Από τον Βασίλη Σταρακά, παλαίμαχο ποδοσφαιριστή του Παναιτωλικού.
Πέρασαν 24 χρόνια που έφυγε από τη ζωή το σύμβολο της Παναιτωλικής οικογένειας Γιώργος Παπαδόπουλος «ΓΑΛΛΟΣ». Ήταν Ιούλιος του 1999 όταν η καρδιά του έπαψε να χτυπά σε ηλικία 71 ετών, σκορπίζοντας απέραντη θλίψη όχι μόνο στους οικείους του και στην Παναιτωλική οικογένεια, αλλά και σε όλους τους ποδοσφαιρόφιλους αντιπάλους του Παναιτωλικού, που θαύμασαν στα ξερά – δυστυχώς – γήπεδα το εντυπωσιακό του ταλέντο.
Ο Γιώργος αγαπήθηκε πολύ με το ψευδώνυμο «ΓΑΛΛΟΣ» που το απέκτησε ήδη από την παιδική του ηλικία, όταν οι φίλοι του εντυπωσιάζονταν από τις εκπληκτικές του ενέργειες με την μπάλα και τον παρομοίαζαν με τους Γάλλους διεθνείς της εποχής, Ράιμον Κοπά, Φονταίν κλπ.( Κάτι ανάλογο συνέβη και με τον Βασίλη Μήτσου που όταν επέστρεψε από Ευρωπαϊκό τουρνουά με την Εθνική Νέων στη Βουδαπέστη το 1956 – ήταν ο μοναδικός επαρχιώτης – οι φίλαθλοί μας τον αποκαλούσαν «Μαγυάρο». Ήταν η εποχή που το Ουγγρικό ποδόσφαιρο μεσουρανούσε. Περισσότερα στη βιογραφία του).
Η ειλικρινής ευγένεια του ΓΑΛΛΟΥ, το ηθικό του επίπεδο, η πραότητα, η ταπεινότητα, οι δημοκρατικές του ιδέες, η εντυπωσιακή του συνολική εμφάνιση διαμόρφωσαν μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Δυστυχώς για λόγους που θα δούμε πιο κάτω, ο Γιώργος Παπαδόπουλος δεν ευτύχησε να έχει πανελλήνια ποδοσφαιρική καταξίωση, καθώς και τα αντίστοιχα υλικά οφέλη, πλεονεκτήματα και προνόμια που απέκτησαν πάρα πολλοί Έλληνες ποδοσφαιριστές με λιγότερα μάλιστα προσόντα από αυτόν.
Ο Γιώργος γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1928 από Μικρασιάτες γονείς με καταγωγή από τη Σεβάστεια, που έφτασαν στην Ελλάδα το 1922 μετά την Εθνική Τραγωδία, θύματα και αυτοί όπως εκατομμύρια Έλληνες της «Μεγάλης ιδέας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Από παιδί ακόμη στις αλάνες ξεδίπλωνε τις πτυχές του ταλέντου του, εντυπωσιάζοντας με τις τεχνικές του ικανότητες στο χειρισμό της μπάλας, τη γρήγορη σκέψη, την εκπληκτική αίσθηση του γκολ, τις εξαιρετικές εκτελέσεις φάουλ και τον εντυπωσιακό παλμό στις κεφαλιές.
Τη σεζόν 1945 – 46 που ο σύλλογος ξαναλειτούργησε μετά την κατοχή, ο Γιώργος σε ηλικία 17 ετών ήταν ήδη ένα λαμπρό ανερχόμενο αστέρι με προοπτική για μια μεγάλη καριέρα. Η θέση του στο γήπεδο ήταν σέντερ φορ – τροφοδότης, καθώς εκείνα τα παλιά συστήματα ήθελαν δύο σέντερ φορ, όχι στην ίδια ευθεία, αλλά το ένα λίγο οπισθοχωρημένο. Αριστερά και δεξιά πάνω στη γραμμή βρισκόντουσαν τα κλασσικά εξτρέμ.
Η θέση του τροφοδότη ήταν πάρα πολύ δύσκολη, γιατί απαιτούσε από τον παίκτη που αναλάμβανε αυτό το ρόλο να είναι άριστος τεχνίτης, καλός τριπλέρ και πασαδόρος, καλός οργανωτής – το μυαλό της ομάδας δηλαδή, να έχει καλό σουτ και να είναι οπωσδήποτε ένας από τους σκόρερ της ομάδας. Η θέση αυτή απαιτούσε ακόμη από έναν καλό ποδοσφαιριστή – όπως ο ΓΑΛΛΟΣ – να αξιοποιεί τους επιθετικούς της ομάδας με το να δημιουργεί σε αυτούς ευκαιρίες για γκολ – αυτό που σήμερα ονομάζουμε ασίστ. Η θέση αυτή όριζε τον ηγέτη μιας ομάδας. Δυσεύρετος και στις μέρες μας τέτοιος παίκτης για τη θέση αυτή, ο οποίος σήμερα θα ήταν το «Δεκάρι» της ομάδας. Η δυάδα των φορ του Παναιτωλικού τη δεκαετία του 1950, που αντικειμενικά ήταν η καλύτερη επαρχιακή, είχε «φουνταριστό» τον κανονιέρη Βασίλη Ρόκο και πίσω του τον Γάλλο.
Το 1951 ο Παναθηναϊκός προσπάθησε με δελεαστικές προτάσεις που έκανε στο σωματείο μας να τον αποκτήσει. Παρά την ασφυκτική πίεση που εξάσκησε το Δ.Σ. δεν τόλμησε να του δώσει μεταγραφή γιατί υπήρξαν έντονες διαμαρτυρίες από τους φιλάθλους του Παναιτωλικού. Ο Γάλλος ήταν 23ων ετών και εργαζόταν στις καπναποθήκες Παναγοπούλου ως «στοιβαδόρος»!!
Σεζόν 1962 – 63. Από αριστερά όρθιοι: Ντόκας, Γ.Παπαδόπουλος (Γάλλος), Μπάθας Δημ., Σταρακάς, Σ.Καρποδίνης (Προπονητής), Δρόσος, Παπαποστόλου, Μήτσου, Μπριάνης, Καλύβας.
Από αριστερά καθήμενοι: Τσεμπερλής, Κουτσογιάννης, Σταμάτης, Τσαμπάς, Γεντέκης, Τεμεκονίδης.
Οι φίλαθλοι δεν μπορούσαν να αντιληφθούν, ότι με τη μεταγραφή του αυτή σε ένα από τα κορυφαία Ελληνικά σωματεία όχι μόνο ανοίγονταν μια πλατιά λεωφόρος στην ποδοσφαιρική του καριέρα με πολλά οφέλη για τον ίδιο, αλλά έδινε και μια μεγάλη οικονομική ανάσα στον σύλλογο με τα ανταλλάγματα που αυτός θα εισέπραττε, καθώς οι υποχρεώσεις του για τη λειτουργία των νυχτερινών σχολών ήταν μεγάλες. Παράλληλα με τη μεταγραφή του αυτή ο «ΓΑΛΛΟΣ» θα απάλλασσε σε μεγάλο βαθμό τη φτωχή εξαμελή οικογένειά του – γονείς και 4 παιδιά – από το άγχος της οικονομικής ανασφάλειας που την διακατείχε.
Λανθασμένες λοιπόν ήταν οι διαμαρτυρίες των φιλάθλων μας προς το Δ.Σ. χωρίς βέβαια να μπορεί κανείς να τους καταλογίσει δόλο! Εάν σκεφτούμε ότι όλα αυτά συνέβησαν πριν 72 ακριβώς χρόνια (το 1951) όταν το ποδόσφαιρο ήταν εντελώς ερασιτεχνικό, βρίσκεις κάποια δίκια.
«Ο Γάλλος είναι η σημαία του συλλόγου μας!» βροντοφώναζαν στις οργανωμένες διαμαρτυρίες οι φίλαθλοι, «η φανέλα του δεν πουλιέται γιατί δεν έχει τιμή!». Με τις αντιδράσεις τους αυτές, είχαν την εντύπωση και το πίστευαν, ότι υπερασπίζονταν τον αγαπημένο τους παίκτη, χωρίς όμως να έχουν ρωτήσει τον ίδιο ή τα μέλη της οικογενείας του εάν συμφωνούν η όχι! Όπως ξέρουμε η μεταγραφή αυτή δεν πραγματοποιήθηκε. Το 1953 – 54 δεν είχαμε μόνο πάλι τα ίδια, αλλά ακόμη χειρότερα επεισόδια στο ενδιαφέρον του Ολυμπιακού για τον Γιώργο. Ήδη το ταλέντο του είχε συζητηθεί πολύ στους ποδοσφαιρικούς κύκλους της εποχής.
Αμέσως με το τέλος της σεζόν 1953 – 54, 2 χρόνια μετά το ενδιαφέρον του ΠΑΟ, ο Ολυμπιακός, κυρίαρχος του Ελληνικού ποδοσφαίρου την εποχή εκείνη, «απήγαγε» σχεδόν τον 25ετη «Γάλλο», ο οποίος αφού υπέγραψε δελτίο, ενσωματώθηκε στην ομάδα του Πειραιά. Ήταν επιθυμία και επιλογή των προπονητών αδερφών Χελμή. Ο Γιώργος έκανε έξτρα προπονήσεις, πήρε μέρος σε πολλούς φιλικούς αγώνες, το διάστημα δε της προετοιμασίας είχε βασική θέση στην 11δα. Μια λαμπρή καριέρα ανοίγονταν στον προικισμένο ποδοσφαιριστή και ένα ρόδινο μέλλον στην οικογένειά του με τα πολλά υλικά ανταλλάγματα που θα αποκτούσε. «Πόσα όνειρα έκανα την περίοδο αυτή για μένα και τους δικούς μου», είχε πει κατ’ επανάληψη στις συζητήσεις μας. «Η οικογένειά μου θα γλύτωνε μια δια παντός από την ανέχεια της προσφυγιάς».
1962 στο Φέρρυ. Από αρχείο Βασίλη Σταρακά.
Το διάστημα όμως αυτό – όπως είπα παραπάνω – οι φίλαθλοι ξεκίνησαν εμφύλιο πόλεμο με τη διοίκηση και ειδικότερα με τον πρόεδρο – γιατρό Γιώργο Μπούκαρη, με καθημερινές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας κάτω από την κλινική του. Μέρα με τη μέρα οι φίλαθλοι αγρίευαν περισσότερο και ο πρόεδρος τελικά υπέκυψε και δεν υπέγραψε την μεταγραφή. Μεγάλο πλήγμα για τον παίκτη που στερήθηκε – χωρίς να το θέλει – ένα εξασφαλισμένο μέλλον με τόσα και τόσα ευεργετήματα που θα του προσέφερε ένα πλούσιο ποδοσφαιρικό σωματείο λόγω του ποδοσφαιρικού του ταλέντου. Ο Ολυμπιακός δεν στάθηκε εμπόδιο στην επιστροφή του στον Παναιτωλικό αφού δεν ενεργοποίησε το υπογεγραμμένο δελτίο του.
Έπειτα λοιπόν από τρεις μήνες παραμονής στον Πειραιά, που στους περιπάτους του – Πασαλιμάνι, Φάληρο – δεχόταν καθημερινά εκδηλώσεις θαυμασμού, και με τόση αισιοδοξία και σιγουριά σχεδίαζε το μέλλον του, τα εγκαταλείπει όλα – όνειρα, ελπίδες, προσδοκίες – και επιστρέφει στο Αγρίνιο με «εντολή λαού». Ήταν παραμονές έναρξης της σεζόν 1954 – 55, που ο Παναιτωλικός της σεζόν αυτή βγήκε πρωταθλητής του Νοτίου ομίλου, αφού ο Γάλλος βοήθησε τα μέγιστα και στη συνέχεια πήρε μέρος στο Πανελλήνιο πρωτάθλημα. Οι φίλαθλοι στην επιστροφή του ετοίμασαν υποδοχή αυτοκράτορα. Από νωρίς εκατοντάδες φίλαθλοι συγκεντρώθηκαν στο ΚΤΕΛ !!! που τον μετέφεραν στους ώμους τους στην κατάμεστη από κόσμο πλατεία Μπέλλου. Παρών και ο πρόεδρος Μπούκαρης που θα μπορούσε επιτέλους να κυκλοφορεί στο Αγρίνιο χωρίς τον φόβο των φιλάθλων. Γίνεται πάλι η «έπαρση σημαίας», καθώς τρεις μήνες τώρα είχε υποσταλεί και ο ιστός ήταν ορφανός. Ο Γάλλος ξαναγίνεται το Α και το Ω της ομάδας, οι εκδηλώσεις λατρείας καθημερινές, πότε στο γήπεδο που «ζωγράφιζε» και πότε στις συναντήσεις του με τους φιλάθλους τις ελεύθερες ώρες του. Χειροκρότημα και εκδηλώσεις θαυμασμού, αυτά είχε μόνο να του προσφέρει ο «λαός» που με «εντολή του» επέστρεψε, και μάλιστα του τα πρόσφερε απλόχερα.
Σεζόν 1962 – 63. Αρχείο Βασίλη Σταρακά.
Από αριστερά: Τεμεκονίδης, Μπαρχαμπάς, Καμποσιώρας Γιάννης, Μήτσου, Δρόσος, Καλύβας, Νικολάου, Σταρακάς, Μπάθας Δ., Κουτσογιάννης, Παπαδόπουλος (Γάλλος).
Με αυτά όμως μπορείς να ζήσεις και να βιοποριστείς; Με ποια προσόντα μπορεί τώρα να ξανασχεδιάσει το επαγγελματικό μέλλον του όταν από παιδί τον είχε απορροφήσει ο Παναιτωλικός και δεν ασχολήθηκε με κάποια τέχνη; Το «καναρίνι», παρ’ όλη την απογοήτευση για την επιστροφή του, δεν έδειξε ούτε οργή ούτε θυμό για κανέναν. Διορίζεται στη μηχανική καλλιέργεια ως συντηρητής οχημάτων – βοηθός του συμπαίκτη του χειριστή γκρέιντερ Γιώργου Μπισδούνη.
Ανεξάρτητο πνεύμα όμως ο Γιώργος παραιτήθηκε γρήγορα από αυτή τη θέση και εμπιστεύθηκε τη δημοφιλία του και άνοιξε καφεκοπτείο στην οδό Παπαστράτου στο ύψος της πλατείας Φλέμινγκ. Παράλληλα αντιπροσώπευε στην ευρύτερη περιφέρεια του Αγρινίου κατ’ αποκλειστικότητα τα τσιγάρα μάρκας « SANTE». Όπως αποδείχθηκε η σκέψη του ήταν πολύ επιτυχημένη αφού το νέο του επάγγελμα ήταν πολύ προσοδοφόρο. Σε αυτό δεν βοήθησε μόνο η λατρεία των φιλάθλων αλλά και η υποστήριξη όλης της πόλης και της περιοχής.
Με τον Γιώργο εκτός από συμπαίκτες για 3 σεζόν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 αλλά και οικογενειακοί φίλοι, ήμασταν και γείτονες για 3-4 χρόνια όταν δίπλα στο καφεκοπτείο άνοιξα και εγώ κατάστημα με αρώματα και μπιζού.
Όταν πλέον «κρέμασε τα παπούτσια του» το 1963 σε ηλικία 35 ετών, ασχολήθηκε και με την προπονητική σε ερασιτεχνικές μόνο ομάδες της Αιτωλοακαρνανίας, γιατί λόγω του επαγγέλματός του δεν είχε διαθέσιμο χρόνο για να ασχοληθεί επαγγελματικά.
Η ομάδα του Παναιτωλικού στην Ολυμπία. Προπονητής Luigi Rosellini. Χρονιά 1958. Αρχείο Νώντα Νικάκη. Διακρίνονται ποδοσφαιριστές του Παναιτωλικού και μέλη της διοίκησης.
Τελειώνω με μια προσωπική εκτίμηση της αλλαγής συναισθημάτων – ειδικά των φανατικών – προς τους ποδοσφαιριστές του τότε ρομαντικού ποδοσφαίρου και του σημερινού εμπορευματοποιημένου. Η μεταγραφή ενός παίκτη – «σημαίας» – σε άλλο σωματείο την εποχή του ρομαντικού ποδοσφαίρου θεωρούταν για τον οπαδό σκέτη αγοραπωλησία. Προσβλητικό και για τον ίδιο τον παίκτη αλλά και τον σύλλογο.
Με την πάροδο του χρόνου που το ποδόσφαιρο έγινε εμπορευματοποιημένο, ο ποδοσφαιριστής – «σημαία» – έγινε «προϊόν». Τη μεταγραφή – συναλλαγή την δέχεται πλέον και ο πιο σκληρός ιδεολόγος οπαδός του σωματείου. Σήμερα «σημαίες» και «σήματα» όλα έχουν τιμή. Τιμή βέβαια έχει και η φανέλα η οποία παλιά υπογράμμιζε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πόλης και όχι των χορηγών. Τέρμα λοιπόν οι συναισθηματισμοί στους πρωταγωνιστές του γηπέδου – ντόπιους και ξένους. Ας είναι καλά η «ελεύθερη αγορά» – καπιταλισμός. Ένα σύστημα που εθίστηκε ο «λαός» των γηπέδων και σάρωσε τα αισθήματα και συναισθήματά του. Λίγοι είναι οι ρομαντικοί του ποδοσφαίρου – σύλλογοι – ιδιοκτήτες – διοικήσεις – φίλαθλοι που αντιστέκονται στο βάρβαρο αυτό καπιταλιστικό σύστημα και διατηρούν μια ισορροπία.
Πρώτος και καλύτερος ο φιλεκπαιδευτικός μας σύλλογος που για έναν αιώνα περίπου από την ίδρυσή του συνεχίζει την κοινωνική του προσφορά με συχνές πολιτιστικές εκδηλώσεις, ομιλίες, επισκέψεις σε σχολεία, δωρεές. Ένας σύλλογος που πραγματικά τα μέλη που τον αποτελούν – διοίκηση – παίκτες – φίλαθλοι έχουν σεβασμό μεταξύ τους. Ένας σύλλογος που ποτέ δεν λειτούργησε σαν επιχείρηση. Ποτέ δεν υπήρξε προσφυγή από ποδοσφαιριστή του. Φεύγοντας κάποιος από την ομάδα μόνο εγκωμιαστικά λόγια έχει να πει για την «οικογένεια».
Υ.Γ. Το σήμα του Παναιτωλικού είναι ο μυθικός Τίτορμος. Το κίτρινο χρώμα της φανέλας εκφράζει το κατακίτρινο ώριμο φύλλο της – πάλαι ποτέ – παραδοσιακής μας καλλιέργειας καπνού.
Βασίλης Σταρακάς – παλαίμαχος ποδοσφαιριστής Παναιτωλικού