Ο Παναιτωλικός είναι μία από τις ομάδες της Super League 1 που ότι καλό έχει πετύχει στο παρελθόν, το έχει καταφέρει έχοντας Έλληνα προπονητή στον πάγκο του.
Τα τελευταία χρόνια κυνήγησε δύο φορές ένα πιο σύγχρονο, φιλόδοξο μοντέλο, με στόχο να παίξει ελκυστικό ποδόσφαιρο και να χτίσει κάτι σε βάθος… τριετίας, με ξένο προπονητή, αλλά και τις δύο φορές απέτυχε.
Μετά τον καλύτερο Παναιτωλικό… ο Πόντες
Η πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2015, μετά την μη ανανέωση του Μάκη Χάβου, σε μία σεζόν που τερμάτισε 7ος, χάνοντας για δύο βαθμούς την πεντάδα και το ευρωπαϊκό εισιτήρια (με 52 βαθμούς, έναντι 54 του 5ου Ατρομήτου, 6ος ήταν ο ΠΑΣ Γιάννινα με 53). Τότε κανείς δεν κατάλαβε γιατί η ομάδα που έπαιζε για ένα διάστημα δύο μηνών το καλύτερο ποδόσφαιρο του πρωταθλήματος, άλλαξε προπονητή στο τέλος της σεζόν.
Ως αποτέλεσμα, ο Λιονέλ Πόντες που τον διαδέχθηκε και δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί γρήγορα στα ελληνικά δεδομένα, μετά από μία εκτός έδρας «πεντάρα» από την Καλλονή, «κούνησε μαντίλι» και επέστρεψε στην Πορτογαλία.
Ο Κάστρο και το ρόστερ του
Η δεύτερη φορά ήταν το καλοκαίρι του 2019, όταν μετά από ένα μέτριο τελείωμα σε μία σεζόν που ξεκίνησε ιδανικά με τον Τραϊανό Δέλλα στον πάγκο, ο Παναιτωλικός επιχείρησε ξανά το ίδιο μοντέλο, με νεαρό Πορτογάλο προπονητή εκείνη τη σεζόν, τον Λουίς Κάστρο. Ξανά, υπήρχε αντίλογος στη μη ανανέωση του Τραϊανού Δέλλα, αφού είχε προηγηθεί μία σεζόν κατά την οποία ο Παναιτωλικός είχε αγωνιστική ταυτότητα, δεν κινδύνεψε, έπαιξε καλό ποδόσφαιρο ανά διαστήματα, αλλά δεν διέθετε το ρόστερ για κάτι παραπάνω.
Ο Κάστρο δεν στηρίχθηκε με τους κατάλληλους ποδοσφαιριστές (πχ με βασικό «10άρι» τον τότε 19χρονο Φυτόπουλο στα πρώτα παιχνίδια) και με ένα ελλειμματικό σε ποιότητα ρόστερ πήρε με το ζόρι μόλις έναν βαθμό (0-0 κόντρα στην Λαμία) σε έξι αγώνες πριν αντικατασταθεί από τον Μάκη Χάβο, ο οποίος με ΠΟΛΛΕΣ και ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ προσθήκες τον Ιανουάριο (σ.σ. Ρόσα, Μουνιέ, Ντάουντα κλπ) έσωσε την χρονιά στα πλέι άουτ, έχοντας όμως ένα κατά πολύ βελτιωμένο ρόστερ συγκριτικά με τον προκάτοχό του.
«Ματιές» στο εξωτερικό ανά τετραετία
Πλέον, το καλοκαίρι του 2023, ξανά με απόσταση τεσσάρων ετών από την προηγούμενη, ίσως παρουσιάζεται η τρίτη ευκαιρία και… «φαρμακερή». Σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες, όταν ο προπονητής είχε αντικατασταθεί μετά από μία καλή ή και μέτρια προς καλή σεζόν, οι συνθήκες είναι διαφορετικές.
Ο Γιάννης Αναστασίου αποτελεί παρελθόν, έχοντας παρουσιάσει τον ποιοτικά χειρότερο Παναιτωλικό από κάθε άλλον τα τελευταία χρόνια (σ.σ. βάσει στατιστικών, οι λιγότερες φάσεις στην αντίπαλη εστία, ποσοστιαία η χαμηλότερη κατοχή μπάλας στο πρωτάθλημα, τα λιγότερα γεμίσματα στην αντίπαλη περιοχή κ.α.) και αυτή τη φορά ο διάδοχός του δεν θα βρίσκεται στην «σκιά» του προκατόχου του.
Τα εν Ελλάδι «άκυρα» του παρελθόντος
Σχετικά με την ελληνική αγορά, οι διαθέσιμες επιλογές δεν φαντάζουν ιδιαίτερα ελκυστικές, ενώ κάποιες από αυτές, κάποτε είχαν ρίξει «άκυρο» όταν ο Παναιτωλικός χρειαζόταν επειγόντως έναν «καπετάνιο» να τον βγάλει απ’ τη «φουρτούνα» (σ.σ. πριν την αντικατάσταση του Κάστρο από τον Χάβο, η αγρινιώτικη ΠΑΕ είχε ακούσει μία ευγενική άρνηση από τον Γιάννη Πετράκη, όταν η ομάδα φάνταζε πρώτο φαβορί για υποβιβασμό). Κάποιοι άλλοι περίμεναν την πρόταση από κάποια μεγάλη ομάδα (πχ Αργύρης Γιαννίκης το καλοκαίρι του 2021, όταν τελικά προσελήφθη ο Γιάννης Αναστασίου), ενώ άλλοι κρίνονται ανεπαρκείς βάσει του έργου τους, ακόμη και σε ομάδες με περισσότερα εχέγγυα από τον Παναιτωλικό.
Το σωστό χρονικό σημείο
Με βάση όλα τα παραπάνω λοιπόν, ο Παναιτωλικός, αν έχει όντως φιλοδοξίες για κάτι καλό μετά από μία πολύ κακή, αγωνιστικά, τετραετία, με μοναδικές «εκλάμψεις» την σεζόν 2021/22, έχει μπροστά του την ιδανική συγκυρία για να επενδύσει πάνω σε έναν καλό ξένο προπονητή, ανεξαρτήτως αν έχει εμπειρία από το ελληνικό πρωτάθλημα (πχ Κάναντι) ή αν θα πρόκειται για έναν νεαρό Αργεντινό, Ισπανό, Πορτογάλο κλπ με δίψα για διάκριση και παραστάσεις από πιο ανταγωνιστικά πρωταθλήματα.
Μόνο η επένδυση σε προπονητή δεν φτάνει
Σε αυτή την περίπτωση πάντως, δεν νοείται να πλαισιώσει την επένδυσή του με αμφιβόλου ποιότητας ποδοσφαιριστές χαμηλότερων κατηγοριών, βετεράνους, ή πιστιρικάδες που δεν έχουν ξανά παίξει σε πρώτη ομάδα. Αν είναι να κάνει αυτό το βήμα και να επενδύσει σε ένα σύγχρονο ποδοσφαιρικό μοντέλο με έναν ξένο προπονητή, πρέπει να αποκτήσει και τους κατάλληλους ποδοσφαιριστές που θα είναι ικανοί να συμβάλουν, ώστε να γίνει το «βήμα παραπάνω».
Να διαθέτει την ποιότητα ώστε να παίξει καλό ποδόσφαιρο και από εκεί και πέρα να μπορεί να κοιτάξει στα μάτια τους αντιπάλους του, έστω τους μικρομεσαίους, κερδίζοντάς τους όντας καλύτερος στο γήπεδο, για να διεκδικήσει τους όποιους στόχους μπορεί να βάλει.
Σε διαφορετική περίπτωση, δεν χρειάζεται να επενδύσει σε προπονητή με παραστάσεις από μεγαλύτερα πρωταθλήματα. Άλλωστε, ακόμα και ο Γκουαρντιόλα να βρεθεί στο Αγρίνιο, αν δεν έχει το κατάλληλο υλικό, ως «Κάστρο» θα αποχωρήσει, αργά ή γρήγορα…