διαιτητή. Ένας από αυτούς με κουμπωμένη τη μακριά του καμπαρτίνα και τυλιγμένο στο λαιμό του ένα φουλάρι, με γρήγορα βήματα και με απειλητικές χειρονομίες και λόγια έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον τερματοφύλακά μας Θεόφιλο – Λαλάκη – Ντόκα και προσπαθεί να τον χαστουκίσει. Πιο γρήγορος ο Θεόφιλος του καταφέρνει μια κλωτσιά – καράτε – στην κοιλιά, και ο άγνωστος πέφτει σα σακί σε μια λιμνούλα με νερό και λάσπες. Για πότε οι αστυφύλακες άρπαξαν το Θεόφιλο και τον εξαφάνισαν, κανένας από εμάς δεν κατάλαβε. Σε όλους μας όμως έκανε εντύπωση η ταχύτητα σύλληψης και απομάκρυνσής του.
Λίγο μετά έρχεται στα αποδυτήρια μας ο Κώστας Δαβουρλής και μου λέει: «Ο Λαλάκης – οι δυο τους ήταν πολύ φίλοι – την έχει πολύ άσχημα, γιατί αυτόν που χτύπησε είναι ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας πόλεων. Του περάσανε χειροπέδες και τον πάνε στο τμήμα μεταγωγών. Τον είδα για λίγο στο διάδρομο και μου είπε να ειδοποιήσεις τον αδερφό του Λάμπρο που τον περιμένει έξω από το γήπεδο».
Ο Λάμπρος Ντόκας, ο μεγαλύτερος σε ηλικία από τα αδέρφια του Θεόφιλου, Καθηγητής μαθηματικών στο πανεπιστήμιο του Παρισιού, πριν δύο χρόνια είχε γίνει τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας όπου και είχε εγκατασταθεί. Ήταν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους Πατρινούς και όχι μόνο. Ο Λάμπρος μαζί με τον αντιπρόεδρο του Παναιτωλικού Πέτρο Παπαπέτρο – διευθυντικό στέλεχος της καπνοβιομηχανίας «Κεράνης» και πολύ αγαπητός στην κοινωνία του Αγρινίου – χωρίς να χάσουν χρόνο φτάνουν στο τμήμα, τελευταία στιγμή πριν ο Θεόφιλος μετακινηθεί, μάλλον για την Τρίπολη.
Η ισχυρή προσωπικότητα των δύο αυτών ανδρών οι πολλές συγνώμες του Θεόφιλου, αφού η υπεράσπισή του βασίστηκε αν πολλοίς στο ότι ο Ταξίαρχος δεν έφερε διακριτικά, είχαν σαν αποτέλεσμα να αφεθεί ελεύθερος αργά το βράδυ, και διανυκτέρευσε στο σπίτι του αδερφού του Λάμπρου.
Όταν η αποστολή μας επέστρεψε στο Αγρίνιο, όλη η παρέα που είχαμε κανονίσει – πλην των τριών αγαπημένων της μάνας μου – πήγαμε σπίτι μου. Εκείνο το τραπέζι μόνο γιορτινό δεν ήταν, μάλλον της παρηγοριάς έμοιαζε. Η μάνα μου αναστέναζε «αχ» και «βαχ» όλο το βράδυ, δήλωνε δε συνεχώς «φαρμακωμένη». Κάθε λίγο μονολογούσε: «Τι να γίνονται τώρα εκείνα τα μαυρόπαιδα».
Κάθε φορά που η συζήτηση πήγαινε στον διαιτητή ή στον επόπτη η μάνα μου ξεστόμιζε τη συνηθισμένη της κατάρα: «κακός ταμπλάς να τους βαρέσει». Είμαι σίγουρος ότι το έλεγε δίχως κακία, αφού διαφορετικά εγώ δεν έπρεπε να ζω, αφού μέχρι και έφηβος κάθε φορά που μαλώναμε – πάντα με δικό μου φταίξιμο – αυτή την κατάρα μου κοπανούσε.
Σε λίγες μέρες έγινε το στρατοδικείο για τον Νίκο. Έπεσε δε τόσο πολύ μέσον που όχι μόνο αθωώθηκε αλλά παρ’ ολίγο να τον… αποζημιώσουν. Στην πρώτη του προπόνηση κόψαμε και δεύτερη βασιλόπιτα, αφού στην καθιερωμένη γιορτή της πρωτοχρονιάς είχαμε τρεις απόντες παρά τη θέλησή τους. Ο τεχνίτης του ζαχαροπλαστείου «Ματραλής» έβαλε όλη τη μαεστρία του και εξωτερικά σχεδίασε δύο αστυνομικές επωμίδες. Ο κυρ Κώστας Γεροβασίλης (παρδάλος), ο επιστάτης μας, σερβίροντας τα δύο αυτά κομμάτια με τις επωμίδες στον Κουτσογιάννη του είπε:
«Νίκο φάτες και τις δύο να πάρεις εκδίκηση γιατί αυτές σε φάγανε».
ΥΓ1: Στο ίδιο γήπεδο της Αγυιάς, πέντε λεπτά πριν τελειώσει ο αγώνας παλαιμάχων Παναιτωλικού – Παναχαϊκής έπεσε νεκρός από ανακοπή – δίπλα μου – ο Ανδρέας Γιαννόπουλος στις 25/11/81 σε ηλικία μόλις 44ων ετών.
ΥΓ2: Στον δεύτερο γύρο στο Αγρίνιο, κερδίσαμε την Παναχαϊκή 2 – 1 με γκολ των Παπαμέτη και Κουτσογιάννη.
* Βασίλης Σταρακάς
Παλαίμαχος ποδοσφαιριστής Παναιτωλικού
*Όπως σημειώνει ο κ. Σταρακάς, το συγκεκριμένο αφιέρωμα δημοσιεύθηκε πριν από χρόνια και στο περιοδικό «Yellow Power».
Πολυ φοβερη η περιγραφη των γεγονοτων να εισαι καλα Βασιλη αυτη η ομαδα ηταν και παραμενει το καμαρι οχι μονο του αγρινιου αλλα και ολης της αιτωλοακαρνανιας και φυσικα μια απο τις καλυτερες ομαδες στην ελλαδα τοτε με γνησιους ντοπιους παικταραδες