Ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής του Παναιτωλικού και του Ολυμπιακού Πέτρος Μίχος, γυρνά το χρόνο πίσω και αφηγείται ιστορίες από τη θρυλική του διαδρομή στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ήταν περίεργη η δεκαετία του ’80 για τους φίλους του Ολυμπιακού. Έμοιαζε με ένα ποτ πουρί ακραίων συναισθημάτων που ισορροπούσε σε μια κλωστή που χώριζε την απόλυτη ευτυχία από το απόλυτο δράμα.
Από την απόλυτη ηδονή του σαρώματος των τίτλων στα πρώτα χρόνια του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, στην έναρξη των «πέτρινων χρόνων» και φυσικά το θρήνο για τα χαμένα παιδιά της Θύρας 7.
Από τη σιγουριά του Σταύρου Νταϊφά, στην «φωτοβολίδα» Γιώργος Κοσκωτάς και τα χρόνια της αβεβαιότητας του Αργύρη Σαλιαρέλη.
Από τις… αρπαγές Σαργκάνη-Βαμβακούλα από τον Παναθηναϊκό στο «γκρέμισμα των τειχών» του Πειραιά για την υποδοχή του Λάγιος Ντέταρι.
Αν επιλέγαμε έναν άνθρωπο να μας αφηγηθεί και να μας ξετυλίξει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον το κουβάρι αυτής της πολύ ιδιαίτερης «ερυθρόλευκης» δεκαετίας, αυτός δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Πέτρο Μίχο.
Κι αυτό κάναμε! Αξιοποιήσαμε τον επί σειρά ετών σχολιαστή των αγώνων του Ολυμπιακού και του ζητήσαμε να… συναντήσει νοερά έναν από τους κορυφαίος στόπερ που φόρεσαν ποτέ τη φανέλα με τον δαφνοστεφανωμένο έφηβο. Γιατί οι ιδιότητες που συνδέουν τον Πέτρο Μίχο με τον δικό του Θρύλο, είναι πολλαπλές.
Ελάτε, λοιπόν, μαζί μας και πάμε να επιχειρήσουμε μαζί μια πολύ ξεχωριστή βουτιά στην πρώτη δεκαετία του επαγγελματικού ποδοσφαίρου στη χώρα μας. Δεν θα ξεκινήσουμε, όμως, από τον Πειραιά. Θα πεταχτούμε μέχρι το Αγρίνιο. Γιατί εκεί ξεκίνησαν όλα…
Ο Πέτρος Μίχος έρχεται να κολλήσει το δικό του αυτοκόλλητο στο άλμπουμ των αναμνήσεων του sportday και η αφήγηση ξεκινά!
«Πρώτο μου παιχνίδι στο Αγρίνιο με αντίπαλο τον Μίμη Παπαϊωάννου! Θόλωσα…»
Πέτρο γεννήθηκες στο Αγρίνιο. Σωστά;
Γεννήθηκα στο Αγρίνιο το 1959, 15 Φεβρουαρίου, Παναγοπούλου 35 ήταν το σπίτι μας και στην ενορία της Αγίας Τριάδας. Το λέω αυτό γιατί στα δικά μου χρόνια, εμείς ξεκινήσαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο και γενικά διάφορα αθλήματα στην ενορία μας και υπήρχαν και παιχνίδια μεταξύ των ενοριών. Κάναμε τα μίνι πρωταθλήματα και μέσα από αυτή τη διαδικασία σε πληροφορώ ότι έχουν “ξεπηδήσει” πάρα πολλοί αθλητές και φυσικά και ποδοσφαιριστές.
Αυτή ήταν δηλαδή και η πρώτη σου επαφή με οργανωμένο ποδόσφαιρο.
Ακριβώς. Η γειτονιά που τότε υπήρχε.
Δεν πρόλαβες όμως να παίξεις πολύ σαν παιδί, γιατί έγινες επαγγελματίας πολύ μικρός.
Είχα την τύχη, γιατί παίζει ρόλο η τύχη σε όλα τα πράγματα, να με δει σε κάποιους αγώνες, ένας άνθρωπος, ο Γρηγόρης Μπενέκας, που ήταν γυμναστής. Μετέπειτα στον Παναιτωλικό τον είχα επίσης κοντά μου. Με είχε δει λοιπόν σε κάποιους αγώνες στίβου, όπου στο ξερό γήπεδο του Παναιτωλικού τρέχαμε από την μία εστία στην άλλη. Εγώ είχα τερματίσει πέμπτος στους σχολικούς αγώνες, αλλά ήμουν μόλις 13 ετών και τα άλλα παιδιά ήταν μεγαλύτερα. Στο τέλος της κούρσας με φώναξε γιατί είχε μάθει την ηλικία μου. Στη συνέχεια ήρθε και στο σπίτι, γιατί μέναμε κοντά και μίλησε με τους γονείς μου για να πάρει την άδειά τους. Πήγαινα λοιπόν στο περίφημο… Βοϊδολίβαδο που λέγαμε εμείς οι Αγρινιώτες, όπου μετέπειτα έγινε το στάδιο της πόλης. Ήθελε να με κάνει σπρίντερ γιατί είχε δει το μυϊκό μου σύστημα.
Ο Παναιτωλικός πως προέκυψε λοιπόν;
Το σχολείο μου, “Θεοδωρόπουλου” που ήταν ιδιωτικό, ήταν ακριβώς δίπλα από το γήπεδο του Παναιτωλικού. Οπότε εκεί παίξαμε σχολικούς αγώνες στο γυμνάσιο και εκεί ήρθε ένας άλλος άνθρωπος που δεν είναι πια στη ζωή. Ο Νίκος Κουτσογιάννης.
Σε βλέπω και συγκινείσαι λέγοντας το όνομά του.
Μας άρπαξε τότε πολλά παιδιά και μας έβαλε στα τσικό του Παναιτωλικού. Ήμασταν 55 παιδιά. Δεν είχε καμία εντολή από την ομάδα, αλλά το είχε μεράκι. Μείναμε περίπου 35 και έμεινα κι εγώ μαζί του. Με κρατούσε ατελείωτες ώρες και δουλεύαμε, γιατί είδε ότι άντεχα. Συνέχισα και πήγαινα στίβο και μόλις τελείωνα από εκεί, αμέσως συνέχιζα με το ποδόσφαιρο. Επειδή ήμουν γρήγορος, ο Κουτσογιάννης με έβαζε δεξί μπακ. Δεν είχα καλή τεχνική, αλλά με δούλευε πολύ.
Έτσι ξεκίνησες ουσιαστικά στον Παναιτωλικό.
Εκείνη την εποχή συνήθιζαν οι ομάδες να παίζουν τα “οικογενειακά” διπλά. Προπονητής στην πρώτη ομάδα ήταν ο Γιώργος Χασιώτης και είχε φτιάξει ομάδα και με παίκτες από το Αγρίνιο, αλλά και εκτός Αγρινίου. Ήταν δυνατή και η διοίκηση της ομάδας, με τον Μάρκο Κρικελή, ο νονός μου, Γιώργος Βαζούκης και άλλοι εξέχοντες παράγοντες της πόλης. Ανέβηκε με αυτούς ο Παναιτωλικός στην Α’ Εθνική και ο Χασιώτης με πήρε στην πρώτη ομάδα και με έβαζε. Μου έδινε λεπτά συμμετοχής σαν δεξί μπακ. Όταν ανέβηκε η ομάδα, άλλαξε και το επίπεδο και έπρεπε να παρθούν αποφάσεις. Έλεγαν ότι: “πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με τους μικρούς”. Τότε υπήρχαν ακόμα ο Γιώργος Παππάς και ο Λεωνίδας Κωστόπουλος, εξαιρετικοί παίκτες γενικά και δεν θέλω να αδικήσω κανέναν. Στο συμβούλιο λοιπόν έλεγαν για το που θα πάνε οι μικροί δανεικοί και “έπεσε” και το όνομά μου. Εκεί λοιπόν έβαλε βέτο ο Κουτσογιάννης πως αν φύγω εγώ, τότε θα φύγει κι εκείνος από την ομάδα.
Πως καθιερώθηκες στην ομάδα;
Τότε ο Παναιτωλικός είχε έναν εξαιρετικό σέντερ μπακ, τον Γλυκοκάλαμο, ο οποίος έκανε μεγάλη καριέρα και τώρα είναι στο νησί του. Επίσης είχε έρθει ο Σιακούφης από την Άρτα. Υπήρχε και ο Μπάθας. Ένας από αυτούς ήταν τιμωρημένος και είχε τραυματιστεί και ο Χιλ, ο οποίος έπαιζε δεξί μπακ. Οπότε έπαιξα το πρώτο μου παιχνίδι δεξί μπακ, πάνω στον Μίμη Παπαϊωάννου. Πρώτο μου παιχνίδι στο Αγρίνιο με αντίπαλο την ΑΕΚ και πάνω στον Μίμη. Το φαντάζεσαι; Ο πατέρας μου ΑΕΚτζής στο μεταξύ. Θόλωσε το μυαλό μου. Αν σου πω αν έπαιζα ή όχι, δεν θυμάμαι. Ξαφνικά από την ενορία, την αλάνα, μέσα σε ένα χρόνο επαγγελματίας και βασικός στον Παναιτωλικό και κόντρα στον Παπαϊωάννου. Στο επόμενο παιχνίδι δεν έπαιξα και στο επόμενο εντός έδρας, είχε γίνει κάτι που δεν θέλω να το σχολιάσω και για “χ” λόγους τιμωρείται ο Γλυκοκάλαμος με 17 αγωνιστικές. Στο μεταξύ είχε έρθει προπονητής ο Στέφανος Μπόμπεκ και αποφασίζει να με κάνει σέντερ μπακ. Έτσι μπήκα και έπαιξα στόπερ. Ζούσα πλέον ένα όνειρο.
Άρχισες να παίρνεις το δρόμο σου.
Το απολάμβανα. Ξαφνικά με γνώριζαν όλοι στην πόλη, αλλά και στο σχολείο είχα γίνει δημοφιλής. Ήμουν όμως και προσγειωμένος και λόγω των γονιών μου, αλλά και του νονού μου. Ήρθε τότε και η πρώτη κλήση στην Εθνική Νέων, σε ηλικία 16 ετών, από τον Στέφανο Πετρίτση και πήγα στο Ισραήλ. Μετά πέρασα και από έναν άλλο δάσκαλο, τον Κώστα Καραπατή ο οποίος ήταν προπονητής στην Εθνική Ελπίδων. Άρχισε να γίνεται “σούσουρο” γύρω από το όνομά μου και άρχισαν να έρχονται να με βλέπουν. Πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μου μέσα στο γήπεδο έπαιξαν οι σπουδαίοι συμπαίκτες που είχα.
«Με τον Ράμμο μας έβγαλαν “αγριάνθρωπους” στο Αγρίνιο, όμως δεν είμαστε και αυτό φαίνεται και στην τωρινή εποχή, όπου η διοίκηση Κωστούλα έχει κάνει τον Παναιτωλικό πρότυπο»
Πριν κλείσουμε το κεφάλαιο Παναιτωλικός θέλω να μου πεις για το περιβόητο παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ και τον διαιτητή Ράμμο.
Εκεί έχουν γίνει πολλά. Παίξαμε δύο χρόνια στην Α΄Εθνική και σωθήκαμε την πρώτη χρονιά, αλλά τη δεύτερη δεν τα καταφέραμε. Στο παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ, ο κόσμος ήταν εξαγριωμένος, γιατί είχε προηγηθεί μια άλλη αδικία στο ματς με τον Παναθηναϊκό. Ο διαιτητής ήταν ο ίδιος. Ο Ράμμος. Η διοίκηση είχε βγάλει μια ανακοίνωση ζητώντας την αντικατάστασή του, αλλά ο διαιτητής έλεγε πως δεν καταλαβαίνει από έδρες και θα παίξει κανονικά το παιχνίδι. Σ
τα πρώτα δύο φαλτσοσφυρίγματα, άρχισε το γήπεδο να “βράζει”. Οι παίκτες του ΠΑΟΚ και εμείς δεν τσακωθήκαμε καθόλου. Σιγά σιγά άρχιζαν να “λυγίζουν” τα κάγκελα μέχρι που έπεσαν. Στο τέλος του αγώνα, μπήκε όλος ο κόσμος μέσα. Καταφέραμε να προστατέψουμε τους παίκτες του ΠΑΟΚ, αλλά δεν προλάβαμε να προστατέψουμε τον ίδιο. Μάλλον όμως χτύπησε από κάποια κλωτσιά. Μας έβγαλαν “αγριάνθρωπους” στο Αγρίνιο, όμως δεν είμαστε και αυτό φαίνεται και στην τωρινή εποχή, όπου η διοίκηση Κωστούλα έχει κάνει τον Παναιτωλικό πρότυπο.
«Ο Λεωνίδας Θεοδωρακάκης προσγειώθηκε με ελικόπτερο στο γήπεδο για να με πάρει στον Ολυμπιακό!»
Πάμε λοιπόν να μου πεις τώρα πως έγινε η μεταγραφή σου.
Όταν πέσαμε στην Β΄Εθνική άρχισαν να ενδιαφέρονται ομάδες για τους παίκτες του Παναιτωλικού. Ο Χασιώτης είχε μιλήσει στον ΠΑΟΚ και έγιναν δύο τρεις επαφές, αλλά ένας φίλος Αγρινιώτης, ο Στάθης Ροκόφυλος ήταν “κολλητός” με τον Βαρδινογιάννη και είχε αρχίσει και ο Παναθηναϊκός να ενδιαφέρεται. Από πλευράς Ολυμπιακού αυτός που έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον, ήταν ο Θεοδωρακάκης. Το έχει πει στον Τόζα Βεσελίνοβιτς και αυτός, έξυπνος όπως ήταν, κανόνισε φιλικό Παναιτωλικού – Ολυμπιακού στο Αγρίνιο.
Για να σε δει ο ίδιος.
Ακριβώς. Γεμάτο με κόσμο στο γήπεδο και εγώ έπρεπε να πιάσω τον Μιχάλη τον Κρητικόπουλο. Με τρέλανε. Με το που ξεκινάει το παιχνίδι μου λέει: “Μικρέ μη μασάς. Μη με σεβαστείς. Έλα δυνατά πάνω μου και παίξε. Μην ανησυχείς για τίποτα, παίξε ελεύθερα”. Με έκανε να πιστέψω στον εαυτό μου.
Τελικά τι έγινε;
Τελείωσε εκείνο το ματς, τελείωσε και η χρονιά και ήρθε το καλοκαίρι. Ο νονός μου ο Βαζούκης ήταν Ολυμπιακός και κανόνισε ένα ραντεβού στον Ισθμό της Κορίνθου με τον Θεοδωρακάκη. Εκεί έγινε η πρώτη συμφωνία. Κάποιος από τη διοίκηση το έμαθε και ήρθε σε συμφωνία με τον ΠΑΟΚ και τον Παναθηναϊκό να έρθουν στο Αγρίνιο για να συζητήσουν.
Το μαθαίνει ο Θεοδωρακάκης και μαζί με τον Ρατσιάτο που ήταν αυτός που ενημέρωνε και τις εφημερίδες και πήρε ελικόπτερο και ήρθε ο Αγρίνιο! Προσγειώθηκε μέσα στο γήπεδο για να κλείσει την μεταγραφή και φυσικά η συμφωνία έκλεισε! Ο Παναιτωλικός πήρε 9 εκατομμύρια και εγώ 1,5. Τότε από εκείνα τα λεφτά, ο Παναιτωλικός πήρε από τον Πύργο τον Χρήστο Δημόπουλο και εγώ υπέγραψα στον Ολυμπιακό για 8 συν 4 χρόνια. 12ετία!
Έτσι βρέθηκες στο Ρέντη.
Ανέβηκα με την αδελφή μου και έναν φίλο και βρέθηκα στο Ρέντη. Τότε είχαν πάρει και τον Αντώνη Αντωνιάδη. Είδα λοιπόν μπροστά μου 5.000 οπαδούς. Να περιμένουν ποιον; Εμένα; Τρελάθηκα φυσικά. Είναι στιγμές που δεν φεύγουν από το μυαλό σου. Έβλεπα το Καραϊσκάκη γεμάτο ως αθλητής όταν έπαιζα. Ήξερα που πάω. Αλλά να έρθουν τώρα να δουν έναν 18χρονο, τον Μίχο από το Αγρίνιο; Για ποιο λόγο; Κυριολεκτικά τρελάθηκα. Εκείνη την εποχή ο Ολυμπιακός ήταν “πονεμένος” γιατί είχε μείνει μακριά από το πρωτάθλημα. Τότε είχε συσπειρωθεί η διοίκηση Τσιτσαλή-Θεοδωρακάκη και αχνοφαίνονταν ότι θέλουν να ασχοληθούν και οι εφοπλιστές και υπήρχε ενθουσιασμός. Ξεκίνησα να παίζω πάλι δεξί μπακ και την πρώτη χρονιά δεν πήγα καλά.
Το 1978 αυτό, όταν και τελικά πήρε την ομάδα μετά ο Νταϊφάς.
Τότε είχαμε ισοβαθμίσει με την ΑΕΚ και θα παίζαμε μπαράζ. Τότε πήραν την απόφαση από την γενική συνέλευση, καθώς δεν είχε γίνει ακόμα επαγγελματικό το ποδόσφαιρο και δεν κατέβηκε ο Ολυμπιακός στο μπαράζ. Το 1979 λοιπόν είχε έρθει ο Νταϊφάς και προπονητής ήταν ο Γκόρσκι. Με έβαλε στόπερ με λίμπερο τον Νοβοσέλατς. Το όνομα τα λέει όλα. Πέρα από αυτά που βλέπαμε στην προπόνηση, που σίγουρα ήμασταν πιο ελεύθεροι, τον έβλεπα τι έκανε και μέσα στο γήπεδο στους αγώνες. Εγώ τον… διάβαζα για να μαθαίνω. Μου έλεγε: “Εσύ κάνε ότι θέλεις και θα είμαι εγώ πίσω σου”. Πήραμε τότε τα νταμπλ, τα μπαράζ, παίρναμε τα πρωταθλήματα.
«Έβλεπα τι έκανε ο Νοβοσέλατς στο γήπεδο και προσπαθούσα να τον διαβάζω για να μαθαίνω. Μου έλεγε: “Εσύ κάνε ότι θέλεις και θα είμαι εγώ πίσω σου”»
Ο Νοβοσέλατς, γιατί δεν έμεινε περισσότερο στον Ολυμπιακό;
Πριν το μπαράζ με τον Παναθηναϊκό στο Βόλο, ήθελε να ανανεώσει το συμβόλαιό του. Ο Νταϊφάς του έλεγε να παίξει πρώτα το μπαράζ και μετά να γίνει κουβέντα. Το μπαράζ όμως καθυστέρησε να γίνει και το συμβόλαιο του Νοβοσέλατς τελείωσε και έφυγε. Πήγε στην πατρίδα του και είπε: “Μετά το μπαράζ πάρτε με τηλέφωνο”. Έπαιξα εγώ με τον Σταύρο τον Παπαδόπουλο και καταφέραμε να πάρουμε το πρωτάθλημα. Εκεί πήρε την απόφαση η διοίκηση και είπε δεν ξαναφέρνουμε τον Νοβοσέλατς, έχουμε τον Μίχο.
Τότε ο Νταϊφάς είχε χτίσει την ομάδα που πήρε 4 πρωταθλήματα.
Έφερε μεγάλους παίκτες. Αναστόπουλο, Μητρόπουλο, Κουσουλάκη, Γούναρη, υπήρχε ο Βαμβακούλας, ο Ξανθόπουλος, ο Περσίας, ο Κυράστας, ο οποίος όμως έφυγε και πήγε στον Βαρδινογιάννη, ήρθε ο Σαργκάνης. Κράτησε και τον Λοσάντα και υπήρχε ακόμα ο Κρητικόπουλος και ο Γαλάκος. Φτιάξαμε μια αρμάδα κόντρα σε μεγάλους αντιπάλους. Εκεί απογειώθηκε και η καριέρα μου.
«Εγώ έπεισα τον Αποστολάκη να έρθει στον Ολυμπιακό»
Στην δική σου εποχή, γιατί δεν καταφέρατε να κάνετε και την υπέρβαση στην Ευρώπη;
Το ελληνικό ποδόσφαιρο είχε και τότε το ίδιο πρόβλημα που έχει και τώρα. Οι κληρώσεις δεν ήταν ευνοϊκές, ενώ και πολλά παιχνίδια τα χάσαμε στις λεπτομέρειες. Δεν είχαμε και την πείρα για να τα διαχειριστούμε καλύτερα. Ένα από αυτά ήταν με την Μπενφίκα. Η διοργάνωση ήταν δύσκολη τότε. Μετέπειτα με τους ομίλους άλλαξε η κατάσταση. Τώρα επίσης έχει αλλάξει πάλι η κατάσταση και οι ελληνικές ομάδες έχουν δύσκολες κληρώσεις.
Άρα λοιπόν η βραδιά με τον Άγιαξ ήταν η μεγαλύτερη;
Έχει μείνει αλησμόνητη. Ήταν μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού αθλητισμού. Τότε ο Άγιαξ ήταν μέσα στις 5-6 καλύτερες ομάδες της Ευρώπης και παίξαμε κόντρα σε παίκτες παγκόσμιας κλάσης. Βέβαια τότε επιτέλους αποφάσισε το ελληνικό κράτος να μας δώσει το Ολυμπιακό στάδιο και η επιτυχία ήρθε μπροστά σε 70.000 κόσμο. Οπότε μένει αυτή η βραδιά στη μνήμη όλων.
Κάνατε λοιπόν τότε τον κύκλο σας ως ομάδα και μετά τα 4 συνεχόμενα πρωταθλήματα άλλαξε η κατάσταση. Ανέβηκε ο Παναθηναϊκός ή κουράστηκε ο Νταϊφάς;
Θα σου πω. Ο Νταϊφάς ήταν ένας άνθρωπος που νοικοκύρεψε τον Ολυμπιακό, αλλά μετά “έφαγε” ήττες. Τότε άλλαξε ο νόμος με τις 8ετίες που έγιναν 5ετίες. Να φανταστείς ήρθαν στον Ολυμπιακό παίκτες μετά από μένα και έφυγαν πριν από μένα. Εγώ όμως ήμουν δεσμευμένος με 12ετία. Ο Νταϊφάς, είτε γιατί το ήθελε, είτε γιατί δεν μπορούσε, έχασε αρκετές μάχες.
Πλέον ο Παναθηναϊκός μετά τις νίκες αυτές, άρχισε να γίνεται ελκυστικός και για άλλους παίκτες. Παράλληλα άρχισε να επηρεάζει και άλλους τομείς και άλλαξαν τα δεδομένα. Ο Νταϊφάς προσπάθησε να αντισταθεί, πήραμε ένα ακόμα πρωτάθλημα μετά από κάποια χρόνια, όμως είχε ήδη αρχίσει η φθορά. Εγώ έπεσα και σε αυτή την περίοδο, η οποία ήρθε μετά από όλα αυτά που είχα ζήσει. Κάπου λύγισα. Εκεί μου έκανε εντύπωση η συσπείρωση του κόσμου. Από το 1985 και μετά, ερχόταν περισσότερος κόσμος στο γήπεδο απ’ όταν παίρναμε τα πρωταθλήματα.
Συνέχισαν πάντως να έρχονται παίκτες στον Ολυμπιακό.
Εκείνη την εποχή, εγώ έπεισα τον Στράτο Αποστολάκη να έρθει στον Ολυμπιακό και τον ευχαριστώ πολύ που με άκουσε. Τον ήξερα τον Στράτο, καθώς ήταν συντοπίτης μου, όπως και ο Μιχάλης Κούσουλας, τον οποίο έφερα αργότερα. Εκείνη ήταν η πρώτη “μαχαιριά” που έριξε ο Νταϊφάς στον Βαρδινογιάννη και ήταν τονωτική ένεση για τον κόσμο, δεν αρκούσε όμως για την ομάδα. Όμως είχε αρχίσει σιγά σιγά να χάνεται η ηρεμία στον Ολυμπιακό και ο Νταϊφάς που στηρίζονταν πολύ στο ηθικό κομμάτι, προσπαθούσε να πείσει τους παίκτες ότι το σωστό ήταν να μείνουν στον Ολυμπιακό. Οι παίκτες όμως από την πλευρά τους σκέφτονταν το μέλλον τους και τα πράγματα είχαν γενικά αλλάξει, με αποτέλεσμα να χαθεί και η σταθερότητα. Εκεί το “έχασε” ο Νταϊφάς και άρχισε να πέφτει το επίπεδο.
Κάπως έτσι ήρθε και εκείνο το 4-0 στον τελικό του κυπέλλου;
Ο Παναθηναϊκός ήταν καλός σε εκείνο το παιχνίδι, ενώ και εμείς ήμασταν σε μια περίεργη κατάσταση. Δεν ξέραμε τι θα γίνει, υπήρχε μια αβεβαιότητα. Συν ότι είχαμε χάσει κάποιους παίκτες που ήταν σημαντικοί. Τότε μου το είχαν χρεώσει εμένα, ότι είχα εγώ την ευθύνη για το 4-0. Αλλά έφταιγαν όλοι. Κανείς όμως δεν θυμάται ότι στον ημιτελικό με τον Άρη, εγώ έβαλα δύο γκολ και είναι το μόνο ματς στην καριέρα μου που πέτυχα δύο γκολ.
Χτύπησα πέναλτι στο 44′. Κανείς δεν πήγαινε από το άγχος να το χτυπήσει. Σε άλλα παιχνίδια γίνονταν “σκοτωμός” για το ποιος θα χτυπήσει το πέναλτι. Κοιτάω στον πάγκο και βλέπω τον Γεωργιάδη να μην κουνιέται. Λέω από μέσα μου: “Πέτρο δεν γ@#^&ται. Αρχηγός είσαι”. Το έβαλα λοιπόν, αλλά δεν θυμάμαι και ούτε τότε κατάλαβα που το έστειλα. Αλλά μπήκε γκολ. Πριν βάλω όμως το πέναλτι, είχα κάνει λάθος στην εκτίμηση μιας φάσης και είχε πεταχτεί ο π@#$%της ο Ζελελίδης -που ήταν και καλός παίκτης- και έκανε το 0-1. Πήρα την ευθύνη να χτυπήσω το πέναλτι, παρά το γεγονός ότι είχα κάνει λάθος πριν. Λίγο αργότερα κόβω τη μπάλα στην περιοχή μας και κάνω ένα κοντρόλ, κάνω δεύτερο και βλέπω ότι δεν έρχεται κανείς πάνω μου. Προχωράω και τελικά όταν πήγαν να με κλείσουν, την πέταξα στον Βαΐτση. Συνέχισα και ο Βαΐτσης μου την ξαναπέταξε. Βγήκα με τα σέντερ μπακ και όπως ήταν σούταρα και το έβαλα. Έτσι πέτυχα δύο γκολ στο ίδιο ματς, κάτι που δεν ξαναέκανα και προκριθήκαμε στον τελικό. Μετά τον τελικό βέβαια όλοι ήμασταν… πουλημένοι.
«Κανείς δεν θυμάται ότι στον ημιτελικό με τον Άρη είχα πετύχει δύο γκολ. Μετά το 4-0 από τον Παναθηναϊκό στον τελικό του 1986 ήμασταν όλοι… πουλημένοι!»
Εσύ ήσουν στον Ολυμπιακό και όταν ανέλαβε ο Κοσκωτάς.
Ναι αλλά δεν έμεινα. Όταν ήρθε μου είπε ότι ήθελε να κάνει ανανέωση και μου είπε να φύγω. Έτσι πήγα στον Πανιώνιο. Πέρασα τρία χρόνια καταπληκτικά και δεν έπαιζα πλέον σέντερ μπακ, αλλά μέσος. Πέτυχα και αρκετά γκολ και είχα και εξαιρετικούς συμπαίκτες. Να σκεφτείς ξεκινήσαμε τη χρονιά με Αναστόπουλο και Μαύρο, αλλά δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν. Έφυγε λοιπόν ο Αναστόπουλος και έμεινε ο Μαύρος και βγήκε πρώτος σκόρερ και παίξαμε και στον τελικό κυπέλλου.
«Πάρε 21 εκατομμύρια από μένα και πες του μαλ… να σε αφήσει ελεύθερο!»
Κατάφερες όμως και γύρισες στον Ολυμπιακό.
Τότε είχε αναλάβει ο Σαλιαρέλης. Δεν ξέρω και δεν εξετάζω πως βρέθηκε να έχει πάρει τον Ολυμπιακό. Ήταν και οι Μπανασάκηδες που ήταν “τρελοί” Ολυμπιακοί και μας συνέδεε μια φιλία και μια κουμπαριά. Με γύρισαν λοιπόν στον Ολυμπιακό και έπαιξα για 6 μήνες. Δεν πήρα δραχμή και γύρισα τις επιταγές στον Σαλιαρέλη, λέγοντάς του: “Εγώ προσφυγή στον Ολυμπιακό δεν μπορώ να κάνω. Όχι σε σένα. Στον Ολυμπιακό δεν μπορώ να κάνω προσφυγή”. Αλλά τότε είχε προηγηθεί κάτι άλλο πιο σημαντικό.
Ποιο;
Ένα από τα ευτυχέστερα πράγματα στη ζωή μου. Έπαιξα σημαντικό ρόλο, μαζί με τον Νίκο Μπανασάκη, τον συγχωρεμένο ήμασταν για δέκα μέρες, το πρωί Αθήνα, το βράδυ Λάρισα. Για δέκα μέρες. Και όχι ακριβώς Λάρισα, αλλά σε ένα θέρετρο λίγο πιο πάνω, όπου κάνει ο Βασίλης ο Καραπιάλης τα μπάνια του. Ο Βασίλης ήθελε να έρθει στον Ολυμπιακό γιατί αν δεν ήθελε, τίποτα δεν θα γινόταν. Είδε ότι εγώ που έπαιζα τόσα χρόνια στον Ολυμπιακό τον ήθελα στην ομάδα. Τον έβαλα λοιπόν στο αμάξι μου και τον κατέβασα στα γραφεία του Σαλιαρέλη. Τον ανέβασα πάνω, ενώ είχε μαζευτεί και κόσμος και γινόταν πανικός. Έκατσα έξω από το γραφείο και περίμενα μέχρι να κλείσει. Τότε ήταν και ο Μιχάλης Βλάχος από τον Απόλλωνα και περίμενε για να υπογράψει.
Μου το έχει πει και ο ίδιος ο Μιχάλης Βλάχος, στη δική του συνέντευξη που έδωσε στο sportday
Περίμενε το παιδί τόσες ώρες. Είχε μπει πριν έρθω εγώ με τον Καραπιάλη και σταμάτησαν τη δική του περίπτωση για να υπογράψει ο Καραπιάλης. Περίμενε πάνω από 8-10 ώρες. Εγώ στεναχωρήθηκα και τον πήρα να πάμε για φαγητό. Γυρίσαμε και του υποσχέθηκα ότι θα μείνω μαζί του, μέχρι να υπογράψει και αυτός. Όταν τελείωσε και ο Καραπιάλης, του είπα: “Μπες και θα περιμένω να τελειώσει και το δικό σου το θέμα”. Ένιωθα άσχημα, γιατί κι αυτός ήταν νέο παιδί και περίμενε να υπογράψει. Αφού τελείωσαν όλα αυτά, ο Σαλιαρέλης μου είπε ευχαριστώ, αλλά εγώ του είπα ότι σου είπα πριν. Του ζήτησα να φύγω.
Και πήγες στον Ιωνικό.
Ο Κανελλάκης ήξερε την περίπτωση και με φώναξε. Μου είπε: “Τι επιταγή έχεις ρε μ@λ#%κα”; Του λέω: “18 εκατομμύρια”. “Πάρε από μένα 21 εκατομμύρια και πήγαινε πες του άλλου του μ@λ#%κα να σε αφήσει ελεύθερο”. Κύριος με τα όλα του. Εγώ ξέρω ότι κάτσαμε στο τραπέζι και ότι μου είπε, αυτό μου έδωσε.
Πήγα λοιπόν στον Ιωνικό και προπονητής ήταν ο Αλέφαντος. Τον είχα και στον Ολυμπιακό ένα διάστημα και τον είχα και στον Πανιώνιο ένα διάστημα. Τρέλα με την προπονητική. Να ψάχνει το κάθετι. Διάβαζε. Με παίρνει ο Κανελλάκης και με βάζει στο γραφείο. “Καλορίζικος ο νέος σου παίκτης” του λέει ο Κανελλάκης. Με κοιτάει ο Αλέφαντος και αρχίζει: “Πω πω πω. Που τον βρήκες αυτόν τον παικταρά”; του λέει του Κανελλάκη. Τότε του απαντάω εγώ: “Ρε κυρ Νίκο, τι που με βρήκε; Δύο φορές έχουμε συνεργαστεί μέχρι τώρα” (γέλια).
Μετά τον Ιωνικό επέστρεψες στον Παναιτωλικό.
Ήταν προπονητής ο Κουτσογιάννης πάλι και γύρισα περισσότερο για να βοηθήσω την ομάδα που ήταν στην Γ’ Εθνική. Είχαμε συσπειρωθεί όλοι γύρω από το σύλλογο. Είχε ήδη γυρίσει και ο Χρήστος ο Βασιλείου, ο οποίος έπαιζε πλέον σέντερ φορ. Παικτάρα μεγάλη ο Χρήστος. Το ταλέντο που είχε αυτός, λίγοι παίκτες στην Ελλάδα το είχαν και αν είχε μυαλό θα είχε παίξει σε ακόμα μεγαλύτερο επίπεδο. Εν πάσει περιπτώσει, ανέλαβα παίκτης – προπονητής και ανεβάσαμε την ομάδα. Έφερα παίκτες στο Αγρίνιο, όπως ο Δελακάς και ο Ζαχαρόπουλος, ο Σμυρνής, ο Παπαχρήστος ένα από τα καλύτερα δεκάρια, τον Σάββα Καρυπίδη από την Ξάνθη. Επίσης ο Μάκης ο Μπελεβώνης που ήταν μικρό παιδί τότε. Είχα τότε γυμναστή τον Τσίτο και είχα τη φιλοσοφία ότι η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Παίξαμε πολύ ωραίο ποδόσφαιρο. Φτάσαμε ένα βήμα πριν την Α’ Εθνική. Εγώ δεν δεχόμουν κάποια πράγματα και όταν χάσαμε στη Νίκη Βόλου ήθελα να φύγω.
Τι έγινε;
Εκεί πριν βγούμε στο γήπεδο, μπήκα στα αποδυτήρια και βρήκα τον αντιπρόεδρο να μιλάει στους παίκτες. Τον ρώτησα τι θέλει εκεί και μου είπε ότι ήθελε απλά να μιλήσει στους παίκτες. Του ζήτησα να βγει ευγενικά έξω, αλλά δεν βγήκε. Τότε μίλησα στους παίκτες, για να τους φρεσκάρω κάποια πράγματα στη θεωρία, αλλά είπα και στον αντιπρόεδρο ότι θα τα πούμε μετά το παιχνίδι. Χάσαμε τελικά 1-0 και στο Λεωφορείο μπήκα, αλλά είχα ειδοποιήσει την κοπέλα μου τότε να με περιμένει στη Λαμία. Εκεί σταμάτησε η ομάδα για φαγητό κι εγώ έφυγα με το αυτοκίνητο. Με πήρε την άλλη μέρα ο πρόεδρος ο Χαρδαλιάς και μου είπε: “Τι κάνεις ρε Πέτρο”; “Πρόεδρε εγώ δεν έχω λεφτά να σου δώσω, ο αντιπρόεδρος έχει λεφτά και τα έχει βάλει στην ομάδα, οπότε πρέπει να κρατήσεις αυτόν”, του είπα. Με ρώτησε ποιον να πάρει προπονητή και του είπα αν θέλει να κάνει μια συζήτηση με τον Αναστόπουλο. Έτσι έγινε προπονητής ο Νίκος στον Παναιτωλικό. Στο μπαράζ όμως, με τον Εθνικό στο Άργος, όλοι οι Αγρινιώτες ήμασταν εκεί, αλλά δεν καταφέραμε να πάρουμε το παιχνίδι και να πάρουμε την άνοδο. Μετά από χρόνια ήρθε ένας άνθρωπος, ο Κωστούλας και άλλαξε τον ρου της ιστορίας του Παναιτωλικού.
«Τι έχει η μπάλα μέσα μικρέ;»… «Αέρα»… «Τι αέρα ρε; Λεφτά έχει!»
Μιλάμε περισσότερο από μια ώρα και νιώθω ότι δεν μου έχει πει ακόμα τις “καλές” ιστορίες.
Στο ποδόσφαιρο κάνεις πολύ εύκολα εχθρούς και φίλους. Φίλους γιατί αναγνωρίζουν την προσπάθεια που κάνεις και εχθρούς γιατί δεν έχει γίνει το δικό τους. Και όταν δεν τους κάνεις το δικό τους, είσαι και το “κακό” παιδί. Υπάρχουν πολλά που δεν λέγονται ειδικά σε μια συνέντευξη. Θα σου πω τι μου είπε ο αείμνηστος Χέλμης: “Μικρέ εδώ ο σύλλογος είναι κάτι άλλο”. Μου έλεγε: “Πάρε τη μπάλα ρε. Τι έχει μέσα ρε μ@λ@%κα μέσα”; “Αέρα” του έλεγα. “Βρε μ@λ@%κα, λεφτά έχει μέσα”, μου απαντούσε. Ο Χέλμης με είχε κάνει αλλαγή και στο μπαράζ με τον Άρη στο Βόλο.
Δηλαδή;
Σε εκείνο το ματς, “οργίαζε” ο Σκόμποε. Ο Χέλμης λοιπόν έλεγε στον Γκόρσκι: “Βάλε τον πιτσιρίκο πάνω σε αυτόν τον π@#^τη”. Έτσι μπήκα στο ημίχρονο και πράγματι πήγα πολύ καλά. Χάρη στον Χέλμη. Τότε θυμάμαι στην επιστροφή με το λεωφορείο, σταματάγαμε σε κάθε χωριό. Κάναμε δύο μέρες να γυρίσουμε από τον Βόλο (γέλια). Μας περίμενε ο Νταϊφάς σε ένα υπόγειο στη Συγγρού για να γλεντήσουμε και φύγαμε στις 10 το πρωί.
Άλλος που να σου στάθηκε;
Ο Θανάσης ο Μπέμπης. Έμενε στην Καλλιθέα, όπως και ο Γιώργος ο Δαρίβας, που ερχόταν συνέχεια να με ελέγχει. Μάλιστα μου έβαζε και πετραδάκια στις ρόδες του αυτοκινήτου, προκειμένου να δει την άλλη μέρα εάν είχα πάρει το αμάξι και είχα βγει το βράδυ. Ο Μπέμπης δε προπονούσε στο γήπεδο τους τερματοφύλακες και με είχε από κοντά. Μια άλλη μεγάλη μορφή ήταν φυσικά ο Μουράτης. Μου έλεγε: “Έλα δω ρε πιτσιρίκο να σου δείξω μια καλλιγραφία”. Ήταν πάντα στο εμπόδιο του στίπλ στο Καραϊσκάκη και ήταν πάντοτε και στο Ρέντη. Ξυπόλυτος και έπαιζε μπάλα και μου έδειχνε πως να χτυπάω με το εξωτερικό. Δεν είχε κανένα όφελος από τον Ολυμπιακό. Δεν είχε κανένα πόστο, αλλά ήταν συνεχώς στο Καραϊσκάκη και στο Ρέντη. Διάβαζα την ιστορία του και μετά τον έβλεπα μπροστά μου, ξυπόλητο να μου δείχνει τι να κάνω. Απίθανα πράγματα. Ένας άλλο ακόμα, για να σου δείξω το δέσιμο των παικτών του Ολυμπιακού με την ομάδα. Σου είπα ήδη 3-4 που δεν είχαν κανένα όφελος από την ομάδα, αλλά ήταν εκεί. Ο επόμενος ήταν ο Γκαϊτατζής ο οποίος είδε ότι δυσκολευόμουν να παίξω δεξί μπακ. Ήρθε λοιπόν και μου έδωσε 17 σελίδες ιδιόχειρες, όπου μου εξηγούσε πως πρέπει να παίζω ως δεξί μπακ. Με τρέλανε. “Πάρτο και να του ρίχνεις καμία ματιά”, μου είπε. Αυτό ήταν το δέσιμο των παικτών με την ομάδα.
Πες μου και καμία ιστορία από τις εθνικές ομάδες.
Με είχε καλέσει ο Καραπατής στην προεπιλογή της ελπίδων, αλλά δεν είχα κανέναν να με φέρει στην Αθήνα. Πήρα τότε το λεωφορείο μόνος μου και μου είχαν δώσει λεφτά από τον Παναιτωλικό για να πάρω ταξί. Με πήγε ο π@#$%της ο ταξιτζής και με άφησε στην άλλη πλευρά στον σταθμό. Κοίταγα γύρω μου και κάπου στο βάθος είδα ότι υπήρχε ένα γήπεδο. Έφτασα ενώ είχε αρχίσει η προπόνηση. Με είδε ο φροντιστής και μου έδωσε ρούχα και όπως έτρεχα να κατέβω τα σκαλοπάτια ακούω τον Καραπατή και ακούω ένα δυνατό: “stoooooooooop”. Παγώνω κι εγώ και τον ακούω να λέει: “Όχι εσύ. Εσύ έλα” και έκανε πως με τραβάει ταινία. Μου κόπηκαν τα πόδια. Εγώ του ζήτησα συγνώμη και του είπα ότι ο ταξιτζής με άφησε σε άλλο σημείο.
Τα είπαμε όλα;
Όχι βέβαια. Υπάρχουν και πράγματα που δεν λέγονται (γέλια). Αυτό που θέλω να σου πω είναι πως αν ως παιδί καθόμουν να γράψω σε ένα βιβλίο αυτά που ονειρευόμουν, δεν θα έγραφα αυτά που έζησα. Σίγουρα θα έγραφα λιγότερα από αυτά που τελικά έζησα. Ακόμα και τώρα που είμαι 64 χρονών, μπαίνω σε ένα χρόνο και βλέπω δύο χέρια να ανοίγουν και να μου λένε: “Εσύ δεν είσαι ο Μίχος”; Αυτό δεν το αλλάζω με τίποτα. Κλείνοντας θέλω να γράψεις και για τον φίλο μου, τον Γιάννη Μπαρμπούτη, που ξεκινήσαμε μαζί από παιδιά και ήμασταν όλη μέρα μαζί. Μέχρι και στον ύπνο. Έπαιξε και αυτός μπάλα, ήταν καλός χαφ, αλλά επίλεξε να πάει στην αστυνομία και ανέβηκε στην Αθήνα. Με προστάτεψε από πολλά πράγματα και συνεχίζουμε να είμαστε φίλοι.